Ματωμένα ξύλινα μενταγιόν (μέρος 3ον)

Δημιουργός: αυγουστης, Αυγουστής Μαρούλης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

.....................................................................................................................
Ήταν Γενάρης του ’44 τότε που κατέβηκα στην Αθήνα. Πήγα κατευθείαν στον πατέρα-Ειρηναίο, του έδωσα το γράμμα κι εκείνος με πήρε στην αρχιεπισκοπή, όπου έκανα διάφορα θελήματα. Ταυτόχρονα έψελνα και σε μια εκκλησία στα Πατήσια κι έτσι ζούσα άνετα. Η απελευθέρωση με βρήκε δικτυωμένο με τους παπάδες και το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Είχα συμβιβαστεί απόλυτα με το τότε “νομιμόφρον καθεστώς”. Ας όψεται η ανάγκη για επιβίωση! Μάλιστα γνώρισα και τον αρχιεπίσκοπο, ο οποίος αργότερα έγινε και αντιβασιλέας, έναν πανύψηλο, εντυπωσιακό άντρα, με φοβερό κύρος. Έζησα τα Δεκεμβριανά, το πρώτο μέρος του δράματος του Εμφυλίου, τις μάχες που μαινόντουσαν για ένα ολόκληρο μήνα. Τα έβλεπα όλ’ αυτά και σφιγγόταν η καρδιά μου, δεν μπορούσα να διανοηθώ Έλληνας να πολεμάει Έλληνα και οι Εγγλέζοι να το παίζουν προστάτες.
Μια μέρα που πήγαινα να ψάλλω στην εκκλησία κινδύνεψα να σκοτωθώ. Ένα εγγλέζικο τανκ σάρωνε τα πρόχειρα οδοφράγματα που είχαν στήσει οι ΕΛΑΣίτες. Πίσω απ’ αυτό υπήρχαν εξαγριωμένοι Χίτες, οπλισμένοι σαν αστακοί, που έψαχναν για αντάρτες, αλλά αυτοί ήταν άφαντοι. Ξαφνικά δυο παιδιά με γερμανικά αυτόματα, ξεπρόβαλλαν από ένα ερειπωμένο σπίτι κι άρχισαν να πυροβολούν ξαπλώνοντας δυο-τρεις Χίτες στο έδαφος. Το τανκ γύρισε προς το μέρος των παιδιών και τα γάζωσε με το πολυβόλο του πριν αυτά προλάβουν να κάνουν κιχ. Φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα σ’ άλλα δυο παιδιά που διέκρινα μεσ’ το σπίτι, να φύγουν γρήγορα από ’κει. Αυτά με άκουσαν, πήδηξαν απ’ το μπαλκόνι σ’ ένα διπλανό σπίτι και εξαφανίστηκαν μέσα σ’ ένα καταιγισμό από σφαίρες. Τότε έγινε κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου κι αν υπάρχει μετεμψύχωση και ξαναζούμε όπως λένε, θα το θυμάμαι πάντα, όσες ζωές κι αν ειν’ αυτές. Το τανκ έστρεψε τον πυργίσκο του προς το μέρος μου. Το έβλεπα σε αργή κίνηση, όπως όταν πατάμε το σλόου μόσιον στο βίντεο μας, στην πραγματικότητα όμως η σκέψη μου ήταν που έτρεχε τόσο γρήγορα. Έκανα ένα σάλτο που θα το ζήλευε κι ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου και καλύφθηκα πίσω από ένα μαντρότοιχο. Τον διέσχισα κατά μήκος, ενώ τ’ αυτιά μου πονούσαν απ’ το κροτάλισμα του πολυβόλου. Δεύτερο σάλτο και βρέθηκα σ’ ένα στενό δρομάκι με ψηλά σπίτια γύρω-γύρω. Διέσχισα σε χρόνο-ρεκόρ το δρομάκι κι ετοιμαζόμουν να στρίψω σ’ ένα άλλο με την ψυχή στο στόμα, ενώ άκουγα από πίσω μου φωνές και πυροβολισμούς…
“Από ’δω σύντροφε, γρήγορα, γρήγορα!” μου φώναξε ένα απ’ τα δυο παιδιά, που έσωσα προηγουμένως. Ήταν η σειρά του να με σώσει! Μπορεί να μην ήμουνα σύντροφός του ιδεολογικά, εκείνη τη στιγμή όμως το ένοιωθα τόσο σύντροφο στον αγώνα μεταξύ ζωής και θανάτου, όσο δεν έχω ξανανιώσει για κανέναν! Το ακολούθησα, τρέχαμε ασταμάτητα κι εγώ δεν ξέρω πόσο, φτερά βάλαμε στα πόδια μας, περνάγαμε δρόμους, σοκάκια, ολοένα και πιο ήσυχα, φαινόταν ότι έπαιζε στα δάχτυλα την περιοχή. Ξαφνικά σταμάτησε μπροστά σ’ ένα τριώροφο σπίτι και μου’ πε:
“Έλα μέσα, να ξεκουραστείς σύντροφε!”
“Ευχαριστώ πολύ σύντροφε, αλλά με περιμένουν οι δικοί μου και θ’ ανησυχούν” του απάντησα. Δεν επέμεινε, μου ’δειξε κάτι χωράφια απ’ τα οποία θα έπρεπε να περάσω για να βγω σε μια ασφαλή περιοχή-αν υπήρχε τέτοια εκείνη την εποχή στην Αθήνα, αγκαλιαστήκαμε και χωριστήκαμε, χωρίς άλλη λέξη».
«Φοβερό πράμα ο πόλεμος. Ακόμα φοβερότερο ο εμφύλιος. Και τα παιδιά τα καημένα την πληρώνουν πάντα!» είπε ο Αρίστος. Αυτή τη φορά κανένας δεν τον κοίταξε άγρια. Ίσα-ίσα που συμφώνησαν όλοι και κούνησαν το κεφάλι καταφατικά. Ο Αρίστος ξεθάρρεψε κι έβγαλε απ’ την τσέπη του τα στραγάλια.
«Α όχι Αρίστο άμα αρχίσεις να μασουλάς πάλι σαν την αγελάδα, να μας λείπει το βύσσινο!» φώναξε κάποιος.
«Όχι ρε παιδιά, σας υπόσχομαι ότι δεν θα κάνω φασαρία!» διαμαρτυρήθηκε ο Αρίστος.
«Εντάξει Αρίστο, αν δεν κτυπάς τα χείλια σου σαν καστανιέτες, φάε κι ένα βουνό στραγάλια.»
«Τώρα που είπατε τη λέξη βουνό, τι έγινε τελικά ρε Αχιλλέα με τους φίλους σου τους αντάρτες;»
«Άργησα πολύ να τους ξαναδώ. Τον ένα μάλιστα στην ουσία δεν τον ξαναείδα ποτέ! Που λέτε, μετά τη μάχη της Αθήνας, όπως όλοι ξέρετε, έγινε η συμφωνία της Βάρκιζας και το ΕΑΜ κατέθεσε τα όπλα. Η ζωή άρχισε σιγά-σιγά να βρίσκει τους ρυθμούς της. Τα πράγματα μπερδεύτηκαν, βγήκε το ΚΚΕ στην επιφάνεια, το παλιό ΕΑΜ έχασε την αίγλη του, πολλοί συμβιβάστηκαν με την κυβέρνηση, άλλοι κυνηγήθηκαν ανελέητα. Εγώ-πιο μπερδεμένος από ποτέ-ήμουν από εκείνους που συμβιβάστηκαν τελικά. Με τις γνωριμίες του κλήρου ξαναγράφτηκα στο σχολειό και μάλιστα σε ιδιωτικό, το οποίο μου το πλήρωναν οι ίδιοι οι παπάδες έχοντας σκοπό να με στείλουν μετά στη Θεολογική Σχολή. Παράλληλα εργαζόμουν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο τα απογεύματα σαν σερβιτόρος. Τα βράδια πήγαινα στην Πλάκα, όπου τραγουδούσα σε μια ταβέρνα, κρυφά βέβαια απ’ τους παπάδες. Έγραφα τακτικά στους δικούς μου και στην Ελενίτσα, η οποία πάντα με περίμενε, τους έστελνα μάλιστα όποτε μπορούσα και κάνα φράγκο. Έγραφα επίσης στον ευεργέτη μου, τον παπά-Γιώργη. Απ’ αυτόν μάθαινα και τα νέα του χωριού, στο οποίο εθεάθησαν πολλές φορές οι αντάρτες, μεταξύ αυτών και οι φίλοι μου. Έρχονταν κι έφευγαν ξαφνικά γιατί ήταν στην παρανομία και τους κυνηγούσε η χωροφυλακή.
Τέλειωσα το σχολειό το ’46, αλλά δεν ήθελα να πάω στη Θεολογική Σχολή. Με διάφορα προσχήματα που βρήκα, ανέβαλα την εγγραφή μου κι έτσι οι προστάτες μου οι παπάδες για να με συνετίσουν φρόντισαν να πάω στον στρατό. Στα μέσα του ’47, ήμουν έφεδρος ανθυπολοχαγός του Εθνικού Στρατού, απ’ όπου απολύθηκα τέλη του ’49. Δηλαδή έζησα όλες τις σημαντικές μάχες του Εμφυλίου, απ’ την Κόνιτσα, μέχρι τον Γράμμο και το Βίτσι. Το τι είδαν τα μάτια μου δεν περιγράφεται ούτε σ’ ολόκληρο βιβλίο. Ακόμα και σήμερα, ξυπνάω μερικές φορές τη νύχτα καταϊδρωμένος, όταν βλέπω στον ύπνο μου τις φρικιαστικές σκηνές που σημάδεψαν για πάντα τη ζωή μου. Εύχομαι να μη ζήσει κανείς αυτά που έζησα εγώ! Γιατί άλλο είναι να πολεμάς τον εχθρό, είτε Ιταλός είναι αυτός, είτε Γερμανός, είτε Τούρκος κι άλλο να πολεμάς τον αδελφό σου, τον φίλο σου. Κι εγώ δυστυχώς αυτό έκανα! Πολέμησα τ’ αδέλφια μου!..>>
Ο Αχιλλέας σταμάτησε και σκούπισε τα μάτια του, που ήταν γεμάτα δάκρυα. Τότε, άκουσα τη φωνή μου να λέει:
«Για στάσου κυρ-Αχιλλέα! Τι έφταιγες εσύ; Ήσουν ένας απ’ τους τριακόσιους χιλιάδες του Εθνικού Στρατού. Επειδή ήσουν αξιωματικός; Και πάλι, έφεδρος ήσουν, όχι συνειδητοποιημένος καραβανάς. Τι να έκανες είκοσι-εικοσιδύο χρονών παιδί; Σε στείλανε στο στρατό και πήγες. Είπαμε, ο πόλεμος παίζει πολύ άσχημα παιχνίδια. Είχες την ατυχία να πάρεις μέρος σ’ ένα πόλεμο και μάλιστα εμφύλιο, μια τραγική συγκυρία της εποχής εκείνης!»
(συνεχίζεται)

Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-10-2006