Chat (μέρος 2ον)

Δημιουργός: αυγουστης, Αυγουστής Μαρούλης

....ένας απροσδόκητος επισκέπτης!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

(.......συνέχεια απ΄το πρώτο μέρος)
«Εμπρός!»
«Έλα ρε Στάθη;»
Ποιος άλλος, ο “κολλητός” του, τα τελευταία είκοσι εννιά χρόνια! Έπρεπε να το είχε καταλάβει απ’ το κουδούνισμα, μόνον αυτός παίρνει στις πιο ακατάλληλες στιγμές.
«Έλα ρε συ, τι τρέχει;»
«Πήρα να δω τί κάνεις!»
«Καλά είμαι, αλλά έχω δουλειά.»
«Είσαι να πάμε αργότερα κανένα ταβερνάκι;»
«Ταβερνάκι; Πώς σου ήρθε αυτό; Ξέρεις τι μέρα είναι;»
«Πέμπτη δεν είναι;»
«Ξέρεις να πηγαίνω καθημερινές σε ταβέρνες;»
«Καλά ρε Στάθη, με δουλεύεις; Δεν θυμάσαι τι κάναμε παλιά κάθε Πέμπτη;»
Και βέβαια ήξερε! Ήταν δυνατόν να ξεχάσει την παλιοπαρέα που μαζευόταν κάθε Πέμπτη σε κάποια ταβέρνα, επί μια εικοσαετία. Εδώ και λίγα χρόνια όμως, η ίδια η ζωή τους χώρισε. Άλλος πέθανε από καρκίνο, άλλος σκοτώθηκε σε δυστύχημα, μερικοί είχαν τα δικά τους βάσανα και μερικοί απλώς βαρέθηκαν. Όσο δυνατή κι αν ήταν η φιλία τους, όσο διασκεδαστικές κι αν ήταν οι συναντήσεις τους, ο χρόνος τους παρέσυρε σαν ένας ορμητικός χείμαρρος. Μόνο οι δυο τους είχαν απομείνει από εκείνη την παρέα. Ακόμα κι αυτοί δεν βλέπονταν πλέον τακτικά. Παρ’ όλο που η Νόρα κι η Ασπασία- οι γυναίκες τους- ήταν φίλες, παρ’ όλο που ήταν “κολλητοί” εδώ και εικοσιεννιά χρόνια, το τελευταίο διάστημα είχαν ψιλοαραιώσει. Ο Στάθης αισθάνθηκε υπαίτιος γι’ αυτό. Ήθελε να διορθώσει αμέσως τη στάση του, να του δείξει πόσο τον αγαπά, δεν μπορούσε όμως σήμερα. Σήμερα είχε ραντεβού με τη Βίκυ. Και είχε αργήσει! Καθυστερούσε την είσοδό του στον κόσμο του διαδικτύου, στον φανταστικό, δικό του κόσμο, όπου δέσποζε η Βίκυ. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, έπρεπε να ξεφορτωθεί τον φίλο του γρήγορα. Είπε λοιπόν:
«Είσαι να κανονίσουμε αύριο, με τις γυναίκες μας; Σήμερα έχω δουλειά, είμαι και κουρασμένος, δεν έχω κέφι.»
«Εντάξει λοιπόν, αύριο. Τηλεφωνιόμαστε το απογευματάκι και κανονίζουμε!»
«Ο.Κ φίλε, τα λέμε αύριο.»
«Γειά!»
«Μπάϊ!»
Με το που έκλεισε το τηλέφωνο, ο Στάθης επανήλθε στην ουτοπιστική κοσμάρα του. Κύλησε το ποντίκι στην επιφάνεια εργασίας, σταμάτησε πάνω στο e-internet explorer και άναψε τσιγάρο. Φύσηξε τον καπνό, κατέβασε μια γερή γουλιά απ’ το ουίσκυ του κι έκανε διπλό κλικ. Μέχρι να συνδεθεί με το chat-room αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Αυτό ήταν! Συνδέθηκε επιτέλους! Έψαξε γρήγορα-γρήγορα στη λίστα με τα ονόματα όσων ήταν ήδη συνδεδεμένοι πριν απ’ αυτόν, αλλά τζίφος! Πουθενά η Βίκυ! Ένα γνώριμο σύμπτωμα άρχισε να τον πλημμυρίζει. Ξεκινούσε με γαργάλισμα στο λαιμό και κατέληγε σε μυρμήγκιασμα των χεριών, πρώτα του αριστερού και μετά του δεξιού. Έτσι πάθαινε πάντα όταν αγχωνόταν. Κατέβασε άλλη μια γερή γουλιά ουίσκυ για να το καταπολεμήσει, αλλ’ αυτή τη φορά παραήταν γερή και κόντεψε να πνιγεί. Έβηξε δυνατά, βλαστήμησε κάτι απροσδιόριστο και είδε το όνομά του γραμμένο στη λίστα: STATHIS. Το κοίταξε με απορία και περίμενε. Πέρασαν πέντε λεπτά κι αυτός συνέχιζε να κοιτάζει το όνομά του, λες και το έβλεπε για πρώτη φορά. Ξαφνικά του φάνηκε ότι το STATHIS άρχισε να χοροπηδάει, τα γράμματα να ενώνονται, να παίρνουν σχήμα, να γίνονται ένα ανθρωπάκι, ένα τόσο δα ανθρωπάκι, χαμογελαστό κι όμορφο. Έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα, δεν ήξερε αν κοιμόταν ή αν ήταν ξύπνιος. Έκλεισε τα μάτια και τα ξανάνοιξε. Το ανθρωπάκι ήταν ακόμα εκεί και τον κοίταζε σαν κάτι να ήθελε να του πει.
«Τι θέλεις επιτέλους;» έπιασε τον εαυτό του να ρωτά. Το μετάνιωσε όμως αμέσως, γιατί δεν είχε καμιά όρεξη να πιάνει κουβέντα με ανθρωπάκια τέτοια ώρα, όταν μάλιστα δεν γνώριζε καν την προέλευσή τους.
“BIKY is whispering to STATHIS” εμφανίστηκε στην οθόνη του.
«Χα χα» γέλασε δυνατά ο Στάθης. «Λυπάμαι φίλε μα πρέπει να σε αποχωριστώ, ήρθε το ραντεβού μου» ξαναείπε, αλλά το ανθρωπάκι είχε ήδη εξαφανιστεί.
«Καλησπέρα μωρό μου» έγραψε με ταχύτητα οπλοπολυβόλου.
«Καλησπέρα αγάπη μου, συγγνώμη που άργησα δέκα λεπτά, αλλά είχα πάει κομμωτήριο και με καθυστέρησαν».
«Δεν πειράζει μωρό μου, άλλωστε δεν ήμουν μόνος» και θυμήθηκε το ανθρωπάκι, χαμογελώντας. «Τί να σήμαινε αυτό και κυρίως τί να ήθελε να μου πει; Ή να ήταν ένα ξέσπασμα της φαντασίας μου λόγω άγχους;» σκέφτηκε.
«Δηλαδή είχες παρέα; Mήπως ήταν καμιά γυναίκα στο γραφείο σου και φλέρταρες μαζί της; Ζηλέυω!!!»
«Όχι παιδί μου, ένας πελάτης ήταν, άντρας και μάλιστα γέρος».
«Καλά, σε πιστεύω. Ξέρεις τί σκέφτηκα Στάθη μου;»
«Όχι. Τι σκέφτηκες;»
«Να μου γράψεις το e-mail σου για να σου στείλω μια φωτογραφία μου. Κι εσύ πάλι να μου στείλεις μια δική σου».
Ο Στάθης ξεροκατάπιε κι αισθάνθηκε αυτομάτως εκείνο το γνώριμο, καταραμένο γαργάλισμα στο λαιμό να επανέρχεται, δριμύτερο αυτή τη φορά. Πώς του είχε διαφύγει αυτή η λεπτομέρεια; Κι αν δεν της άρεσε; Αν δεν ήταν ο τύπος της; Ως τώρα η “σχέση” τους είχε βασιστεί αποκλειστικά στον γραπτό λόγο. Αυτό ήταν βέβαια αρκετό για να εξάψει την ήδη υπάρχουσα ζωηρή φαντασία του και να πλάσει το όνειρό του όπως αυτός ήθελε, τώρα όμως τα πράγματα περιπλέκονται, ή μάλλον αρχίζουν να οδεύουν προς την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που πάντα προσπαθούσε στη ζωή του είτε ν’ αποφύγει, είτε ν’ αναβάλλει, είτε να κάνει πως δεν την βλέπει, που έρχεται και τον κυνηγάει σαν Ερινύα, σαν Μέγαιρα, σαν Σκύλα και Χάρυβδη, σαν, σαν…Γιατί είχε πάντοτε αυτός ο εφιάλτης τη μορφή κάποιας γυναίκας ποτέ του δεν μπόρεσε να καταλάβει, εκείνο που ήξερε πολύ καλά όμως ήταν το ότι είχε κάνει μέχρι στιγμής, το είχε κάνει γιατί έπρεπε, γιατί του το είχαν επιβάλλει κι όχι γιατί το ήθελε. Άλλο ήθελε να σπουδάσει κι άλλο σπούδασε, γιατί του το είχε επιβάλλει η μάνα του. Άλλη δουλειά ήθελε και σ’ άλλη κατέληξε, γιατί το ήθελαν οι περιστάσεις. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο, μέχρι και το όνομά του δεν ήθελε, κάποιος άλλος αποφάσισε ακόμα και γι’ αυτό. Προτιμούσε να τον έλεγαν Αλέξανδρο, το Στάθης του φαινόταν αρκετά πεζό. Η γυναίκα του; Θα την παντρευόταν αν δεν τύχαινε αυτή η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη; Τα παιδιά του; Α όχι, αυτά τα ήθελε και τα παραήθελε.
«Αγάπη μου είσαι εκεί; Τι έγινε και χάθηκες;»
Η ερώτηση της Βίκυς ξεπρόβαλλε στην οθόνη και τον προσγείωσε απότομα. Πρώτη φορά έπιασε τον εαυτό του να εκνευρίζεται μαζί της, αυτόματα όμως σαν να έβγαιναν οι λέξεις από κάποιο μηχάνημα κι όχι απ’ τον ίδιο της απάντησε:
«Εδώ είμαι, ψάχνω για καμιά φωτογραφία, αλλά δεν βρίσκω».
«Κρίμα, εγώ πάντως έχω έτοιμη μια δική μου. “Πες” μου το e-mail σου και στη στέλνω αμέσως».
Ούτε αυτό το είχε σκεφτεί ο Στάθης. Ήθελε να του στείλει η Βίκυ την φωτογραφία της, ή προτιμούσε την Βίκυ που είχε πλάσει με την φαντασία του, την ιδανική γυναίκα, την γυναίκα των ονείρων του. Ήταν τόσο γερά γαντζωμένη αυτή η εικόνα στο μυαλό του, που του μιλούσε κιόλας, ήταν σαν να άκουγε τη φωνή της, μια φωνή ιδανική κι αυτή, όλα ιδανικά, η απόλυτη φαντασίωση! Μέχρι κι έρωτα ιδανικό είχε σκεφτεί ο Στάθης με τη Βίκυ, αλλά ποιά Βίκυ, τη δικιά του, όχι αυτή που θέλει τώρα να του στείλει φωτογραφία και να του τα χαλάσει όλα…
(συνεχίζεται)

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-09-2006