Ματωμένα ξύλινα μενταγιόν (τελευταίο) Δημιουργός: αυγουστης, Αυγουστής Μαρούλης Στους αδικοχαμένους νεκρούς του εμφυλίου.... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info ......................Στην αρχή νόμιζα ότι με ξεγελούσαν τα μάτια μου, δεν ήταν δυνατόν να είναι αυτός! Προχώρησα λίγα μέτρα μπροστά και μπήκα σ’ ένα χαντάκι όπου υπήρχαν πέντε-έξι πτώματα σε κάπως καλύτερη κατάσταση απ’ τα υπόλοιπα. Η προσοχή μου εστιάστηκε σ’ ένα απ’ αυτά, ήταν αξιωματικός, ο μόνος εκεί πέρα και δυστυχώς δεν έκανα λάθος, παρ’ όλο που το πρόσωπο του νεκρού ήταν μέσα στα αίματα, παρ’ όλο που το πτώμα ήταν διάτρητο απ’ τα θραύσματα, παρόλο που δεν ήθελα να το πιστέψω, ήταν ο Μιχάλης!...
Αγκάλιασα το άψυχο κορμί του φίλου μου με δάκρυα στα μάτια και έμεινα έτσι κι εγώ δεν ξέρω πόσο, ενώ απ’ το μυαλό μου πέρναγαν οι ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις, τα γέλια μας τα παιχνίδια μας, οι όρκοι μας για παντοτινή φιλία. Αισθανόμουν επίορκος, είχα προδώσει τον φίλο μου, τον είχα προδώσει έτσι απλά με τη συμμετοχή μου σ’ αυτόν τον κωλοπόλεμο. Στο διάβολο όλοι τους κι οι αριστεροί κι οι δεξιοί κι ο Παπάγος κι ο βασιλιάς κι οι Αμερικάνοι.
“Στο διάβολο!...» ούρλιαξα σαν λαβωμένο αγρίμι.
“Τί πάθατε κύριε λοχαγέ;” Άκουσα ένα φαντάρο να με ρωτάει. Μόλις με είδε σ’ αυτή την κατάσταση, με τον Μιχάλη στην αγκαλιά με ξαναρώτησε χαμηλόφωνα:
“Συγγενής σας;”
“Αδελφός μου” απάντησα.
Πήρα δυο φαντάρους και σκάψαμε ένα λάκκο, εκεί ψηλά στις κορυφές του Γράμμου. Έφτιαξα κι έναν ξύλινο σταυρό του Μιχάλη, που τόσο του άρεσε να σκαλίζει στο ξύλο κι αυτό μ’ έκανε να θυμηθώ κάτι:
“Σταματήστε!” είπα στους φαντάρους πριν τον θάψουν. Εκείνοι σταμάτησαν και με κοίταξαν με απορία. Έβαλα το χέρι μου στον κόρφο του Μιχάλη, έψαξα λίγο- η επαφή με το παγωμένο του κορμί με αναρίγησε- και βρήκα το μενταγιόν. Με μια απότομη κίνηση σαν να αποσπούσα κάτι ζωντανό απ’ τον πεθαμένο, το τράβηξα κόβοντας το δερμάτινο κορδόνι που ήταν περασμένο γύρω απ’ τον λαιμό του. Πήρα το μενταγιόν, το πέρασα στο δικό μου κορδόνι, ενώ οι φαντάροι με κοιτούσαν με το στόμα ανοιχτό, βλέποντάς με να φοράω δυο ολόϊδια ξύλινα μενταγιόν. Τους αγριοκοίταξα λέγοντας:
“Του αδελφού μου!” Έσκυψαν το κεφάλι και συνέχισαν αμίλητοι το μακάβριο έργο τους».
**********************************************************************
Λέγοντας αυτά, ο Αχιλλέας σταμάτησε και γύρισε κοιτάζοντάς όλους μας έναν προς έναν, γεμάτος δάκρυα. Κανένας δεν μίλησε, ούτε καν ο Αρίστος, ο οποίος είχε βουρκώσει κι αυτός. Βλέποντάς μας όλους συγκινημένους, σαν να άντλησε δύναμη απ’ τα ίδια του τα λόγια που μας έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση, σκούπισε τα μάτια, ρούφηξε τη μύτη, άναψε ένα ακόμα τσιγάρο και συνέχισε:
«Με μια μικρή ανάπαυλα τον χειμώνα του ’49, συνεχίστηκε ο Εμφύλιος και φτάσαμε στο καλοκαίρι. Η υπεροπλία του επίσημου κράτους κι η συνεχώς αυξανόμενη βοήθεια απ’ τους Αμερικάνους, είχαν φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τον Δημοκρατικό Στρατό. Πηγαίναμε πλέον προς την τελική αναμέτρηση στο Βίτσι. Έτσι, μετά από μια σειρά φονικών αναμετρήσεων, οι αντάρτες ηττήθηκαν κι άρχισαν να υποχωρούν στην Αλβανία. Τέλη Αυγούστου του ’49 κυνηγάμε λοιπόν τους λιγοστούς αντάρτες που είχαν απομείνει κι εγώ βρίσκομαι πολύ κοντά στα αλβανικά σύνορα και τους παρατηρώ να οπισθοχωρούν με τον οπλισμό τους. Είχα διαταγή να μην εμπλακώ σε μάχη παρά μόνον σε περίπτωση που απειλούμασταν άμεσα. Περνούσαν λοιπόν από μπροστά μας μερικοί απ’ αυτούς, ρακένδυτοι, ταλαιπωρημένοι, αλλά με το κεφάλι ψηλά, ενώ ο επικεφαλής τους, καβάλα πάνω σ’ ένα ψωραλέο άλογο κρατούσε μια λευκή σημαία.
Κάποια στιγμή κι ενώ τα πνεύματα είχαν οξυνθεί γιατί μας έβριζαν, “κερατάδες φασίστες”, “γαμώ τον βασιλιά σας” και τέτοια πράματα, βλέπω τον Πέτρο. Δεν ήταν όμως ο μικρός μου φίλος, ο Πετράκης μου, με το καλοχτενισμένα μαλλιά και τα κατακόκκινα μάγουλα! Αυτό δεν ήταν ούτε το φάντασμά του! Χλωμός, βρώμικος, με μια τεράστια γενειάδα και τα μαλλιά μεσ’ την ψείρα. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα με μαύρους κύκλους και ρυτίδες γύρω-γύρω.
“Πέτρο, βρε Πέτρο!” του φώναξα. Γύρισε αργά προς το μέρος μου, με κοίταξε, έδειξε να ταράζεται, αλλά έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε τον δρόμο του. Έμεινα σαν άγαλμα απ’ την έκπληξη. “Ή δεν με αναγνώρισε, ή κάνει πως δεν με ξέρει” σκέφτηκα.
“Τι τον έχεις αυτόν τον φασίστα τον αξιωματικό;” άκουσα κάποιον σύντροφό του να τον ρωτάει.
“Τίποτα, συγχωριανοί ήμαστε απλώς” απάντησε ο Πέτρος.
Κατάλαβα τότε ότι δεν ήθελε να δείξει στους συντρόφους του ότι με ήξερε καλά, είχε τους λόγους του και το σεβάστηκα. Δεν έπαψα όμως να τον κοιτάζω, καθώς απομακρυνόταν. Τον ακολούθησα και κάποια στιγμή εκείνος βράδυνε το βήμα του, θες από κούραση, θες από αντίληψη ότι ερχόμουν ξωπίσω του κι έτσι τον πρόφτασα. Οι δικοί του είχαν χαθεί πίσω από ένα ύψωμα καμιά εκατοστή μέτρα πιο μπροστά. Οι δικοί μου τους παρακολουθούσαν διακριτικά από κοντά. Έτσι βρεθήκαμε μόνοι. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε σαν μωρά! Δεν προλαβαίναμε να πούμε τόσα πολλά που θα θέλαμε υπό άλλες συνθήκες μέρες ολόκληρες να πούμε, γι’ αυτό μείναμε σιωπηλοί. Ξαφνικά θυμήθηκα τον Μιχάλη! Έβγαλα το μενταγιόν του απ’ τον κόρφο μου και του το ’δωσα λέγοντας:
“Είναι του Μιχάλη! Τον βρήκα πέρσι…”
“Σκοτώθηκε, το ξέρω!”
“Εγώ τον έθαψα, με τα ίδια μου τα χέρια.»
“Μα καλά εσύ πώς;…”
“Είναι ολόκληρη ιστορία…”
O Πέτρος έριξε μια διερευνητική ματιά γύρω-γύρω. Ήταν ανήσυχος γιατί είχαν αρχίσει να πέφτουν πυροβολισμοί. Τέλος, πήρε το μενταγιόν του αδελφού του, το φίλησε, έβγαλε το δικό του και μου τα έδωσε και τα δυο.
“Πάρ’ τα εσύ να μας θυμάσαι, εγώ δεν έχω πια ούτε αδελφό, ούτε πατρίδα! Φεύγω κυνηγημένος και ’γω δεν ξέρω για πού, μπορεί σε λίγο να σκοτωθώ!…”
“Μα τι λες τώρα; Θα ξανάρθεις να το δεις!...”
Πριν καλά-καλά αποτελειώσω τη φράση μου, εκείνος έφυγε τρέχοντας προς τα ’κει που είχαν πάει οι δικοί του. Δεν τον ξαναείδα από τότε. Πολύ αργότερα όταν είχε τελειώσει ο Εμφύλιος κι είχαν κοπάσει κάπως τα μίση, προσπάθησα μάταια να μάθω νέα του. Τίποτα! Το μόνο που κατάφερα να μάθω ήταν ότι είχε πάει στην Τασκένδη, πολιτικός πρόσφυγας, αλλά από ’κει και πέρα, χάθηκαν εντελώς τα ίχνη του. Έτσι το μόνο που μου απέμεινε απ’ αυτά τα δυο αδέλφια, ήταν οι αναμνήσεις και τα ….μενταγιόν τους!»
Τρέμοντας, ο Αχιλλέας έβγαλε απ’ το λαιμό του μια χρυσή αλυσίδα στην οποία ήταν περασμένα τρία καλογυαλισμένα ξύλινα μενταγιόν. Χέρι με χέρι, όλοι μας τα πιάσαμε και τα είδαμε από κοντά. Όταν ήρθε η σειρά μου τα έσφιξα στη χούφτα κι έκλεισα τα μάτια. Τότε είδα να τρέχουν μπροστά μου τρία γελαστά, γεμάτα ζωντάνια παιδιά. Τραγουδούσανε, χορεύανε και ήταν ευτυχισμένα γιατί δεν μπορούσε να τ’αγγίξει κανένας δάσκαλος, κανένας χωροφύλακας, κανένας πόλεμος......
ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ ΜΑΡΟΥΛΗΣ
Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-10-2006 | |