Ζαβό καράβι Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλό Σαββατόβραδο σε όλες και σε όλους Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Έχει παλιώσει το σκαρί, και βολικά δε νοιώθουν,
ταξιδεφτές, μ' όλους αυτούς, που μοιάζουν καπετάνιοι.
Πως είν' στραβή η ρότα του, μες στο μυαλό τους κλώθουν,
κάποιοι, οπού βαθολογούν, μα, είν', αλί τους, σπάνιοι.
Κι άλλοι δεν γαληνέβουνε, τι έχουν καταλάβει,
πως το κακό ξεκίνησε, σα βγήκε απ' το πόρτο.
Και κάθε μέρα που περνά, τραβά για κει που 'ν' κάβοι,
και να βουλιάξει μπορετό, μ’ όλον τον πόχει φόρτο...
Δε φταίει-του ο ταρσανάς, μηδέ οι που το χτίσαν,
από τα ξύλα πρωτινών σκαριών οπού ρημάξαν,
ή κείνοι που το πέτσωσαν και το αρμολογήσαν,
τέτοιονε βρήκαν κερεστέ, παλιό, τονε βαστάξαν…
Αυτοί και αίμα κι ίδρωτα, δώσαν και τ' αναστήσαν,
κι απέ αποτραβήχτηκαν και βάλαν ναφτολόι,
νάβλερους, καπετάνιους, και το ξεπροβοδίσαν,
να πάει στ’ ανοιχτά να βρει, πλεούμενα από σόι.
Μα σαν ξεμπουγαζάρισε, κακός χαμός γινόταν,
σ' αυτό το πρωτοτάξιδο, τ' αδούλεφτο το μπάρκο,
της ναφτοσύνης γνωστικός, κει δε λογαριαζόταν,
κι αντάμηδες δε γλύτωναν, το στανικό τεσβάρκο.
Μηδέ μπούσουλες σέβονταν, μηδέ και τα περιέλια,
μηδέ χάρτες ελλόγιμους, μηδέ και τα κουμπάσα,
οι γαλονάδες, που σ' αυτά, δεν έβλεπαν ωφέλεια,
κι απ' την αγκούσα κόβονταν, ταξιδεφτών ανάσα.
Κι οι ρότες συνεκιάζονταν λίγο-πολύ στην τύχη,
κι ακόμα έτσι γίνεται, το στάφνος το ξεχνούνε,
οι μαγκατζήδες, οι ζαβοί, που στέκονται στο νύχι,
και για τη ρότα, τάχατες, κάνουν πως διαφωνούνε.
Και λύσεις δίνουνται στραβές, ψηλά στην τιμονιέρα,
κι οι καπετάνιοι νοιάζονται, το πιο πολύ, να βγούνε,
νόστιμοι στη βαρδιόλα και να τάξουνε, αγέρα,
στους επιβάτες, πως πολύ, θα δώσουν, σαν τον βρούνε.
Κι ας μοιάζουν διωματάρηδες, ως είν΄ασπροντυμένοι,
ειν' οι στολές, από κοντά, πνιγμένες απ' τη βρώμα,
τι, μες στα κομοδέσια τους, είν' στο φαγί πεσμένοι,
κι αυτοί και οι ποδότες τους, μεγάλο πόχουν στόμα.
Κι οι ταξιδιώτες, οι σκυφτοί, που είναι στην κουβέρτα,
στους κοραδούρους και, βαθιά, ως την μουχλή σεντίνα,
να τσαμπουνάνε, τους ακούν, ταξίματα αβέρτα,
κι αν, πια, τους παραζάλισαν, τους βάζουν καραντίνα...
Και στέλνουν άλλους, που φοράν στολή κάπως μοντέρνα,
στη γέφυρα να κάνουνε καλύτερο κουμάντο,
μα και αυτών συνήθιο είν', το ρούφηξε και κέρνα,
όλοι, μαθές, οι ναφτικοί, κατέχουν εσπεράντο.
Τι, έχουν κι οι ταξιδεφτές, κάποια κρυφά κουσούρια,
γυρέβουνε και χαβιάρι να βάλουν στο ψωμί τους
καμπίνα θέλουν πιο ψηλά, πιο φωτεινή, καινούρια
θέλουν, κι ας μη τ' αξίζουνε, ν' αξαίνουνε νομή τους…
Κι αφού, για τέτοιες ζήτησες, θέλουν οι οφιτσιάλοι,
να πάνε να καταπιαστούν, μπατάρει το καράβι...
Και για επιβατών ζωές, δεν δίνουνε ρεάλι,
τους νοιάζει το ρεγάλο τους, να φτάνει στο κακάβι…
Από φαμίλιες είν' μαθές, τρανές της ναφτοσύνης
κι έχουν κι ατοί τους πρόσβαρες φαμίλιες να φροντίσουν,
κι ως άξιοι πια συνεχιστές, μιας τέτοιας δεξιοσύνης,
πρέπει για τους επίσπορους, μερίδα να ξακρίσουν…
Κανείς δεν πολυνοιάζεται, που είναι βυθισμένοι,
ταξιδεφτές, μον' βγαίνουνε, σημαιοστολισμένοι,
το χρόνο δυο φορές, και για σκαρί, λέν' αερισμένοι,,
πως ναφτοσύνη, δίδαξε, παλιά την οικουμένη.
Κι αν ακουστεί πως το νερό άγγιξε παραπέτο,
και πως σε λίγο κύματα σκότινα θα τους ζώσουν,
λένε να μη φοβούνται και πως όλα είν' κουφέτο,
θα φτάσουνε πλεούμενα τρανά για να τους σώσουν.
Τώρα, θα πεις , η στόριση, αυτή είν' για σκαφίδι,
και τι μας κόφτει, που, σ' αυτό, μαρνέροι ζαβωθήκαν.
Κι εγώ θα πω, πως είμαστε, όλοι μας σε ταξίδι,
μ' ένα καράβι τέτοιο και τα ψέμματα σωθήκαν... Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-10-2022 | |