Maris Δημιουργός: kostas maris, Κώστας Μιχαήλ Μαρής (Kosmima) Γιώργης Μαρής ή Παπάς: Ο άνθρωπος που έσωσε κόσμο από το απόσπασμα Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info MARIS (Τετάρτη 1 Μαΐου 2024)
Γεννήματα και θρέμματα, παιδιά απ’ τον μ-Ψηλορείτη,
‘βαψαν το χώμα μ’ αίματα, ν’ ανθίσει η λευτεριά,
σαν τα θεριά πολέμησαν, τιμήσανε την γ-Κρήτη,
απ’ τα Λιβάδια ερχόμενοι, μ’ ονόματα βαριά …
Παιδία, καμάρια του ορεινού Μυλοποτάμου, εκείνα,
απ’ των Μαρήδων την ν-τρανή κι ανόθευτη μαγιά,
σαν ν-τα λουλούδια ανθίσανε, πάνω σε κάθε μνήμα
και στο ηρώο του χωριού, μ’ αθάνατη μπογιά …
Του Αναστάση, ο Μαρής ο Νίκος, το φυτίλι
η-του πολέμου ε-καίντησε, λαμπάδιασε η πλαγιά,
με το Μιχάλη το’ Μαρή, έπεσαν, του Βασίλη,
στον μ-Πρώτο τον μ-Παγκόσμιο, ο-για τη λευτεριά …
Του Κωνσταντίνου, ο Μαρής Γιωργάκης, φλόγα δρέπει,
στη μάχη, έριξε γ-κι αυτός, τση Κρήτης, σαϊτιά,
και ο Μιχάλης ο Μαρής, του Ιωάννη, πέφτει
στου Ελληνοϊταλικού πολέμου τη φωτιά …
Του Βασιλείου ο Μαρής, ο Σήφης, γροίκα θεέ μου
κι ο Ιωάννης ο Μαρής του Γιώργη, με καρδιά,
στο μετερίζι του καημού κι εμφύλιου πολέμου,
αφήνουν σώμα και ψυχή, τση Κρήτης τα παιδιά …
Πέντε Μαρτίου εκτέλεση, η-του σαράντα τρία,
δέχτηκε ο Θοδωρής Μαρής, από το Σωκαρά,
στην γ-κατοχή, απ’ τ’ άγρια γερμανικά θηρία,
που ‘κλεψε μ-πλήρη ελαστικά, εκείνη ν-τη φορά …
Τέσσερεις Ιουλίου, ξανά σαράντα τρία, ο κλήρος,
του Άντερς Λάσσεν ο οδηγός, σε σαμποτάζ περνά,
από το Φουρνοφάραγγο, ήτο ο Μαρής ο Μύρος,
στο στρατηγείο του Καστελιού, αντίσταση αρχινά …
Εις τ’ Αστυράκου τη γωνιά, κάτω απ’ τον μ-Ψηλορείτη,
απ’ τα Λιβάδια, ο Μαρής ο Δράκος, χτίζει εκεί-ά
το καταφύγιο πατριωτών κι Άγγλων συμμάχων σπίτι,
κόντρα στ’ ασκέρια Γερμανών, σ’ οχτρών την ν-τουφεκιά …
Ο Κωσταράς, Κώστας Μαρής, είχε θεριά μερέψει,
φόβο και τρόμο αληθινό έφερνε στην Τουρκιά,
στην γ-Κρητική επανάσταση, το ενενήντα έξι,
κι ο Γιώργαρης, Γιώργης Μαρής, που ‘σαν ομάδι εκεί-ά …
Κι άλλος αργότερα Μαρής, ναι ! τον γ-Κατσιά το’ Γιάννη,
ηρωικά πολέμησε στση Κύπρου τα βουνά
κι α-ζωντανός εγιάγυρε, σαν ν-Τουρκοφάγος φτάνει,
λίγος καιρός πάει, που ‘φυγε, κιανείς δεν ν-τον γ-ξεχνά …
Αξίζει να σημειωθεί, γι’ αυτούς που ‘παν «αέρα»,
τση πέμπτης μεραρχίας παιδιά, μ’ ασίγαστη λαλιά,
κόντρα στη λύσσα των στρατών, αυτών του «Πριμαβέρα»,
ηρωικά μαχόμενοι, ο-για τη λευτεριά …
Οκτώβρης είκοσι οχτώ, στην πέμπτη μεραρχία,
επιστρατεύεται ο Μαρής ο Γιώργης του Παπά,
του Κομματάρχη Γιάννη ο γιος, για την ελευθερία,
στης Αλβανίας τα βουνά, το’ θάνατο σκορπά …
Πολλά γραμματιζούμενος, ήτο μ’ ατόφια γνώση,
εις τα Λιβάδια, το ‘έντεκα και στα Μαρινιανά
γεννήθηκε, απ’ τ’ απόσπασμα είχε μ-πολλούς γλυτώσει
και στ’ όνομα ν-του πίνανε νερό, τρόπον τινά …
Παγκρήτια συγκίνηση στις δέκα του Σεπτέμβρη,
τ’ ογδόντα που κηδεύτηκε, προκάλεσε βαθιά,
σκιας δυο χιλιάδες οι ψυχές, σαν στρατευμένο ασκέρι,
που τον αποχαιρέτησαν με δάκρυα στη ματιά …
Άλλος ‘πό ‘κείνους έλαχε μαζί ν-του κι επολέμα’,
ρεμέδιο είχε γ-κάμει αλλού, αντρίκεια και λαϊκά,
ο κόσμος τον ε-θαύμαζε, γιατί αιχμηρή είχε μ-πένα,
σαράντα χρόνια γραμματεύς, εις τα κοινοτικά …
Πολέμησε στου Λατζιμά, αντιστάθηκε στ’ ασκέρια,
γιατί στα στήθια λιονταριού, είχε θεριού καρδιά,
υπέρ πατρίδος και τιμής, με τ’ άρματα στα χέρια
και για το νάμι του χωριού, απ’ την άλλη, τα χαρθιά …
Τσ’ οχτώ Σεπτέμβρη απέθανε γιατί είχε-ν ασθενήσει,
από αρρώστια ανίατη, Ιούλη ίδια χρονιά,
δεν γ-καταδέχτη’ ο χάροντας να τον ν-ταλαιπωρήσει,
γιατί προσφέρει είχε μ-πολλά, στον μ-πάνω η-τον ντουνιά …
Πρόσφερε πέρα απ’ τα κοινά, ακλόνητα θεμέλια
έχτισε με τη Βαγγελιώ τη Βάμβουκα στωικά,
σπέρνοντας πέντε σερνικά, δυο θηλυκά κοπέλια,
όνομα αφήνοντας βαρύ, το’ θάνατο νικά.
*** Στίχοι : Κώστας Μιχαήλ Μαρής / “k©sm!m@” ***
Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-05-2024 | |