συλλέκτες εφιαλτών

Δημιουργός: tabasco0, Νίκος

https://youtu.be/TITYrR3VAwA?si=072xY3Ez5zs9sbSU

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

κείνη ήθελε να μιλήσουν.
Εκείνος ήθελε να δει μπάλα.
Του είπε ότι έχει ανάγκη να μιλήσει.
Της είπε να πάρει καμιά φίλη της τηλέφωνο.
Του έκλεισε την τηλεόραση.

Της είπε για την πουτάνα τη μάνα της — και την ξανάνοιξε.
Του είπε πως το μόνο πραγματικά ατυχές γεγονός στη ζωή της ήταν η γέννησή του — και την ξανάκλεισε.

Άνοιξε μια μπύρα.
Έβαλε ένα ποτήρι γάλα.

— Λοιπόν;
— Λοιπόν τι;
— Ήθελες να μιλήσουμε. Μίλα.
— Δεν μου βγαίνει τώρα.
— Δεν σου βγαίνει τώρα. Σου βγαίνει μόνο όταν παίζει ο Ολυμπιακός;
— Άστο. Ξέχνα το. Είναι μάταιο.
— Το παίζεις υπεράνω. Ποια νομίζεις ότι είσαι, μωρή καριόλα;
— Απλά με επιβεβαιώνεις.
— Παραδέξου το. Χαραμίζεσαι μαζί μου. Πες το.
— Είσαι ένα γουρούνι.

Της έριξε μια φάπα.
Του πέταξε το γάλα στο πρόσωπο.
Την άρπαξε απ’ τα μαλλιά και την έσυρε στο πάτωμα.
Το πρόσωπό της γρατζουνούσε τα πλακάκια.

Του ’πιασε τ’ αρχίδια μέσα από τη βερμούδα και τα ’σφιξε με λύσσα.
Ούρλιαξε. Την τίναξε μακριά με μια κλωτσιά.
Ορμηξε κατά πάνω της. Της έσφιξε τον λαιμό με τα χέρια του. Δεν ήξερε αν ήθελε να τη σκοτώσει ή να την τρομάξει.

Εκείνη, λαχανιασμένη, τον δάγκωσε στο χέρι.
Μέχρι να γεμίσει το στόμα της με αίμα.

Τράβηξε τη ζώνη. Της την κατέβασε στην πλάτη.
Μια, δυο, τρεις, τέσσερις.
Σέρνεται. Φτάνει στο τραπεζάκι.
Πιάνει το κινέζικο βάζο — δώρο γενεθλίων, πριν τρία χρόνια.
Του το σπάει στο κεφάλι.

Το φρύδι του σκίζεται. Το αίμα τρέχει.
Το δεξί του μάτι θολώνει. Δεν βλέπει.
Μονοφθαλμος, μουγκρίζει.
Βγάζει τον πτυσσόμενο σουγιά που κουβαλάει πάντα μαζί του.
Την κυνηγάει γύρω απ’ το τραπέζι.

Πριν προλάβει να κλειδωθεί στο μπάνιο, την προλαβαίνει.
Με μια κίνηση, της ξεριζώνει το αυτί με την πεταλούδα.
Το αίμα ξεπηδάει σαν από μάνικα.
Εκείνη ουρλιάζει, σε σοκ. Τρέχει γλιστρώντας προς την κουζίνα.

Σηκώνει τη μπλούζα. Κατεβάζει το σουτιέν.
Τα βυζιά της ξεχύνονται — μεγάλα, στρογγυλά, με σκούρες πεταχτές ρώγες.
Εκείνος σαστιζει για μια στιγμή.
Αρκετή για να του κατεβάσει το αντικολλητικό τηγάνι στο κεφάλι.

Το πρώτο χτύπημα τον ζαλίζει.
Στο δεύτερο γονατίζει.
Στο τρίτο πέφτει ξερός στο πάτωμα.

Όταν συνέρχεται, είναι δεμένος σε μια καρέκλα.
Τα χέρια του πίσω, με τις χειροπέδες που είχαν για τα ερωτικά τους παιχνίδια.
Τα πόδια δεμένα με μονωτική ταινία. Το στόμα του το ίδιο.

Εκείνη κάθεται απέναντί του, κρατώντας την κυνηγετική του καραμπίνα.
Τον κοιτάζει στα μάτια. Βλέπει έκπληξη, αδυναμία, φόβο. Μα πάνω απ’ όλα, τρέλα.

Του ξεκολλάει την ταινία απ’ το στόμα.

— Τώρα θα μιλήσουμε;

— Ναι, μωρό μου… της λέει. Μόνο κατέβασε αυτό το κέρατο. Μπορεί να πατηθεί κατά λάθος η σκανδάλη.

Η Μάγδα πάτησε την σκανδάλη για να ανάψει με τον αναπτήρα το καντήλι.
Ξημέρωνε μεγαλογιορτή.Η Μάγδα ζούσε μόνη.
Ένα διαμέρισμα παλιό, κληρονομιά απ’ τη μάνα της.
Ήταν 65, με μια συνταξούλα. Λιτή ζωή. Τα έφερνε βόλτα.

Αγαπούσε δύο πράγματα:
τον Θεό και τη σοκολάτα.

Δεν ήταν κοινωνική. Όχι επίτηδες. Έτσι ήταν.
Με τους άντρες δεν της έκατσε.
Όλοι ήθελαν να κάνουν τη δουλειά τους και να την παρατήσουν.
Έτσι έμενε μόνη. Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια.

Η εξαίρεση δεν ήρθε ποτέ. Ίσως δεν υπήρξε.
Οι καυλες τις ηταν καταπιεσμενες αλλα υπαρκές ζωντανές.
Την στοιχειωναν.Σαν αγριόχορτα που τα ξερίζωνε κι εκείνα ξαναφύτρωναν.
Αρκετές φορές αυνανιζόταν.
Το μετάνιωνε. Πήγαινε στον παπά να εξομολογηθεί.
Κι ύστερα, ξανά απ’ την αρχή.

Απόψε ήταν απ’ αυτές τις μέρες.

Το μουνί της ήταν υγρό εδώ και ώρα.
Έχωνε τα δάχτυλά της μέσα, άπληστα.
Έπαιζε την κλειτορίδα. Πιο γρήγορα. Πιο έντονα. Πιο δυνατά.

Φανταζόταν έναν άγνωστο, χωρίς πρόσωπο,
να την έχει στα τέσσερα, να την πηδάει στο πάτωμα
ενός φτηνού ξενοδοχείου που μύριζε ουρά και σπέρμα.

Ένιωθε να πλησιάζει.
Η ανάσα της βαριά, ακανόνιστη.
Έσφιξε τα μπούτια. Σπαρταρούσε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό.
Χανόταν.

Την έκοψε απότομα ο ήχος του πυροβολισμού.
Ερχόταν από την ανοιχτή τηλεόραση.
Η πρωταγωνίστρια είχε πυροβολήσει τον εραστή της στο κεφάλι με μια καραμπινα.
Μετά ξάπλωσε δίπλα του.

Το αίμα του ενώθηκε με το δικό της.
Ότι είχε απομείνει από το κρανίο του και το αυτι της
Ένας κόκκινος λεκές, που άπλωνε και τους οριοθετούσε συνεχώς.
Εκείνη, νεκρή απ’ τα χέρια του.
Εκείνος, νεκρός απ’ τα δικά της.

Ο ιατροδικαστής, στα επίσημα έγγραφα,
θα έγραφε πως κι οι δυο νεκροί... από αγάπη.

Η Μάγδα έκλεισε την τηλεόραση.
Πήγε στην κουζίνα.
Άνοιξε το ψυγείο. Έβγαλε μια σοκολάτα γάλακτος.
Την ακούμπησε στο τραπέζι.
Ξετύλιξε το αλουμινόχαρτο.

Έκοβε μικρά κομμάτια. Τα έβαζε στο στόμα και τα άφηνε να λιώσουν αργά.
Με ευχαρίστηση.

Ύστερα πήρε το κουτί από τη γωνία. Το άνοιξε.
Μέσα είχε έναν δονητή.

Τον σήκωσε,
άνοιξε το μεγάλο συρτάρι,
εκεί όπου φύλαγε τους υπόλοιπους,
και τον τοποθέτησε μέσα ευλαβικά.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-07-2025