Οπτασία Δημιουργός: kondor συρτάρι 03 Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Της μαγεμένης μοίρας σου προικιά θα υφάνω ωραία
που θα διαβάζεις μοναχά στα χνώτα τ’ ουρανού
σαν τότε που γονάτισες στα πόδια του Οδυσσέα
κι είχες τα μάτια σου κλειστά μα έβλεπες με το νου
Των κοραλλένιων σου ματιών την άβυσσο θ’ αφήσω
που το σκοτάδι ζήλεψε κι όρμησε να την πιεί
με του φιλιού το τρέμουλο δεν έμελε να ζήσω
καιρός δεν ητανε πολύς που εσύ μου το’ χες πει
Μα όταν ξυπνάς το σούρουπο με της νοτιάς τα χάδια
και συλλογιέσαι αν θα μιλάς στο κύμα ή στον αφρό
καράβια γέρνουν δίπλα σου να σβήσουν τα σημάδια
καράβια που στην πλώρη τους ξενύχτησα κι εγω
Το πυρωμένο σύννεφο που διώχνει κάθ’ ελπίδα
πέρασε πάλι δίπλα μου ζητώντας μια αγκαλιά
ήταν αλήθεια ή νόμισα πως στη φωτιά του σ’ είδα
κι αν ναι, γιατί περίμενε σαν κρύσταλλο η λαλιά
Σαν ζωγραφιάς φτερούγισμα ξανά θα σε παιδέψω
με της αυγής τα χρώματα στη γη να γλυκαθείς
τι κι αν ποτέ δεν πρόλαβα την άμμο να παλέψω
κι αυτή κυλάει χορεύοντας στα λόγια που θα πεις
Μα όταν ξυπνάς το σούρουπο με της νοτιάς τα χάδια
και συλλογιέσαι αν θα μιλάς στο κύμα ή στον αφρό
καράβια γέρνουν δίπλα σου να σβήσουν τα σημάδια
καράβια που στην πλώρη τους ξενύχτησα κι εγω Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-10-2006 |