Διψούσα, διψούσα

Δημιουργός: ΑΜΑΡΥΛΙΣ

Καλημέρα φίλοι μου, να είστε καλά, σας ευχαριστώ όλους.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ανέβηκα το ξερό μονοπάτι
έψαχνα δυο δροσοσταλίδες
πάνω στα σχοίνα.
Μακρύς ανηφορικός ο δρόμος,
διψούσα, διψούσα.
Ένας ήλιος ανελέητος
σκασμένο το χώμα, πληγές
χαρακιές, χαρακιές, σωρό,
γύρευα έναν ίσκιο
με τη ψυχή στο στόμα.

Γδάρθηκα στ` αγκάθια
ψάχνοντας ένα λουλούδι,
ένα, μόνο ένα.
Κι` είδα ψηλά το εκκλησάκι
του Αη Νικόλα,
έφτασα.
Ξεφτισμένα τα τοιχεία
ένα γκρίζο του θανάτου,
διψούσα, διψούσα.

Είπαν, φταίνε οι σκιές
που χάθηκε το λευκό του,
ούτε μια χούφτα νερό
στο περίβολο,
στο πεζουλάκι που κράταγε
λίγο θολό γαλάζιο.

Είχα πληγή στα στήθια
το αίμα της ψυχής μου καυτό,
σαν τον ξωμάχο μπήκα στη σκιά του.
Διψούσα, διψούσα,
η θάλασσα στ` αυτιά μου
αγριεμένη, φουρτούνα, θεριό
ποιος την θύμωσε τόσο πολύ.

Βρήκα τον ίσκιο που γύρεψα
μα, μπαλώματα οι εικόνες
πρόσωπα αγίων, δακρυσμένα θαρρώ
κι` η Παναγιά στα μαύρα.
Διψούσα, διψούσα.

Έψαξα ν` ανάψω ένα κερί
δυο σπίρτα
λίγο λάδι στο καντήλι.
Αλίμονο δεν πέρασε κανένας
χριστιανός από εδώ
ν` αφήσει δυο σπίρτα.
Δεν μπορώ θεέ μου
ούτε ένα κερί ν` ανάψω.

Ένα κερί ελπίδας,
ένα παράπονο ανέβηκε στα χείλη
ποτάμια τρέξαν τα δάκρυα μου
πότισαν το ξεραμένο μου πρόσωπο.
Φώναξα δυνατά.
Άνοιξε θεέ μου τους ουρανούς
δεν το νιώθεις, διψώ.
Μάνα και εγώ
δεν το βλέπεις το
μαύρο μου ρούχο.

13-2-2023
Αδαμοπούλου Γεωργία

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-02-2023