Το πέρασμα

Δημιουργός: bobazax, Αλκίνοος Αναστασιάδης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

1





Στο ομιχλώδες τοπίο του ήρεμου ποταμού που κυλούσε νωχελικά ψάχνοντας διέξοδο στο νότο, η βάρκα του γέρο βαρκάρη μετέφερε ανθρώπους από το ένα πορθμείο στο άλλο της άλλης πλευράς. Ένας νέος με δισάκι στον ώμο και φτωχική ενδυμασία πλησίασε το πορθμείο και απευθυνόμενος στο βαρκάρη ρώτησε:
“Μπορείς να με περάσεις απέναντι; Δεν έχω χρήματα να σε πληρώσω επειδή είμαι φτωχός υπόσχομαι όμως να παραμείνω στη δούλεψή σου για να εξοφλήσω το χρέος μου.”
“Δεν εκτελώ θελήματα, πληρώνομαι γι αυτή την εργασία, μεταφέρω στην άλλη πλευρά επιβάτες και αυτούς που δεν έχουν άλλη επιλογή”, απάντησε ο βαρκάρης.
Συνέχισε την πορεία του στην αντίπερα όχθη αγνοώντας τον πεισματάρη νεαρό και ακολούθησε το σταθερό του προορισμό.
“Τίποτα δε μένει ίδιο, όλα αλλάζουν, τίποτα δε χάνεται, όλα επιστρέφουν”, φώναξε προς την πλευρά του νέου ο βαρκάρης όταν έφτασε καταμεσής του ήρεμου ποταμού.
Ακούγοντας την άρνηση και τα σχεδόν ακατανόητα λόγια του σοφού βαρκάρη ο νέος απελπίστηκε και έκλαψε κάτω από κείνη την κλαίουσα ιτιά με το παράξενο σχήμα και νιώθοντας μια ακατανόητη ανησυχία αποκοιμήθηκε παρά την πείνα του βλέποντας όνειρα μελλούμενα εφιαλτικά. Οι σύντομες πάροδοι του χρόνου θεωρούνται μια σταθερή παλίρροια ζωής σκεφτόταν, το ποτάμι δεν περικόπτει την ανάπτυξή του από τα νερά που το γιγαντώνουν, τα κύματα είναι μέρος ενός αιώνιου παιχνιδιού όπου παίζουν άγνωστοι μεταξύ τους.
Η Σελήνη πηγαίνει στο δρόμο για τη δύση αποκομμένη από το μεγάλο της έρωτα τη νύχτα, αφού το φως της Ηούς ενθαρρύνει των ανθρώπων τα συναισθήματα.
Ο πατέρας Ήλιος, η κόρη του Γη και η εγγονή του Σελήνη με σταθερότητα ταξιδεύουν στην αέναη διαδρομή τους παρασέρνοντας κι εμάς τους ανθρώπους στη δύνη τους.
Η βάρκα ακολουθώντας τη σταθερή της πορεία επέστρεψε αργότερα από την αντίπερα όχθη:
“Τι θέλεις πάλι τι ζητάς, τι περιμένεις από ένα γέρο βαρκάρη σαν εμένα;” είπε ο γέρος βλέποντας το νεαρό να τον κοιτάει με ικετευτικό και επίμονο βλέμμα.
“Απέναντι επιθυμώ να πάω, εκεί μου είπαν πως θα βρω τον εαυτό μου” απάντησε ο νέος.
“Αφού ψάχνεις κάτι να βρεις, σημαίνει πως κάτι υπάρχει να βρεις, μαζί και τον εαυτό σου, αλλά
ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχουν στόχοι ούτε υποχρεώσεις, υπάρχει μόνο το παρόν, ότι συνέβη στο παρελθόν παρήλθε, το αύριο δεν το γνωρίζει κανείς, ζήσε το τώρα, όπως ο ποταμός.Τίποτα δεν πάει χαμένο, ακόμη κι αυτή η πέτρα κάποτε θα γίνει σκόνη, θα γίνει φυτό, θα γίνει κάποιο ον, όμως θέλει το δικό του χρόνο, όχι τον ασήμαντο ανθρώπινο χρόνο, κάθε δημιούργημα κινείται με δική του ταχύτητα στο διάνυσμα του χρόνου. Εσύ δεν είσαι πέτρα, ο δικός σου χρόνος τελειώνει, ζήσε τις λίγες στιγμές που σου απομένουν, μη περνάς απέναντι, ο ποταμός είναι η ζωή, μείνε μαζί μου, ζήσε στην ενδιάμεση κατάσταση, στα περιθώρια της μετάβασης”.
Ο βαρκάρης σταμάτησε να μιλά κι ο νέος ικανοποιημένος τον ακολούθησε σιωπηλά. Τα ήρεμα νερά του ποταμού έλαμπαν από τις αντανακλάσεις των δέντρων, σηκώθηκε άνοιξε διάπλατα τα χέρια του και φώναξε:
“Είμαι πέτρα κι εγώ, θέλω το χρόνο μου, δε θα τον σπαταλήσω σε ατέρμονες κινήσεις, ακολουθώ τη ροή του ποταμού, τη ροή του δικού μου χρόνου, δεν περνώ απέναντι με το βαρκάρη γιατί βαρκάρης είμαι ΕΓΩ”.
Ο ποταμός στην αρχή ήταν ένα μικρό ρυάκι, αργότερα έγινε μικρός ποταμός, σαν καρδιακός παλμός νεογέννητου που γεννιέται και μεγαλώνει, ρίχνοντας μέσα του διαρκώς χειμάρρους και παραποτάμους, γιγαντώνει στη μακριά του διαδρομή και πάντα καταλήγει στον τελικό προορισμό, τη μεγάλη μητέρα, τη θάλασσα.
Μέσα σε μια έρημη σιωπή όπως ο δρόμος πριν από το έγκλημα, ο ποταμός συμπεριφέρεται σαν
2
τους ανθρώπους, συνήθως ακολουθεί τη δική του κοίτη και άλλοτε ξεφεύγει πηγαίνει σε άλλη ακολουθώντας εντολές ανακαίνισης. Τη μεγαλύτερη διάρκεια της μακραίωνης ζωής τους τα ποτάμια κυλούν ήρεμα στην κοίτη τους ακολουθώντας τη αρχέγονη διαδρομή του προς τον τελικό προορισμό τους τη θάλασσα, κάτι ανάλογο με των ανθρώπων τον τελικό προορισμό που είναι ο Κάτω Κόσμος. Ο νέος κατέρχεται στα νερά του ήρεμου ποταμού, η βάρκα του κυλά σιωπηλή επικρατεί παγερή σιωπή, νεκρώσιμα κύμβαλα στο βάθος ηχούν, παράξενη ησυχία επικρατεί στην αλλόκοτη διαδρομή χωρίς κουπί. Ο Ήλιος ανατέλλει με το άρμα του κι η σκιερή φύση ομορφαίνει γίνεται χρυσαφί, βιάζεται κι αυτή η μέρα που τόσο γρήγορα τελειώνει δίνοντας τη θέση της στην κρύα Σελήνη που ρίχνει το αμυδρό της φως στα νερά του ποταμού που λάμπει και καθρεφτίζει στην επιφάνειά του. H αφελής χαριτωμένη λαμπερή φιγούρα ξεφτισμένου ασημιού, είναι η αντανάκλαση που λάμπει, το άλλο της πρόσωπο το σκοτεινό που καλά κρατεί κρυμμένο από τη μήνη του ήλιου στην αιώνια περιστροφή. Το ασημένιο φως φωτίζει αμυδρά το τοπίο και διώχνει την πνιγηρή ομίχλη που τυλίγει κάμπους και ποταμούς χωρίς ν' απομακρύνεται.
Το μετείκασμα της ψυχής, που δεν αποχώρησε ακόμη νιώθει κι αναρωτιέται:
-Τι περίεργος ήχος είναι τούτος που ακούγεται;
-Είναι το σκοτεινό ποτάμι που οδύρεται γιατί καιρό έχει κάποιος να πνιγεί, απαντά η φωνή της λογικής.
-Τι αλλόκοτος άνεμος είναι αυτός που φυσά από το φαράγγι, γεμάτος ενοχές;
-Είναι ο κλαυθμός της χαράδρας επειδή έχει χρόνους πολλούς να πέσει κάποιος στον γκρεμό, συνεχίζει. Νιώθει λοιπόν η φύση των ανθρώπων τα πάθη!
Ανάμεσα σε δυο βουνά η πρώτη παιδική ματιά χάνεται στ' ουρανού την άκρη.
κι ακούει τ' αγέρι του βορρά, ακούει τη σιωπή της βαθιάς γαλήνης ανάμεσα στις ιτιές να στενάζει στου ποταμού την πράσινη όχθη. Αναλογίζεται αυτούς που άφησαν την τελευταία τους πνοή σ' αυτή την κοιλάδα, αναλογίζεται αυτούς τους άπειρους που πέρασαν στην απέναντι πλευρά κάθε φορά και μοναδική φορά κι έτσι γλυκά νοιώθει το στοχασμό να πνίγεται στο πέλαγο του απείρου εκεί που χύνεται το αργιλώδες νερό της ζωής.
Ζούσε την ασημαντότητα εκεί, δίνοντας σε όλα τα μεγέθη μυθικές διαστάσεις, μοναδική παρηγοριά η δυνατότητα να ελπίζει σε κάτι καλύτερο.
Φαντάζεται τον εαυτό του να στέκεται στην όχθη κάτω από τις πράσινες ιτιές και να παρατηρεί το
ήρεμο κύλισμα του υγρού στοιχειού για τη θάλασσα και τον παρελθόντα εαυτό να λέει με νοσταλγία: “Τυχερό αυτό το νερό θα δει και θ' αγκαλιάσει τη θάλασσα, αντίθετα με μένα τον άτυχο που δεν την έχω δει ποτέ”. Το ποτάμι δίνει ζωή στον τόπο που γειτνιάζει και τους ανθρώπους, έδωσε ζωή και σ' αυτόν αλλά του την πήρε πίσω.
Ο δρόμος ενώνει κι αυτός τόπους κι ανθρώπους, διασχίζει κι αυτός τον τόπο του που γι αυτόν ήταν ολόκληρος ο κόσμος ο δικός του προσωπικός κόσμος. Η αρχή και το τέλος των πάντων, μια επικοινωνία με το πριν και το μετά ο ποταμός και ο δρόμος συνδέει τους τόπους και καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Ο δρόμος και το ποτάμι τον οδηγούσαν νοερά σε φυγή στο νότο και να τώρα που επαληθευόταν τα όνειρα του, έφτασε η χρονική στιγμή. Ρωτήσατε τι νιώθει ένα ήσυχο ποτάμι όταν ξαφνικά γίνει χείμαρρος;
Χάνει την ηρεμία του θαρρώ, το μυστήριο γίνεται επιθετικό καταβροχθίζοντας τα πάντα στο πέρασμά του χωρίς προειδοποίηση με όλη την αγριότητα του.
Τα νερά όπου λούζονταν πρωτύτερα αγόρια και όμορφες κόρες μαζί με λιβελούλες και πολύχρωμες πεταλούδες, γίνονται τώρα επιθετικά και βίαια γεμάτα με ξένα σώματα και λάσπη. Πότε αναχωρεί το πλοίο για την αντίπερα όχθη ;
Αιώνιο το ποτάμι, όταν εμείς θα αποχωρίσουμε από τη σκηνή της ζωής αυτό θα μείνει και η αγριότητά του θα ξεχασθεί, θα μείνει μακρινή ανάμνηση στη μνήμη των ανθρώπων.
Πόσο πιστός μου στάθηκε ο ποταμός, όταν οδήγησε το τελευταίο απομεινάρι της προηγούμενης ζωής μου στον τελευταίο του προορισμό! Εδώ βρίσκεται το κάλεσμα του νερού που στο διάβα του ξεθάβει
ξεχασμένες μνήμες. Καθώς η ψυχή διανύει την προδιαγραμμένη διαδρομή της για τη μετενσάρκωση συναντά άλλες ψυχές που επιστρέφουν.
3
Ο ποταμός θα εξακολουθήσει να κυλά μεταφέροντας ευχές και ψυχές στην αγκάλη της μεγάλης μητέρας. Ένας ώριμος άντρας που βρίσκεται στην κορυφή παραπλήσιου λόφου παρατηρεί και αναλογίζεται πόσο τυχερός είναι αφού ζει και βρίσκεται ανάμεσα σε τόση ομορφιά που διαθέτει η φύση και αντικρίζει το ποτάμι που κατευθύνεται κυλώντας σιωπηλά προς τη θάλασσα. Αναλογίζεται πόσο τυχερός είναι όταν βλέπει τον ποταμό από μακριά, χωρίς να βρίσκεται ο ίδιος στη θέση του πρόωρα χαμένου νέου που ταξιδεύει με το όρθιο βαρκάρη στις εκβολές του Αχέροντα! Γιατί έτσι νιώθουν οι άνθρωποι, συμπονούν υποκριτικά μια απώλεια και εσώψυχα χαίρονται που είναι ακόμη ζωντανοί, νιώθει συγκίνηση που βλέπει τη βάρκα να κυλά ειρηνικά στον όλεθρο χωρίς κουπί κι επιστροφή με βαρκάρη βλοσυρό κι αμίλητο καταμεσής στον ποταμό.
Βλέπει τη μαύρη βάρκα και τη σκιά του καθήμενου νέου, τον σκούρο όγκο του ακάθιστου βαρκάρη που έχει για στήριγμα το μακρύ κουπί -κόντορα- κοντάρι , σε μια απέραντη και απόκοσμη σιωπή.
Βλέπει γύρω από τη βάρκα να πέφτουν σαν χάρτινα τα τείχη της Ιεριχούς από τα σαλπίσματα των έκπτωτων αγγέλων, άχρωμο ουράνιο τόξο στον μακρινό ορίζοντα να περιμένει και το νέο να κρατεί σφιχτά στο χέρι, κάτι που λάμπει στο αχνό φως της άδικα πολυτραγουδισμένης αλλά κρύας Σελήνης, πιθανόν να είναι το νόμισμα.
Περίεργο που δεν το απαιτεί ακόμη ο Γιακουτής βαρκάρης.
Και τότε του ήρθαν στον νου σκέψεις άλλες παλιές κι άλλες τωρινές, σκεφτόταν εκείνο το πέρασμα του μεγάλου ποταμού Έβρου στο βορρά και τις αμέτρητες αθώες φτωχές υπάρξεις που χάθηκαν στα παγωμένα νερά του, τον ατελείωτο αριθμό πνιγμένων αντρών και γυναικών ακόμη και παιδιών που ταξίδεψαν στον τελικό προορισμό χωρίς βαρκάρη, στην αγωνιώδη προσπάθειά για μια καλύτερη ζωή που γύρευαν στην πλούσια πολιτισμένη δύση.
Αλήθεια πόσο φτηνή για τους δουλεμπόρους ήταν η ζωή εκείνων των υπάρξεων που χάθηκαν στους υγρούς τάφους της Μεσόγειας θάλασσας και του πελάγους του Αιγαία;
Πόσοι άνθρωποι χάθηκαν στα περάσματα μέσω ποταμών και λιμνών από ασυνείδητους εκμεταλλευτές ανθρώπινων υπάρξεων στο βωμό του κέρδους.
Πως να ξεχάσει την ιστορία που του διηγήθηκε ο οξύνους νεαρός Ρέζο από το Ιράν που διωγμένος από πολιτικούς αντιπάλους έφτασε παραμονή πρωτοχρονιάς του περασμένου χρόνου στην τουρκική ακτή του Έβρου με δώδεκα συντρόφους;
Κι όταν επιχείρησαν στην απελπισία τους να περάσουν τα παγωμένα νερά του Έβρου πέρασαν στην άλλη όχθη “της σωτηρίας”μόνον οι επτά, οι υπόλοιποι χάθηκαν στα παγωμένα νερά του πλημμυρισμένου ποταμού.
Τα βάσανά τους δεν είχαν τελειωμό, οι επτά διασωθέντες παγωμένοι και τσακισμένοι από τον χαμό των συντρόφων τους όταν βρέθηκαν μέσα σε δάσος από λεύκες, έπεσαν πάνω σε πεινασμένη αγέλη λύκων και αναγκάστηκαν κυνηγημένοι να ριχτούν ξανά στα νερά του ποταμού, για να φτάσουν στην τουρκική ακτή μονάχα τρεις άνθρωποι, ο Ρέζο και δυο Σύριοι.
Θλίψη και μελαγχολία ένιωσε ο ηλικιωμένος άντρας στη θύμηση των γεγονότων αυτών, όταν ξαφνικά είδε το βαρκάρη στον απέναντι ποταμό να σηκώνει το κουπί -κόντορα – κοντάρι σα να προαναγγέλλει την άφιξη στον τελικό προορισμό, τόπο ζοφερό, εκεί όπου χύνεται γαλήνια ο ποταμός στη λιμνοθάλασσα και χάνεται το φως μαζί με τις αισθήσεις και το χρόνο.
Μακάβρια ηρεμία κατέβαλλε τον άντρα βλέποντας τον νέο να κατεβαίνει στις εκβολές του παγωμένου ποταμού όπου τον υποδέχτηκαν αλλόκοτοι τρανοί ερωδιοί στου ποταμού την εκβολή να τον κοιτούν μειδιώντας χλευαστικά ανασηκώνοντας το στραβό τους λαιμό.
“Μοίρες που τον πηγαίνετε;” σκέφτηκε ο άντρας εισερχόμενος στο νου και την ψυχή του νέου.
Και τότε εισήλθε στον κόσμο της μνημοσύνης του νέου και θυμήθηκε τη μέρα με το πρώτο φως, όταν βρέφος όντας τον πλησίασαν οι αδίστακτες Μοίρες με γεμάτα χέρια εκτελώντας ενστικτωδώς αρχέγονες επιταγές.
“Φύγετε παλιόγριες μήτε που θέλω το κακό και το καλό σας, ποτές δεν έρχεστε μονάχα για καλό”, αν μπορούσε θα έλεγε αλλά δε μπορούσε γιατί ήταν βρέφος χωρίς μιλιά ούτε που έκλαψε όταν αντίκρισε το πρώτο φως όπως όλα τα παιδιά.
“Τούτη εξιλέωση σε αξίζει πορεύσου στο μονοπάτι του πεπρωμένου σου, στη θάλασσα που καταλήγουν όλα” είπε η μοχθηρή ασχημόγρια Άτροπος με συριστική φωνή προβλέποντας το
4
ζοφερό του μέλλον.
“Σκληρή εξιλέωση του ορίζεις” αποκρίθηκε η συμπονετική Λάχεσις.
“Δεν έδωκα στη γέννα του κατάρα” απολογήθηκε η όμορφη Κλωθώ.
Μοίρες που τον πηγαίνετε σε τούτο τον άπονο και μάταιο κόσμο;
Εκεί δεν έχει γέφυρες κι ο ποταμός θεριεύει, να παινευτεί, στη θάλασσα επιθυμεί, πνίγεται και πνίγει μαζί, τους καημούς και τη θλίψη όλου του κόσμου.
Πορεύεται οικειοθελώς στον υδάτινο κόσμο της υπόστασης όπως άρχισε στην ματαιότητα τούτη.
“Αιώνια μητέρα έρχομαι στον τελικό προορισμό των πηγών εκεί όπου καταλήγουν όλα, όμως αλίμονο δε συμπαθώ σαν στεριανός το αλμυρό νερό.”
Ξαναθυμήθηκε το πρώτο φως:
“Είναι η μέρα του ” μουρμούριζαν οι Μοίρες με τις ακατανόητες φωνές.
Πέρασε ο καιρός κι έφτασε ο χρόνος ν' ανέβει στη σκηνή ανυπομονούσε το κοινό στο παλκοσένικο να τον δει.
“Μην εκπλαγείς από τα φώτα και τις χαρούμενες φωνές” έλεγε στον εαυτό του, η σκηνή είναι δική σου, ένοιωθε την αγάπη να τον περιβάλει. Μη γελαστείς από την καλοσύνη τους, πρόσκαιρη είναι.
Η παράσταση τώρα αρχίζει και ο ρόλος του διαρκώς θα μεγαλώνει.
Πρέπει να μοχθήσεις να γελάσεις να κλάψεις το απαιτεί ο ρόλος της ζωής στη σκηνή είναι δύσκολος μη φοβηθείς άλλοι κρατούν ψηλά το κεφάλι και άλλοι υποκύπτουν φιλώντας το χώμα για να κρύψουν τα επαίσχυντα σημάδια της ήττας τους. Η στιγμή του έργου σου ανήκει άδραξε τη μέρα. Γιατί η παράσταση είναι μία και μοναδική. Ο χρόνος κυλά ή εσύ κυλάς μαζί μ' αυτόν;
Θα πέσει η αυλαία και θ' απομείνεις μόνος στη σκοτεινή σκηνή.
Κρίθηκε ανεπιθύμητος για τα Ηλύσια Πεδία, καθ' όσον “λαθέν βιώσας” ως κοινός θνητός που έθεσε σε τέρμα τη μοναδική ζωή που του χάρισε η φύση, δείχνοντας ασέβεια που τιμωρείται αυστηρά από τους αρχαίους νόμους, σε μετάβαση με στερνό πλεονέκτημα ότι δεν πληρώνει το βαρκάρη γι αυτό ο βαρκάρης δεν του ζητούσε ανταμοιβή και ναύλα.

Θεσσαλονίκη 14 Απρικίου 2023

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-10-2024