Chat (μέρος 3ον και τελευταίο) Δημιουργός: αυγουστης, Αυγουστής Μαρούλης Είπα να μην περιμένετε μέχρι αύριο για το τέλος! Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info (...συνέχεια από το προηγούμενο)
«Πάλι χάθηκες! Μα τι συμβαίνει τέλος πάντων, μήπως βαρέθηκες την συνομιλία μας Στάθη;» του έγραψε εκνευρισμένη.
«Όχι μωρό μου, αλλά δεν θυμόμουν το e-mail κι έψαχνα να το βρω, το έχω σημειώσει σε ένα χαρτάκι που είναι στο συρτάρι μου. Μάλιστα ψάχνοντας βρήκα και μια φωτογραφία μου, θα την σκανάρω και θα σου την στείλω. Γράψε μου κι εσύ το δικό σου». Με το που τα έγραψε όλ’ αυτά, την ίδια στιγμή και το μετάνιωσε. Όχι μόνο εκείνη θα του στείλει την φωτογραφία, αλλά υποσχέθηκε ότι θα έστελνε κι αυτός τη δικιά του, μια που είχε πάνω στη βιβλιοθήκη κορνιζαρισμένη και την είχε βγάλει σ’ ένα τσιμπούσι με τους φίλους του πριν δέκα χρόνια, στην οποία φαινόταν πολύ ωραίος, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Κι όλες αυτές οι απότομες και σπασμωδικές του ενέργειες έγιναν γιατί εμφανίστηκε στο κάτω δεξί μέρος της οθόνης αυτό το αναθεματισμένο ανθρωπάκι. «Εσύ μας έλειπες τώρα! Ρε μπας κι είναι κανένας ιός του κομπιούτερ;» σκεφτόταν ο Στάθης πιο μπερδεμένος και ζαλισμένος από ποτέ άλλοτε!
«Ωραία, πες το μου επιτέλους, κοίτα θα διακόψουμε το chat για λίγο μέχρι να ανταλλάξουμε φωτογραφίες και σε δέκα λεπτά, το πολύ ένα τέταρτο επανερχόμαστε. Ο.Κ;»
«Ο.Κ» συμφώνησε ο Στάθης, περισσότερο από την ακατανίκητη επιθυμία να μείνει για λίγο μόνος, να τακτοποιήσει τις σκέψεις του, να ξελαμπικάρει απ’ αυτόν τον καταιγισμό αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων, να ηρεμήσει. Τι να ηρεμήσει δηλαδή που έπρεπε να στείλει τη φωτογραφία κι αυτό το διαολομηχάνημα το σκάνερ πάντα τον μπέρδευε! Ανταλλάξανε e-mail, στείλανε ο ένα στον άλλο αμέτρητα φιλάκια, όχι με λέξεις, αλλά με κάτι χαζές, χαμογελαστές φατσούλες που είχαν κατεβάσει-φυσικά απ’ το internet-και διακόψανε προσωρινά.
Όλως περιέργως ο Στάθης τα πήγε καλά με το σκάνερ κι έστειλε σχετικά γρήγορα τη φωτογραφία του στο e-mail της Βίκυς. Ξαναγέμισε το ποτήρι του με ουίσκυ και περίμενε, χαζεύοντας σαν χάνος με ορθάνοιχτο το στόμα, την οθόνη. Το είχε αυτό το κουσούρι-μεταξύ πολλών άλλων- από μικρός. Όταν έβλεπε ή περίμενε να δει κάτι ενδιαφέρον άνοιγε διάπλατα το στόμα κι έχασκε έτσι για ώρα. Οι συμμαθητές του τον κορόϊδευαν, άλλοι τον παρομοίαζαν με ιπποπόταμο, άλλοι με καρχαρία, ένας δε με φώκια! Του Στάθη του άρεσε ιδιαίτερα η παρομοίωση με φώκια, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που άρχιζε-όταν έκλεινε επιτέλους το στόμα-να κυνηγά τους συμμαθητές του κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι, μιμούμενος επακριβώς τα άναρθρα ουρλιαχτά του συμπαθούς ζώου. Τα σκέφτηκε αστραπιαία όλ’ αυτά και χαμογέλασε, όπως κάθε μεσήλικας που αναπολεί την αθώα παιδική του ηλικία, η οποία παρήλθε ανεπιστρεπτί!
Ξαφνικά κατέφτασε το e-mail με τη φωτογραφία της Βίκυς. Ήταν πολύ όμορφη, καλύτερη απ’ ότι τη φανταζόταν, σκέτη κούκλα!
«Παναγία μου ένας θεοκόματος!» αναφώνησε ο Στάθης, περισσότερο γρυλίζοντας παρά μιλώντας κάποια γνωστή ανθρώπινη γλώσσα. Κάτι όμως δεν του πήγαινε καλά σ’ όλη αυτή την ιστορία, μπορεί απ’ ότι έδειχνε στη φωτογραφία η Βίκυ να ήταν τέλεια, αισθανόταν όμως ένα κενό μέσα του, σαν κάποιο αόρατο χέρι να προσπαθεί να του πάρει το όνειρο και να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα, αντιστεκόταν όμως, δεν ήθελε να το χάσει έτσι εύκολα και γρήγορα. Προς το παρόν ξαναμπήκε στο chat, έχοντας αγωνία ως προς τη δική του φωτογραφία. Θα της άρεσε, ή θα τον “έφτυνε”, όπως τον είχαν “φτύσει” τόσες και τόσες γυναίκες που προσπάθησε να κατακτήσει στη ζωή του. Όχι πως δεν είχε κι επιτυχίες, α όλα κι όλα, το μέχρι τώρα ισοζύγιο μεταξύ “φτυσιμάτων” κι “επιτυχιών” ήταν μάλλον ισοσκελισμένο.
Η απάντηση της Βίκυς ήρθε γρηγορότερα απ’ ότι περίμενε. Η φωτογραφία του-αν είναι δυνατόν-της άρεσε πολύ!
«Θα έχει πρόβλημα όρασης!» σκεφτόταν ο Στάθης, όταν κατέφτασε η εξής ερώτηση εκ μέρους της:
«Θέλεις να συναντηθούμε;»
Αυτό μέχρι τώρα δεν το είχε σκεφτεί καθόλου! Ήταν έτοιμος, ή μάλλον ήθελε να τη συναντήσει;
«Πότε;»
«Τώρα αμέσως…»
Δεν μπορούσε να διαβάσει παρακάτω, γιατί ο συνηθισμένος και ανεπιθύμητος επισκέπτης του κατέφτασε δριμύτερος. Το ανθρωπάκι σουλατσάριζε πάνω-κάτω, πέρα-δώθε, κουνώντας τα χέρια, σαν κάτι να ήθελε να του πει. Εκείνο που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν πως αυτό το τοσοδούλικο ανθρωπάκι του έμοιαζε τρομερά. Φτυστό εκείνος ήταν δηλαδή, αφού φορούσε ακόμα και το ίδιο μπουφάν! Ξαφνικά το μικροσκοπικό ανθρωπάκι σταμάτησε στο κέντρο της οθόνης, τον κοίταξε στα μάτια αγριεμένο, σήκωσε τα δυο του χέρια και τον μούντζωσε! Ναι το άτιμο, τον μούντζωσε μια, δυο, τρεις φορές. Να, να, να!
Σαν υπνωτισμένος, έκλεισε το κομπιούτερ, σηκώθηκε, μάζεψε τα πράγματα του και έβαλε το μπουφάν του, μουρμουρίζοντας:
«Έχω αργήσει, θα με περιμένουν στο σπίτι».
Λίγο πριν σβήσει το φως, έριξε μια τελευταία ματιά στην απενεργοποιημένη, μαύρη οθόνη. Του φάνηκε ότι διέκρινε το ανθρωπάκι χαμογελαστό, να του κλείνει με νόημα το μάτι.
Αυγουστής Μαρούλης
Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-09-2006 | |