ποιητές σε ήχο ελάσσονα Δημιουργός: justawoman, Στέλλα Γεωργιάδου άρωμα φθινοπώρου, αίματος οσμή Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Έκλεισες τις κουρτίνες...
Ναι, ο ήλιος είναι διαβρωτικός. Δεν της χαρίζεται της λύπης, την ξεθωριάζει.
Κι εσύ, την έχεις τόσο ανάγκη. Μητέρα, αδερφή, αγαπημένη. Όλες μαζί... Θλίψη.
Σ’ έχει μαγέψει. Πάνε χρόνια που τη συνάντησες, μα ο έρωτάς σου γι’ αυτήν πάντα άσβεστος. Την τρέφεις με το αίμα σου -κάθε μέρα- να μείνει αγέραστη όμορφη και ποθητή.
Να μη σ’ εγκαταλείψει ποτέ.
Βασίλισσά σου εκείνη κι εσύ… άλλοτε εραστής άλλοτε ιππότης κι άλλοτε δούλος.
Και όταν στερεύεις δακρύων και πόνου, μηχανεύεσαι έρωτες, όχι για να ξεφύγεις. Όχι.
Θυσία τους προσφέρεις στην αγαπημένη σου, με τη δική της συγκατάθεση.
Έτσι άρχισε η σχέση μας, η έριδα μας.
Κι εγώ απ’ της λύπης το βασίλειο προέρχομαι -γνώριμα τα εδάφη- μα οι επιφάνειές μου ήταν πάντα ανεξάρτητες αι οι αντοχές μου αυτοτροφοδοτούμενες. Μπαινόβγαινα στη χώρα της με κάρτα ελευθέρας. Ποτέ μόνιμος κάτοικος, γυρολόγο πνεύμα.
Φύση μελαγχολική, θέσει ανατρεπτική, στα μπάρκα μου κουμάντο μόνη, στα ρίσκα άπλωνα πανί μια στις μπουνάτσες και μια στις τρικυμίες.
Αρρωστημένο κι αυτό δε λέω, μια ζωή καταπάνω στον άνεμο, να με μαζεύουν από κάθε ναυάγια πορεία, να πληθαίνω τα εμπόδια και σε κάθε στροφή να μ’ εκπλήσσει η ζωή, σαν νεογέννητο.
Εκεί λοιπόν στα προεόρτια των θερινών μου προσπελάσεων συναντήθηκα μαζί σου.
Ανακάλυψα τα λόγια σου, λιγοστά διαμάντια που έλαμπαν, σφηνωμένα ανάμεσα σε σωρείες αδιάφορων συζητήσεων, κυνικών διαπιστώσεων κι αναίτιων συγκρούσεων.
Τα περισυνέλεξα θριαμβευτικά στο θησαυροφυλάκιο των αναμνήσεών μου και ούτε λόγος για παραπέρα. Κανείς όμως δε γνωρίζει τις βουλές των θεών. Η τύχη είχε άλλα σχέδια.
Έτσι, παραμονές των πελαγίσιων μου διαδρομών άφησα κάποιους στεναγμούς, σε χάρτινο καράβι, μήνυμα σε θάλασσα εν αιθρία, προς κάποια αλλοτινή αιτία θλίψης, σε κάποια διφορούμενη ασυνέπεια. Πως βρέθηκε στο δρόμο σου εκείνη η αυταπάτη;
Σου τράβηξε την προσοχή το αδιόρατο της προσμονής ή το τελεσίδικο της άτακτης φυγής μου;
Ποιος ξέρει, ποτέ δε θα το μάθω.
Με πλησίασες παράφορα
Μ’ έναν Λόγο που έκανε τις σιωπές να τραγουδούν, τις επιθυμίες μου να εξεγείρονται και τη λογική μου να παραφρονεί… έτοιμη για το ψυχιατρείο.
Τα βραχώδη όρη της ψυχής μου στην αρχή έδειχναν αντοχή (έτσι νόμιζα τουλάχιστον), μα οι αισθήσεις αναμόχλευαν υπόγεια ρεύματα, το μάγμα συσσωρεύτηκε και στους πρώτους κραδασμούς, άρχισε να ξεχύνεται απ’ τις ρωγμές των προφυλάξεων.
Όχι εκρηκτικά, αργά – αργά από ύπουλα μονοπάτια.
Εδέησε φθινόπωρο
Όλη του θέρους η αναμονή και οι ελάχιστες εκτονώσεις είχαν φορέσει τα καλά τους.
Ο ήλιος μου ήταν πιο λαμπρός σ’ εκείνα τ’ απομεσήμερα των ονειροπολήσεων, ο ύπνος λίγος κι ελαφρύς, χαρούμενα ανήσυχος.
Κι εσύ παρών… καθοδηγούσες τα άλγη των ελπίδων μου.
Με το άρμα της ποίησης ξεχύθηκες στις στέπες της αφρούρητης πλέον επικράτειας των αισθημάτων. Κι εγώ, ανέμελη καμάρωνα τους θριαμβικούς σου κύκλους. Κάθε που άγγιζες την αύρα μου έκλεβες λέξεις κι οξυγόνο, την άμαξα σου γέμιζες στολίδια. Ώσπου... δεν έμεινε τίποτε.
Γυμνώθηκα από λέξεις, από αναπνοές από περίσσεια. Κατανάλωσα και την τελευταία μου ρανίδα έλλογης κι άλογης σκέψης για να ποτίσω τη δίψα της επιθυμίας σου. Κι άφησα τις αισθήσεις μου γυμνές, χωρίς αιδώ, δίχως όρια.
Έρμαιο μιας παράξενης σαγήνης.
Κάποιες αντανακλαστικές δειλίες είχανε απομείνει -δεν αντιλέγω-, μα κι αυτές παραζαλισμένες αντιδρούσαν αλλοπρόσαλλα, άκαιρα. Πείσματα και δισταγμοί υποχείρια ανασφαλούς ταυτότητας, τραγουδούσαν το κύκνειο άσμα τους, πριν την άνευ όρων κι ωρών παράδοση.
Ο έρωτας μου, τυφλός άρχοντας, έτοιμος να τελέσει το μυστήριο της ένωσης.
Πόσο γελάστηκαν οι πλάνες μου!
Με ερήμωσες σε δυο γραμμές
Ούτε λεπτό χρειάστηκε για όσα είχες ήδη αποφασίσει.
Στο όνομα μιας ανέλπιδης λύτρωσης, επέστρεψες πίσω σ’ εκείνη, τη βαθιά, την αιώνια αγαπημένη.
Την ανίκητη βασίλισσά σου. Αυτό ποθούσες!
Σύρθηκες βιαστικά στην απομάκρυνση κι άρχισες να κόβεις τα νήματα, μεθοδικά και με ακρίβεια.
Είπες τον τελευταίο σου λόγο και χάθηκες. Δεν έμεινε ούτε ίσκιος πίσω σου.
Μονάχα λαβωμένες λέξεις κι αισθήματα, θυσία στην αρένα του φθινοπώρου, που μάτωνε, μα όπως φαίνεται μόνο από δικό μου αίμα. Τα τείχη σου υψώθηκαν ακαριαία, κάθετα, από αστραφτερό ατσάλι ανακλαστήρες των τελευταίων ασπασμών μου.
Έτσι κι αλλιώς κλάμα να κηδέψω τις λέξεις μου δεν είχε μείνει. Τις σκέπασα προσεκτικά με τα κιτρινισμένα φύλλα της απώλειας, πήρα και τα ημερολόγια των σφαλμάτων και με βήμα βαρύ εγκατέλειψα τη γειτονιά των ονείρων.
Πίσω κι εγώ στη χώρα σου, μα σ’ άλλη πόλη.
Το μικρό δράμα φθινοπώρου τελείωσε.
Η αυλαία της απόστασης έπεσε με πάταγο.
Η παράσταση θαυμάσια μα η αίθουσα άδεια.
Μα ναι, κάτι βλέπω εκεί στο βάθος.
Πλησιάστε σκηνοθέτα μου, χαιρετίστε το κοινό μας.
Πώς, δε βλέπετε ψυχή;
Μα καλά βρε μαέστρο της πλάνης, έτσι φαίνονται οι ψυχές, με τα μάτια;
Ορίστε, φορέστε τις διόπτρες συναισθήματος, καθ’ ύλην αρμόδιες για προβλήματα εσωτερικής οράσεως.
Υποκλιθείτε θεατές!
Το κοινό μας, επί σκηνής απόψε.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-09-2006 | |