Κύκλος 3

Δημιουργός: MASTER

Τελικά τριλογία μας βγήκε...Αλλά αυτό είναι το τελευταίο, τ' ορκίζομαι.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[I]Αφιερωμένο στον Κώστα Καρυωτάκη.[/I]

Απ' τα σκοτάδια της ψυχής κι απ' του μυαλού τα βάθη
στου σώματος μου τις πληγές θα ρίξανε αλάτι
όλοι αυτοί οι διάβολοι που θέλουν να με σώσουν
και σκέφτονται νυχθημερόν την Πόλη πως θ' αλώσουν.

Το αίμα, όμως, των νεκρών θα βγει να απαντήσει.
Πόλεμο πιότερο απ' αυτούς κανείς δε θα μισήσει.
Δεν ξέρω...λάθος ή σωστό να σκέφτεσαι το μέλλον,
όταν βαρύ μας κρύβεται στο παρελθόν συμφέρον.

*

Α.
Στις λεωφόρους που κάνει πιάτσα η ύπαρξή μου
τα κίτρινα φώτα θολά τρεμοπαίζουν.
Σα φαντάσματα που τα καλούν
οι ερινύες των προγόνων μας.
Και θαρρείς πως και οι δικές μου
οι ενοχές τρέχουν μαζί με τ' αυτοκίνητα,
σπάζοντας, στο δρόμο, τα κοντέρ τους.
Και ο βασανιστικός ήχος των αεροπλάνων
τη νύχτα που δε φαίνονται παρά μόνο τα φώτα τους.
Τα αεροπλάνα πετούν από πάνω σου.
Κι εσύ ποτέ δεν είσαι μέσα.

Β.
Τάσο, τι όμορφα, αλήθεια, τα βράδια
που μυρίζει η γη, τι όμορφα!
Κι ενώ, καθώς βρέχει, το τραγούδι παίρνει
το μέρος των φτωχών, ήρθε η ώρα μου
να αποδώσω δικαιοσύνη μ' ένα γιασεμί.
Συγχώρα με. Το άστρο είναι ψηλά για να το φτάσω.

Γ.
Πάντα με μελαγχωλούσαν οι κλόουν.
Οι παλιάτσοι με τα πουά σώβρακα,
τις κόκκινες μύτες και τα γελοία καπέλα.
Πόσο απαίσιο είναι να φοράς τη μάσκα
του γέλιου, ενώ μέσα σου κλαις;
Και πόσο ανιαρό να προσπαθείς να κάνεις
τους άλλους να γελούν με τα βάσανά σου;

Δ.
Βλάντιμιρ, έλα να χορτάσουμε μαζί χλευασμό.
Και ξέρεις...μόνο να...τα πράγματα...
λίγο χειρότερα θα τα 'βρεις απ' ότι τα θυμάσαι.
Γιατί, πλέον, όχι άντρες δεν είμαστε καλά καλά,
μα δε μας άφησαν ούτε τα παντελόνια μας.
Σύννεφα...Μουντά και γερασμένα.

Ε.
Ευτυχώς! Λέω ευτυχώς που υπάρχει το σώμα!
Αλλιώς θα βγαίναμε στους δρόμους
με την καρδιά μας γυμνή και ολοφάνερη.
Και τότε, πόσοι άσχημοι άνθρωποι θα υπήρχαν...
Γιατί στην καρδιά δε βάζεις μακιγιάζ.
Δεν έχει μαλλιά να τα βάψει ξανθά.
Δεν έχει στήθη και χείλια να βάλει σιλικόνη.
Δεν μπορεί να βάλει ψεύτικες βλεφαρίδες.
Δεν επιδέχεται, διάβολε, λίφτινγκ η καρδιά!

ΣΤ.
Μπομπ, ακόμα χτυπάς αυτήν την πόρτα;
Κατάλαβέ το επιτέλους, δε θα μπεις.
Η πόρτα του παραδείσου ανοίγει
τώρα πια μόνο για τους ξύπνιους
που πρόλαβαν την προπώληση εισιτηρίων.
Κι εμείς, οι επικίνδυνοι ταραχοποιοί, μείναμε έξω,
σαν τ' αλητάκια με τα σχισμένα παντελόνια
που ζητιανεύουν κάνα εισιτήριο πριν τη συναυλία.

Ζ.
Άνθρωποι με ειδίκευση στο ψέμα,
κουτοπόνηρα πρόβατα, ντυμμένα λύκοι.
Γύρω μου οι ίσκιοι των ευπατρίδων
που σαρώνουν το άψυχο κάλεσμα
των χαμένων ελπίδων μου για καλύτερο χθες.
Για το αύριο λένε πως θα φροντίσουν
αυτά τα υπολείμματα κουλτούρας που μας περιβάλλουν.
Έλληνες πάνω απ' όλα! Και καλοί Χριστιανοί!
Προστατεύουν τη χώρα από κάθε κίνδυνο!
Λες και εγώ δε γεννήθηκα εδώ!
Λες και εγώ δε γεννήθηκα ποτέ!
Έτσι, θαρρώ, πως θα 'θελαν...

Η.
Κώστα, το ξέρεις πως ακόμα όλοι
περιμένουνε να έρθει ο κύριος Νομάρχης;
Τώρα πια οι καταθέσεις στα βιβλιάρια τραπεζης
δεν είναι της τάξης των τριάντα δραχμών.
Μα των τριάντα αργυρίων... Ιούδες!

Θ.
Θα διαλέξω με το πρώτο φως της μέρας...
Αν πρέπει να σκοτώσω τον παλιό εαυτό μου
ή τον παλιό κόσμο που με περιβάλλει.
Ώρα να πέσει η Ιεριχώς! Το σάλπισμα...
Φτάνει δυνατό το σάλπισμα στ' αυτιά μου!

[align=right]Σεπτέμβρης 2006, Θεσσαλονίκη.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-09-2006