Μάρτης (πολέμαρχος) Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλή Σαρακοστή σε όλες και σε όλους. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Εσείς, βιγλάτορες, ψηλά που είστε στις γκαρντιόλες,
τειχιών που θωρακώνουνε, ρηγόσπιτο του χρόνου,
με ορντινιά του νοσφιστή, του μισερού βαρόνου,
ξυπνές απόψε να 'χετε, τες αίστησες σας όλες...
Αρμάτοι των περμαχιολιών, τζιρίτια και ξιφάρια
ακονισμένα να ‘χετε, και χάρμπες μες στον τόνο,
σφίξετε και στ’ αστήθια σας, περιφρονώντας πόνο,
κλιβάνια και λουρίκια σας, κι αδράξτε τα σκουτάρια…
Τι, σάλπιγγες βραχνές αχούν κατά τον απηλιώτη,
και παίρνει το ακρόνυχτο, λεβδό κουριόζο χρώμα,
ωσάν φωτιά αλαργινή, να σέρπεται στο χώμα,
χιμά, τουρμάρχη, το ορδί, πάν' στο γερο-καστριώτη…
Ο πρωτογιός της άνοιξης, καβάλα στο φαρί του,
τραβά για δω με όλους του, τους δρούγγους και τα βάντα,
και οι παντιέρες τους σειστή, περιγυριάς γιρλάντα,
σιάχνουν, και κάνουν φανερή, βουληση σθεναρή του…
Έρχεται, το εφήμερο θρονί ν' ανταπαιτήσει,
απ' τον κουτσό, του σκοτεινού του θέματος, τουρμάρχη,
η καταδίκη του ας είν', λίγον καιρό να άρχει,
γεντίκι που του έταξε ο χρόνος θα ζητήσει…
Και σείνει της κασίδας του την κρέστα τη λεφκάτη,
αριόζος στην καταρραχτή ομπρός, βυζαίνει ήλιο,
κι ανάμεσα στα σίγνα του, που στήνουν περιστύλιο,
κραυγές σηκώνει τ' ουρανού, για ξόρκισμα σακάτη…
Με χουγιαχτά τ', σμίγουν αχοί χυτοί από οργιάκια,
και τα φτεροκοπήματα χαβαρονιών που φέβγουν,
προς το βοριά, και λελεκιών, σε πύργους που προσφέβγουν,
και στα ταμπούρια, θροητό από τα μαρτινάκια…
Όπου πατεί το δίλογο φαρί του, η γης χλοῒζει,
και το καναργεμί ριγά, σιμά στ' άγριο τριφύλλι,
κι όπου δεν φτάνει η σκιά του, στο χώμα, ζουν οι θρύλοι
από ζαμπάκι λιόλουστο, οπού πορτοκαλίζει…
Τα μάγουλά του λάμπουνε, ωσάν πρώιμα ρόδα,
και στο φουσάτο τ', σαν μιλά, πέφτει μια γαληνάδα,
κι ως κραίνει στον αντίμαχο, του βγαίνει μια ζαβάδα,
αστραποπέλεκα ζητά, για τον γερο-βοϊβόδα…
Διανέβει, κρύο, τροχιστό, στραφταλιστό ξιφάρι,
που ντεμερτζής το χύτεψε, απ' το βοριά, τζιμάνι,
και πετραμήθρες, πάνω στο σπαθόχερο, χαρμάνι,
φύτεψε, απ' τα γκόλφια που βαστά πάγων τιμάρι.
Στραφτοκοπά κι η ντάργα του, η τεχνικά λειασμένη,
πόχει βηρύλλια κυκλωτά, σουγλεϊμαντά στη μέση,
κι ένα μαντί, απρόσεχτα, αφήνει για πεσκέσι,
σμαράγδινο, γης ν' ακουμπά, που ήταν δειλιασμένη.
Σε τέτοια, μπρος, αρματωσιά, σε πείσμα και σε τράτο,
πισωχωρεί ο στρέπελος, φέβγει μασκαρεμένος,
και σ' απονήστεια χρονική, περνά δυσκολεμένος,
μέχρι, της χειμωνιάς, ξανά, να συναχτεί φουσάτο...
Ως αλαργάρει πέφτουνε, οι ντρένιες οι παντιέρες,
κι υψώνονται γαλατιανές, στου κάστρου τα πυργάρια,
σε γρασιδότοπους, λογγιές, σε πλάγια, σε ζουνάρια,
στις ποταμιές, στις θάλασσες, στων ασμολόγων σέρες.
Οι ρογιαστοί πολεμιστές, τα όπλα παραδίνουν,
και γονατίζουνε μπροστά, σ’ αψό αλογατάρη,
που πήρε με το σφόρτσο του, το στέριο δυναμάρι,
καινούργιο όρκο αμόνουν και το παλιό τον λύνουν…
Ξύπνημα μπεγεντίζουνε, του κάστρου απ' το βύθο,
οπού πεσμένο ήτανε στης χειμωνιάς τη χούνη,
και ζέφκι στήνουν που η γης, γλύτωσε το ζηχούνι,
και βάζει μπρος να ξαναπεί, αρχαρικό της μύθο...
Κι ευτύς, βγαίνουν ντελάληδες στου κάστρου τα μπεντένια,
οι πίπουζες, που δόξα, κει, υμνούν του καστροπάρτη,
του πολεμάρχου της χρονιάς, τ' απόκοτου του Μάρτη,
ώσπου οι κούκοι ν’ ανθιστούν, Απρίλη στα ντερβένια... Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-02-2023 | |