Λευκοπελαργοί (τουρκοπούλια)

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλημέρα σε όλες και σε όλους. Έφτασαν και στην κοιλάδα του Σπερχειού.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στα γλινοτόπια, στο Σπερχειό, οι καλαμουκανάδες,
απ’ τις σαβάνες έρχονται, η μέρα σα θεριέψει,
κι έχουν τα θάρρη πως φωλιές, πού ’χανε μαστορέψει
τους καρτεράνε σόλιδες, ψηλά στις καμινάδες.

Μα σαν τις βρούνε ρημαδιό, απ’ τους κακοβοριάδες,
στους στύλους της ηλεχτρικής, ανάγκη να προστρέξει
η ξυνωρίδα η παλιά, γενιές που ‘χει αναθρέψει.
για ν’ αναστήσει άλλη μια, αν της δοθούν λιακάδες.

Εκεί, κατά το σούρουπο, θε‘ να τους δεις να σκίζουν
τον ουρανό, σαν ψαλιδιές, σε πορφυρό μετάξι.
Της μέρας το απόκλωσμα, με βια, θα τους αρπάξει
απ’ τα βαρκούσια, ολημερίς, π’ αργοτριγυρίζουν.

Μαζί με τ' αποφώλια τους, γέρους γονείς φροντίζουν,
η σπλαχνική η φύση τους, όπως τους έχει τάξει.
Εντός τους, κάποιο σειρικό, έχει κατασταλάξει,
και στις φωλιές, στο λούφαγμα, τις μύτες κροταλίζουν.

Του Μουχαμέτη οι πιστοί, βαρώντας τουμπελέκια
τους πελαργούς προβόδιζαν, με στιχερά ουσούλια,
κι όταν μισέβαν, στο νοτιά, αργέβαν στα μαξούλια…
Κατά τη Μέκκα, πίστεβαν, πως πάνε τα ντερέκια…

Στα μάβρα χρόνια του ζυγού, τα δόλια τα λελέκια,
οι χριστιανοί τα λέγανε, με άχτι, τουρκοπούλια.
Σαν, με ρεβόλτο, βλέψανε, λέφτεροι πια την Πούλια,
απάνω τους σηκώσανε, θανατερά ντουφέκια.

Ν’ αφανιστούνε κόντεψαν, απ’ την παλιάν Ελλάδα,
και κάποιοι, πως τους χάλασαν, για πάντα, παιανίζαν...
Τι, ήταν το συνήθειο τους, και δεν εδιγνωμίζαν,
ψηλά να χτίζουν τις φωλιές, σε Τούρκων καμινάδα.

Ή σε πλατάνια, που ‘δανε, χαμούς κλεφτών αράδα,
και κόνιαρους και τσέτηδες, μεϊντάνια που βρωμίζαν...
Των άμοιρων γκιαούρηδων, τα σπίτια δεν τ’ αγγίζαν,
τ’ ήταν τοπούζια και μουχρά, από σκλαβιάς σκιανάδα…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-03-2023