Ματωμένα ξύλινα μενταγιόν (μέρος 1ον) Δημιουργός: αυγουστης, Αυγουστής Μαρούλης Συνέχεια, προέκταση, γονέας και παιδί ταυτόγχρονα του ποιήματος μου "Εμφύλιος" Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η παλιοπαρέα του καφενείου είχε δέσει για τα καλά. Καφές, ούζο, τσίπουρο απ’ τη μια, κέφι, πειράγματα και ατέλειωτες συζητήσεις απ’ την άλλη. Ήμουν ο νεώτερος εκεί μέσα, γι’ αυτό τύχαινα ιδιαίτερης μεταχείρισης και προσοχής, πράγμα που με κολάκευε. Μια φορά την εβδομάδα, οι γέροντες φίλοι μου διηγούνταν ένας-ένας με τη σειρά, την προσωπική τους ιστορία απ’ τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Είχα πάντοτε την περιέργεια, ή καλύτερα την ανυπομονησία να ακούσω τον κυρ-Αχιλλέα να διηγείται την προσωπική του ιστορία. Όχι μόνον γιατί τον εκτιμούσα περισσότερο απ’ όλους, αλλά και γιατί ο λόγος του ήταν πάντοτε μεστός, ειλικρινής και ποτέ μα ποτέ δεν περιαυτολογούσε. Ένα βράδυ φθινοπωρινό, με ψιλόβροχο, ήρθε επιτέλους η δική του η σειρά να μιλήσει. Λείπανε μόνο δυο απ’ τη μεγάλη μας παρέα, αλλά αρκετά τους περιμέναμε, οκτώ η ώρα, έπρεπε να ξεκινήσουμε επιτέλους. Έτσι άρχισε να μας διηγείται ο Αχιλλέας:
«Το χωριό μου ήταν από εκείνα τα τυπικά, παραδοσιακά χωριά που εκφράζουν τη γνησιότητα, την απλότητα και τη μιζέρια του λαού μας, ένα ορεινό χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα απ’ τη Κοζάνη. Εκείνη τη μέρα, μέσα Φλεβάρη του 1938, χιόνιζε ασταμάτητα όπως τις δυο προηγούμενες κι ένας λευκός μανδύας είχε σκεπάσει τα πάντα. Η στέγη του σχολείου είχε υποχωρήσει επικίνδυνα απ’ το βάρος του χιονιού κι έτσι όλα τα παιδιά ήταν χαρούμενα που θα χάνανε το μάθημα, όχι τόσο για το παιχνίδι που θα επακολουθούσε, όσο που δεν θα ήταν υποχρεωμένα να βλέπουνε και ν’ ακούνε τον κύριο Μιλτιάδη τον δάσκαλο. Κυρίως όμως που θα γλιτώνανε τις καθημερινές φάπες που μας έριχνε! Αυτός ο ψηλός, ξερακιανός άντρας, με τα μακριά σαν κουπιά χέρια, ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των καημένων των μαθητών. Το ξύλο έπεφτε ανελέητο επί δικαίων και αδίκων. Είτε ήσουν διαβασμένος, είτε αδιάβαστος θα τις έτρωγες σε κάθε περίπτωση. Με το παραμικρό παράπτωμα, έπρεπε να περάσεις απ’ την έδρα για να εισπράξεις τις απαραίτητες σφαλιάρες ή βεργιές, ανάλογα με τα κέφια του. Δεν ήμουν σίγουρος ποιες απ’ τις δύο προτιμούσα, γιατί και το χέρι του ήταν βαρύ σαν σίδερο και η βέργα σου λίγωνε το κορμί με την απίστευτη ορμή που έπεφτε πάνω σου, σαν πύρινη ρομφαία, σαν αστροπελέκι! Ακόμη θυμάμαι το απαίσιο χαμόγελό του κάθε φορά που ξυλοφόρτωνε κάποιο φουκαρά από μας. Εν’ απαίσιο, μοχθηρό χαμόγελο, που χαραζόταν ηδονικά στο μακρόστενο, αλογομούρικο πρόσωπό του! Μα πιο πολύ θυμάμαι ακόμα, τον πόνο στα διάφορα σημεία του σώματός μου, τέτοιο πόνο που μου ερχόντουσαν δάκρυα!
Τον μισούσαμε όλοι τον δάσκαλο, αμφιβάλλω αν υπήρχε κάποιος σ’ ολόκληρο το χωριό που να τον συμπαθούσε, παρ’ όλο που οι μεγαλύτεροι τον σεβόντουσαν, ίσως και να τους φόβιζαν αυτά που έλεγε στο καφενείο όπου σύχναζε με τις ώρες. Όλο μίλαγε για τον βασιλιά και τον Μεταξά, τη “νέα τάξη πραγμάτων”, τα “πεπρωμένα της φυλής” και για την εθνικοφροσύνη που πρέπει να “διέπει” κάθε Έλληνα. Μόνιμη παρέα του ήταν ο καινούργιος νωματάρχης, ένας χοντρός, φαλακρός, με μια τεράστια μουστάκα -συνέχεια την έστριβε- και μια αγριοφωνάρα που την άκουγες κι έτρεχες να κρυφτείς όπου έβρισκες. Αλίμονο σ’ όποιον φουκαρά έπεφτε στα νύχια του. Και λέω φουκαρά, γιατί το χωριό μας δεν είχε ούτε κλέφτες, ούτε λωποδύτες, πόσο μάλλον φονιάδες. Μόνον αριστερούς είχε μερικούς, λόγω φτώχειας κυρίως. Κι αυτούς ήταν που κυνηγούσε αμείλικτα ο νωματάρχης, σε βαθμό πλήρους εξόντωσης. Οι δυο τους, δάσκαλος και νωματάρχης ήταν αναμφισβήτητα ο φόβος κι ο τρόμος του χωριού μας!»
«Και ’μεις είχαμε ένα τέτοιο δάσκαλο, σωστό σατράπη», είπε ο κυρ-Αρίστος ο συνταξιούχος ναυτικός, που προστέθηκε στη παρέα χωρίς να τον έχει πάρει χαμπάρι κανείς απ’ τους πρώτους παρευρισκόμενους. Παράγγειλε καφέ και κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, γιατί το δικό μας δεν τον χωρούσε. Ύστερα γύρισε τη καρέκλα του προς το μέρος μας, χαμογέλασε αμήχανα κι άρχισε να χτυπά ρυθμικά με τα δάχτυλα τη κασετίνα με τα τσιγάρα του, σαν να ζήταγε μ’ αυτό τον τρόπο συγγνώμη για τη διακοπή. Οι υπόλοιποι, ανταπέδωσαν το χαμόγελο με συγκατάβαση κι ετοιμάστηκαν ν’ ακούσουν τη συνέχεια της ιστορίας γεμάτοι περιέργεια. Ο κύριος Αχιλλέας τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του, ήπιε μια γουλιά τσίπουρο, ξερόβηξε δυνατά και συνέχισε:
«Εκείνη τη χιονισμένη Φλεβαριάτικη μέρα ήταν που έφυγε ο φίλος μου ο Μιχάλης. Ήμασταν αχώριστοι! Εγώ, ο Πέτρος κι ο Μιχάλης τα δυο αδέλφια. Δώδεκα χρονών εγώ, δεκατριών και δεκατεσσάρων αντίστοιχα οι άλλοι δυο. Αν και μικρότερός τους, με κάνανε παρέα και με υπολογίζανε σαν συνομήλικό τους, σ’ αυτό έπαιζε ρόλο και το μπόϊ μου, ήμουν το ίδιο, ίσως και λίγο ψηλότερος απ’ αυτούς. Τα δυο αδέλφια ανήκαν σε μια πολυμελή οικογένεια, που δύσκολα τα έφερνε βόλτα. Ο πατέρας τους, ο κυρ-Λάμπρος, δούλευε απ’ το πρωί ως το βράδυ πότε στα χτήματα, πότε στα πρόβατα, πότε κάνοντας διάφορα θελήματα για να θρέψει οκτώ στόματα. Η κυρά-Βάγια, η μητέρα, όταν πρόκαμε από τη φροντίδα του σπιτιού και της οικογένειας, βοηθούσε τον άντρα της κι έραβε για να συμπληρώσει το μεροκάματο. Άλλα τέσσερα μικρότερα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια αποτελούσαν την υπόλοιπη οικογένεια.
Ο Μιχάλης θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη, θα έμενε σ’ ένα θείο του, αδελφό του πατέρα του, ο οποίος δεν είχε παιδιά και του είχε αδυναμία. Πρότεινε στην οικογένεια να τον πάρει μαζί και μια που είχε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα, να τον σπουδάσει. Ο κυρ-Λάμπρος, το σκέφτηκε από ’δω, το σκέφτηκε από ’κει και στο τέλος κατέληξε στη μεγάλη απόφαση να τον στείλει. Ο αδελφός του είχε λεφτά, ήταν καπνέμπορος, έτσι το μέλλον του Μιχάλη θα ήταν εξασφαλισμένο κι αυτός θα είχε ένα στόμα λιγότερο να θρέψει. Την προηγούμενη μέρα, είχαμε πάει οι τρεις μας σ’ ένα λόφο εκεί κοντά, απ’ την κορφή του οποίου έβλεπες όλο το χωριό σαν πιάτο. Ανάψαμε μια μεγάλη φωτιά γιατί το κρύο μας πηρούνιαζε και καθίσαμε γύρω απ’ αυτήν, αμίλητοι για αρκετή ώρα. Τέλος αγκαλιαστήκαμε και ορκιστήκαμε ότι δεν θα μας χώριζε τίποτα, ότι κι αν γινόταν στο μέλλον. Ο Μιχάλης έβγαλε απ’ την τσέπη του, τρία μενταγιόν από ξύλο, στα οποία είχε σκαλίσει απ’ τη μια πλευρά τα αρχικά μας Α-Μ-Π κι απ’ την άλλη την Παναγιά να κρατάει στην αγκαλιά της τον μικρό Χριστό. Ήταν σχεδόν πανομοιότυπα, θαυμάσια χαραγμένα, γιατί εκτός απ’ τ’ άλλα του προσόντα κατείχε και την τέχνη της πυρογραφίας. Μας έδωσε από ένα και κράτησε κι ένα για τον εαυτό του. Τα φορέσαμε όλοι ταυτόχρονα, βουρκωμένοι. Ήρθε λοιπόν εκείνο το πρωινό, όπου κατέφθασε ο θείος μ’ ένα κατάμαυρο αμάξι και τον πήρε. Εγώ κι ο Πέτρος τρέχαμε πίσω απ’ το αυτοκίνητο, μέχρι που εκείνο χάθηκε απ’ τα μάτια μας. Μετά πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλαίγαμε. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ένιωθα το αίσθημα της απώλειας, έστω κι αν ήταν για καλό. Αργότερα, θα ένιωθα την παντοτινή απώλεια, τη φρίκη του θανάτου και μάλιστα αρκετές φορές!
(συνεχίζεται)
Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-10-2006 | |