Γεμόφεγγο τ' αραπόσταρου Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλημέρα σε όλες και σε όλους. Πανσέληνος του καλαμποκιού σήμερα... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ογρός μαΐστρος,
φυσά μες στα μαλλιά μου,
σαν τες κοχέβω,
στ'αζάτου το ταμπάνι,
δυο ρόκες διακονιάρα,
κρεμάμενες και ξέριες...
Ως πόσα χρόνια,
να είν' εκεί, αλήθεια;
Και ποιό το χέρι,
που έχει-τες αφήσει,
παλαιϊνό πεσκέσι,
στης σόδεψης γοργόνια;
Κανείς δεν ξέρει…
Μα, χρυσοκόκκινά τους,
θαμπά πια γίναν,
σπυριά από το χρόνο,
και μήτε οι βερβέρες
βιαστές, δεν τες προσέχουν...
Τι, ξέρια φύλλα,
και φτερωτών παρτέντζα,
τους λένε, ντρίτα,
πως πρέπει ν' αναγκάσουν,
με στίβασμα της φάκνας,
στη σκέπαση της κούλας...
Μα, στα κηπάρια,
μηδέ δαφκιά, θα έβρουν,
μηδέ σαθούρια,
νταρί ή και μισίρι,
με λιγοστά φιρίκια,
καρύδια, θα πορέψουν...
Ο τόπος άδειος,
οι άνθρωποι χαμένοι…
Δεν είναι χέρι,
ν' αφήσει δυο ρετσέλια
στα πάτερα, σαν ξόρκι,
για κάηδες, γελούδες...
Δυο ρόκες μόνο...
Μα δάφτες πώς να φτάσουν
να την ξορκίσουν,
καταποντής τη λύσσα,
που σκάρωσε το φόντο,
λιμνόβαλτος να μοιάζει;...
Νυχιάς με ζώνει,
και ρίγος με περνάει
σαν, κει, μπροστά μου
η φέξη του Σταβρίτη,
ξανθή αντιλαρίζει,
σ' απλάδες ποντισμένες...
Τι, κι αν φοράει,
μιας γέμωσης, τα ξόμπλια,
στη θράψη φέγγει...
Κι η παντοχή κιοτέβει,
ως τα λαχίδια στέκουν,
θαμμένα μες στη λάσπη…
Κι οι που της δώσαν,
παράνομα που έχει,
δεν το προσμέναν,
πως κάποτες θα φτάσει,
μια ώρα ξορκισμένη
που σίταρος θα λείψει...
Κουνώ την κούκα,
με πίκρα, κι αγκαλιάζω,
εκειές τις ρόκες,
που γέμωση φωτίζει΄,
με θώρι χαηλωμένο,
με την καρδια μου άδεια…
Και ξέριο μ' στόμα,
σαν κάνω να δροσίσω,
σ’ αβλής τη βρύση,
χαράζει μολεμένη,
σ' αρίζικο φεγγάρι
και λούμα με φιλέβει...
Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-09-2023 | |