Βλάμηδες

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλημέρα σε όλες και σε όλους.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο κόσμος μου τριγύρω σαν αναποδιάζει,
κι η κάθε ώρα ζαμπουνέβει και ξενέβει,
τότες, το δρόμο εδικώνω, τον που βγάζει,
σε τόπο έρμο, μοναξιό, που ασκητέβει…

Όταν η μοίρα μου, τα σέρτικα αρχίζει,
και οι αντίμαχοι τριγύρω καμαρώνουν,
όταν κι οι γνώρες, χτυπημένο, μ’ απαξιώνουν,
ψάχνω αφτού παρηγοριάς το μετερίζι…

Βλάμηδες, έχω κει, πιστούς να με προσμένουν,
που 'χουνε πάντα ανοιγμένες τις αγκάλες
και είναι πρόθυμοι να φτάσουν σε σπατάλες
της ρώμη τους, να δουν τα χείλη μ' να γλυκαίνουν.

Μια γκρέμα, μια κυματούσα κι ένα αγέρι,
κολήγες βέροι, απ' τα παιδικά μου χρόνια,
σαν να τους έταξε αξήγητη μια πρόνοια,
στα σπόρκα, σβέλτα να με παίρνουν απ' το χέρι...

Της ανηφόρας, κι αν δαγκώνει το ζαγάρι,
δρόμο τραβώ, να έβρω-τους, εκεί που σπίνοι,
είναι κρυφτοί, και τους μιλώ για το καμίνι,
που με μπυρίζει, ξάπλος δίπλα στο θυμάρι…

Δεν φτάνει, κει, κρωγμός των πέπουλων ή κλάμα
ούτε φωνή από πλεούμενα στη βάλη,
μηδέ αχός από του κύματου αγκάλη,
που κόβει, μισοφέγγαρο ξανθό, σα λάμα…

Συχάζει κει συναίστημα που μαστιγώνει,
κι είν' σιωπηλός ο αναστεναγμός της θύμιας,
σβήνει, τ' απέριορο το πέλαγο, ασκήμιας
το κάθε στήμα, με το μπλάβο που ξαμώνει…

Βροντάνεμος, κει, αριβάρει και αχνιές του,
σκορπίζουν βάρδες από πικρερά κιντέρια,
τις διανεμίζουν στων κυμάτων τα ασκέρια,
που ξεσηκώνονται με μπρούσκες βελονιές του…

Και λιγοδύναμα, σε βλάγκες, πάνω, χαίτες,
με βια, αμπώχνονται στης γκρέμας τα ποδάρια,
τα βράχια να τους γένουν σάβανα, σουδάρια,
πριν καν ελπίσουν πως θα ζήσουν σαν δραπέτες…

Σαν ο αγέρας πια τα γούστα του αλλάζει
και βάζει τη δροσάτη φορεσιά τη αύρας
βαθιά μου έχει σβήσει σάλαγος της χάβρας,
και ξέλαφρη ψυχή μ', τρυγόνισμα δε σκιάζει…

Πανιά της χασκιωμένα, τα που πριν μαβρίζαν,
αλέγρο έχουν πάρει ρέγκι, πια, χιονάτο,
κι απ’ το μπουντί της γκρέμας είν' πιο λουκακάτο,
ρηγάτο του πελάγου, για φεγγιά π' ασπρίζαν...

Αβέρτο το βελάγιο, να ξανασαλπάρει
έχει πια, κι είν' πρόθυμη σβέλτα ν' αλαργέψει
σε άγνωστα νερά, με ξέρες να παλέψει,
πιο άκνια τους οχτώ καιρούς, να μανουβράρει...

Να δυναστέψει θαλασσιών τα τυλιγάδια,
που ψάχνουνε θανή τους πάνω σ' ακρωτήρια,
να έβρει μες στην αρμυρίλα λιχνιστήρια,
οπού ξεκρίνουν χαρμολύπης τα σμιγάδια...

Και καρντινιάζω για της λιοβολιάς τα μέρη,
με την καρδιά μου λαγαρή από τη μούργα,
κι απ' τα μαγκλάβια, που διώξαν, τα ραδιούργα
μια γκρέμα, μια κυματούσα κι ένα αγέρι...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-01-2023