Αέναη γέννα

Δημιουργός: outis

Παλαιοτερο, 16-09-2014

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ι

Όπως το ύστερο έπεφτε πλάι μου
ο κόσμος τρεμάμενος στα πόδια μου στέκονταν
στους εκατό μαστούς σου η ζωή

Το χέρι σου έδειχνε κι ακολουθούσα
γιος σου μαζί κι εραστής, στο χώμα μεγάλωνα
Έψαχνα · την πηγή που γλυκαίνει το σκορπιό
τον αέρα που ξυπνά την ακρίδα

Στην άμμο άσπριζαν σκελετοί


ΙΙ

Στο δρόμο μου κάποτε βρέθηκαν η απελεύθερη κι ο φρυκτωρός
Για μνήμη ουλές κι ένα αγέρωχο τσαπί στον ώμο —όπλο— αυτή
σβησμένη στο χέρι δάδα αυτός, ένα πουγκί ίσκα στην καρδιά
και τσακμακόπετρες στα μάτια

Στη χώρα των βουνών και των σπηλαίων χρόνους εφτά γύριζα


ΙΙΙ

Εκεί αντάμωσα τη λύπη
στου σταλακτίτη το πράσινο δάκρυ
και στα διωγμένα παιδιά της νυχτερίδας

και στο κορίτσι που περίμενε τ' αγέρι να γυρίσει
κι είχε το νυφικό κρεβάτι της στρωμένο.

Σκοτεινή η όψη σου μέσα μου


ΙV

Γυναίκες που κουβάλαγαν στους ώμους κοφίνια πέτρες
πρόσωπα γκρι, γυάλινα μάτια
γέλιο δεν είχαν, μωρά εκεί δεν κλαίγανε
μόνο αλυχτούσαν λύκοι

Στην ανάγκη μου πατούσαν
γυναίκες που ζητιάνευαν στολίδια
Τόση η ανάγκη. Χτίζαν παλάτια
να σπιτώσουν τη στεναχώρια τ' ουρανού

η μια της άλλης μετρώντας
τις χάντρες του φθόνου
λίχνιζαν ασήμια στ' αλώνια
κυνήγαγαν χρυσοφόρες χίμαιρες

Τόση η ανάγκη


V

Στρατιώτες με κράνη κορινθιακά
ήταν οι μόνοι που βγήκαν ζωντανοί
απ' την υπόγεια ταραχή των ανεμόμυλων.
Κι ήταν ο δρόμος θάλασσα.

Με πλήρωμα δυο σάπια χέρια
μ' ένα τυφλό τραύμα στην καρδιά,
μ' ένα φλόκο λευκό να φουσκώνει
κάτω απ' τ' άστρα ενός ξένου ουρανού

λάθος οι χάρτες, κομπάσο σπασμένο,
πελαγωμένες οι ελπίδες μου

Η ξέρα μεσοπέλαγα. Σ' αυτόν τον τόπο, μακριά σου, ανέπνεα


VI

Στις απαρχές των αισθημάτων ξανά
των οστράκων τα συσσώματα
Σκίνοι και βελανιδιές, κι η γη
λιθάρια και χωράφια

Γυρνώντας τη νύχτα απ' τα ξωκλήσια
άναβαν οι ξωμάχοι χαμόγελα να βλέπουν
του δρόμου μπροστά τους κύκλους

Του αύριο το καλντερίμι


VII

Στα σπλάχνα μου ο ήλιος τραντάχτηκε

Όπως το ύστερο έπεφτε πλάι μου
Γεννιόμουν

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-06-2024