Αμμόχωστος Δημιουργός: ΑΝΤΗΣ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info
Το τρκυμισμένο πέλαγος στην άγρια μοναξιά
Στο βάθος τα βουνά που έπαιρναν χρώμα
Τα τελευταία φώτα στις αυλές των σπιτιών,
Ήταν μια πολιτεία παλιά και μύριζε γιασεμί
Κι εγώ προχωρούσα και δεν προχωρούσα
Μ'ένα βαρύ ρυθμό κι αργό κοίταζα και δεν κοιτούσα
Τα φαντάσματα που γέμιζαν τα μπαλκόνια
Που ανέμιζαν τα χέρια και χειροκροτούσαν
Που έστελναν φιλιά κι ήταν όλα ντυμένα στα μαύρα.
Κι έβλεπα ανάμεσα τους το φώς ν'ανηφορίζει
Ήρθε ο καιρός που το σπαράξαν τα σκυλιά
Τώρα βγήκε από το χαροπάλεμα τρεμουλιασμένο
Και τράβηξε για το χιόνι του παγωμένου ήλιου
Τώρα πια ακούμπησα το βλέμα μου γριγύρω
Και πήρα μια κατεύθυνση μια ανεξιλέωτη πορεία
Κι η καρδιά μου ξεκίνησε με την ανεπανόρθωτη προσδοκία
Χωρίς να ξέφει πως δεν υπάρχει δρόμος στον δρόμο,
Όμως το στόμα μου στεκόταν ακόμα διψασμένο
Πάνω από κόκκινα νερά που έμοιζαν κοιμισμένα.
Τότες άκουσα φωνές μαζεύονταν πολλοί
Μερμήγκια,σκουλήκια,σαύρες,φίδια
Και με χτυπούσαν με μανία μα δεν με πλήγωναν
Κοίταζα το σώμα μου κι ημουν ακέραιος
Με όνειρα με ελπίδες με αγάπη
Με σύνθεση και υπόβαθρο και με φτερά
Που πάω;
Μα άξαφνα ο κόσμος ξαναγινόταν
Όπως ήταν κάποτε,δικός μας
Με τον καιρό του,με το χώμα του και τ'αρώματα του
Με τη χαρά τα τραγούδια και τα σφυρίγματά της.
Πήρε η μνήμη να γυρίζει στις παλιές πλαγιές της
Κι είδα τον Τάσο,τον Μιχάλη,τον Ευαγόρα,τον Πετρή
Δεν στοιχείωσε το σπίτι μου δεν στοίχειωσε η γειτονιά μου
Και οι άλλοι;
Τους είδαν λέει να οδοιπορούν σκυφτοί σαν μυρμήγκια
Ο ένας πίσω από τον άλλο σαν μυρμήγκια
Σαν κάτι κάμπιες περίεργες που έφευγαν
Έφευγαν αμετάκλητα…
Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-03-2023 | |