Οι πρόωρα χαμένοι Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλό μήνα σε όλες και σε όλους. Έχοντας στο νου μου, τoυς πεσόντες υπέρ πατρίδας ήρωες πιλότους μας κι όλους όσους έχασα νέους στη ζήση μου... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Γιατί στηθοκοπιόμαστε για τους χωματισμένους,
τους λατρεφτούς, που, πρόωρα, αφήσανε τη ζήση,
πριν, στην καρδιά τους, η ζεστή παλίροια αθυμήσει,
τους, σ' ύπνο δίχως νείρατα, μακάρια βυθισμένους;
Για δάφτους που μας άφησαν, προτού φροντίδες κι έγνοιες,
χλωμιάσουν τις μαγούλες τους, και τις ζαρωματιάσουν,
προτού θαμπά τα μάτια τους, γένουνε απ' τις στέγνιες
που πόνοι, πίκρες και μαλιές, μπόριαν να τους κεράσουν;
Πώς και, για πλήθιες χάρες τους, που γης ογρή πια τρώει,
σαν τριγυρίζουμε, θλιφτοί, σε ρούγες που βουλιάζουν,
χαλέβουμε σε αλλονών, θωριά, αγέρα, μπόι,
να βρούμε με το βλέμμα μας, σουσούμια που τους μοιάζουν;
Δε βλέπουμε μαλιά πυκνά, π' άλλοτες κατσαρώναν,
να 'χουν μουτέψει σε λισβές τρέσες που κουρσουμίζουν,
σκαλουνωτά, δε βλέπουμε, μαλιά που καμαρώναν,
με ζόρι, ν' αγγριφίσουνε δρόμο τους, να πασκίζουν;
Δεν αγρικάμε τις μιλιές, πόχουνε αποχάσει,
σίγουρους τόνους, καθαρούς, ένταση, χρώμα, χάρη,
δεν το θωρούμε φυλλουριές πως έχουν παρακμάσει,
κι ανθιά πως πέσαν, κι άφησαν, λιβρό κάθε κλωνάρι;
Δε βλέπουμ' αναρίματα χυτά σαν τις λαμπάδες,
να γέρνουν σαν απόκερα, σβηστά σε μανουάλια,
κορμοστασιές, δε βλέπουμε, π' ανάψανε σεβντάδες,
να φέρνουνε σε λούλουδα, τάγαρα σ' ανθογυάλια;'
Αν τούτα είν΄καλόδειχτα, τότες, γιατί θρηνούμε,
για δάφτους που απόσβησαν, σε άνθησης την ώρα,
γιατί στα φυλλοκάρδια μας, αβάσταχτα πονούμε,
για όσους σε μνήμα τρυγούν, φανής μας θύμιας δώρα;
Μην, τάχα, είν' που φέβγοντας, την ανετή εχάσαν,
τις διάξεις τους και τ' άθλα τους, να φέρουν σ' ένα τέρμα,
και τ' άφησαν ανέσωστα, καζάντια δεν σοδιάσαν,
πριν πάν' εκεί, π' ανατολή δεν έχει μήτε γέρμα;
Ή, μήπως, που δεν πρόκαναν, απόσπορους ν’ αφήσουν,
και με χαμό τους σβήστηκε κάποια παλιά σκλιτάδα,
ή κι αν αφήσαν, έχασαν για δάφτους να φροντίσουν,
τι άμελους τους άρπαξε, του χάροντα σπιλιάδα…
Ή, πάλι, που μας φαίνεται, αζυγανιά μεγάλη,
να ζουν κάποιοι ξυλόγεροι, και κάποιοι που θαρρούμε
πως σκάρτοι είν' κι απρόκοποι, και μαυρογής καρτάλι,
να χάφτει νιάτα λιμπιστά, χωρίς ν’ αγαναχτούμε;
Μην, τάχα, είν’ που σβήνοντας, μονάτους μας άφηκαν,
χωρίς αγάπη και χαρές, έρωτα, σιγουράδα,
δίχως τα συναλίκια μας, στιγμές μας που κλεφτήκαν,
απ' του χρόνου τ' απέριορου, την άκοφτη σβελτάδα;
Ή, μήπως που θανή τους, μας απόκοψε το τράτο,
να πούμε-τους απόλογα, να δώσουμε αρμήνειες,
σε περιστατωμούς πικρούς, κι απ' τη ψυχής το βάτο,
να βγάλουμε παράπονα, παραχωμένες γρίνιες;
Ή, πάλι, που αν έχουμε, πίστεψη σ'έναν πλάστη
μοιάζει-μας, πως το βλέμμα του απόστρεψε, αιφνίδια,
κι αντίς για έλεός του, πως έπεμψε το δυνάστη,
της ζήσης, που μας φίλεψε, ν' αρπάξει τα πλουμίδια;
Αλλοί, του θρήνου πρωταρχή, πρέπει να τη ζητάμε,
σ' αυτά, και στ'ότι πιο τρανή, για το εγώ μας χλεύη,
άλλη από το θάνατο, ποτές δεν ξαγρικάμε,
κι ας ξέρουμε αποξαρχής, πώς λάγνα μας κοχέβει…
Μονάτος, ο καθένας μας, θα πρέπει να τ' ανέβει,
τα πέντε τα πικρά σκαλιά, το άρνισμα, την τσίνα,
την τράμπα, τον καρδιοσωμό, κι αυτό που καρτερέβει,
πλατύσκαλο, το δέξιμο, που τάζει "μπρος, ξεκίνα"...
Μα σαν τα νιάτα κόβουνται, από χάρου δρεπάνι,
είν' τα σκαλιά ψηλότερα, κι ανεβασμό δεν έχουν,
σε κόρφιασμα πικρή ψυχή, σωστή ποτές δε φτάνει,
κι ας λέει πως αντέχει, τι, σφάχτες την κατατρέχουν... Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-02-2023 | |