Τα δέντρα της αυλής μου Δημιουργός: Αστεροτρόπιο (Jeny) Στη marynik που μου το θύμησε με "Τα ρόδια του κήπου σου" ... και σε σένα που πονάς. Ψάχνω καινούριο δέντρο χωρίς μακριές ρίζες. Καμιά ιδέα;;; Μου λείπετε βρεεεεεεε Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Κάθε φορά που μου λείπει το πατρικό μου σπίτι θυμάμαι τα δέντρα της αυλής μας.
Τη λεμονιά γεμάτη καρπούς που από τότε που γεννήθηκα φτάνουν για μας
και όλη τη γειτονιά.
Κάτω απ’ τα σκιερά της φύλλα κάθε καλοκαίρι κεντούσαμε τα μεσημέρια.
Τα απογεύματα περιμέναμε με αγωνία το σπερνό για να ξεχυθούμε στους δρόμους
για παιχνίδι. Κι ένα ημερολόγιο δίπλα να μη μας ξεφύγει καμιά γιορτή – από αυτές με ένα μικρό σταυρουδάκι δίπλα- κι εμείς κεντάμε. Για χρόνια η σταυροβελονιά έραβε τους πρώτους καημούς, τον πρώτο έρωτα, την πρώτη λαβωματιά.
Με γρηγοράδα αφού κάτω απ’ το ραφτό κρυβόταν ένα βιβλίο απ΄ τα μάτια της μαμάς. Πόσο αδημονούσα εκείνα τα καλοκαίρια το παιχνίδι, τις βόλτες αλλά πιο πολύ τη συνέχεια των σελίδων... εκεί σταματούσε η καρδιά μου κι άνοιγε το μυαλό μου.
Παλιότερα ανάλογα με την ώρα τον ίσκιο μας τον έδινε και η μανταρινιά. Ώσπου την κόψαμε στη μέση για να μας φτιάξει ο πατέρας ένα δωμάτιο. Είχαμε μια τεράστια αποθήκη στο πίσω μέρος του σπιτιού, κι άλλη μια μικρή μέσα στο σπίτι -εκεί μεγαλώσαμε-. Δωμάτιο παιδικό όμως όχι. Η μανταρινιά επιβίωσε. Μας δίνει ακόμα τεράστια κίτρινα λαχταριστά μανταρίνια με κουκούτσια αγνοώντας το κακό που της κάναμε.
Άπλωνα το χέρι απ’ το παράθυρο που ήταν πάνω απ’ το κρεβάτι μου κι έσβηνα τη μυρωδιά του τσιγάρου, τότε που κάπνιζα κρυφά, τρώγοντας ένα μανταρίνι. Και θυμόμουν πως μάζευα τις φλούδες τους στοίβα πίσω από κάτι βαρέλια που κρυβόμουν όταν ήμουν παιδάκι. Είχα μια μανία με τα μανταρίνια, τόση που η μαμά με έπεισε κάποτε πως τα κουκούτσια, με τα κουκούτσια τα έτρωγα, γεμίζουν το έντερό μου και γίνονται σκουλήκια . Δε με πτόησε όμως. Συνέχιζα να με γεμίζω σκουλήκια. Ώσπου ανακάλυψε τις στοίβες η μαμά. Από τότε άρχισα να καλύπτω τα ίχνη μου...
Τη δεσπολιά δε θυμάμαι πότε την ξεπατώσαμε. Θυμάμαι όμως ακριβώς τη μορφή της γιατί έστεκε στη μπροστινή μεριά του φράχτη. Ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπα από μακριά και μου φώναζε, σπίτι!
Στην άλλη άκρη αργότερα φυτέψαμε μια πορτοκαλιά, μα δε μεγάλωσε ποτέ πολύ. Κάτω από κείνο το δέντρο όμως μια μέρα ξύπνησα και με περίμενε η μοίρα. Με τη μορφή ενός άντρα. Αδυσώπητο κάλεσμα το ακολούθησα μέχρι τέλους.
Τα δέντρα της αυλής μου σχημάτιζαν τώρα ένα τετράγωνο.
Στην τελευταία γωνία ήταν η καρυδιά. Στην πραγματικότητα υπήρχε εκεί πολύ πριν το σπίτι μας. Οι ρίζες της είχαν απλωθεί κάτω από το περιβόλι και έβγαιναν από τον τράφο. Από κάτω περνούσε ένα ποταμάκι. Ήταν ο μοναδικός ήχος που με νανούριζε τα βράδια, κελάρυζε στα όνειρά μου.
Εκείνη η καρυδιά ήταν η αδυναμία μου. Είχε κάτι τεράστια χοντρά κλαδιά που όταν ανέβαινες πάνω τους σ’ έπιανε ίλιγγος. Από κάτω ήταν ποταμός κι ο τράφος ψηλός. Εκεί έμαθα να σκαρφαλώνω. Να προσπαθώ να ξαπλώσω στα κλαδιά, να μάθω να κατεβαίνω, να πηδάω. Πόσο λάτρευα εκείνη την καρυδιά! Πόσο υπέροχη έστεκε!
Την πρώτη φορά που άκουσα πως κινδυνεύει να μας ρίξει το περιβόλι δεν έδωσα σημασία. Αλλά το ένστικτο των παιδιών ισχυρό. Τέντωνα το αυτί στις συζητήσεις ώσπου άκουσα πως η λύση είναι να κοπεί. Να κοπεί;;;;;
Από τότε δεν το κουνούσα ρούπι από το σπίτι. Δεν πήγαινα πουθενά παρά μόνο στο σχολείο κι αυτό γιατί ο μπαμπάς ήταν στη δουλειά εκείνη την ώρα.
Προσπαθούσαν να με πείσουν με τα επιχειρήματα των μεγάλων αλλά εγώ το μόνο που ήξερα ήταν πως αγαπούσα εκείνο το γέρικο δέντρο. ‘Ώσπου μια Κυριακή με ξεγέλασαν. Τα ξαδέρφια μου έπαιζαν αυτοσχέδιο θέατρο, γίνεται να μην υποστηρίξεις το σόι;.
Όταν γύρισα είδα πεσμένα τα κλαδιά στο δρόμο. Ο πατέρας μου, μ’ ένα πριόνι, κρεμασμένος στο δέντρο τρόμαξε απ’ την κραυγή μου. Έκλαιγα με λυγμούς και πότιζα με τα δάκρυά μου τα φύλλα, τα κλαδιά. Ο πρώτος μου χαμός... κι ο πρώτος δόλος από κείνον που προστάτευε τον κόσμο μου.
Σήμερα, εκείνο το δέντρο μου μιλάει ακόμα. Οι ρίζες του βρίσκονται κάτω από το περβόλι μας... Τις νιώθω...
Από τότε ξέρω γιατί δεν πεθαίνει αυτό που αγαπάς. Ζει στα σπλάχνα σου. Αλλά δε δίνει πια καρπούς, τους γεύεται μόνο το στόμα των αναμνήσεων.
Τώρα στην αυλή μας ερημιά...
Χρόνια λοιπόν αργότερα, εγώ, άρχισα να κόβω. Εσένα. Γιατί θα τα γκρέμιζες όλα. Με το τσεκούρι στα χέρια άρχισα σιγά-σιγά. Δε θυμάμαι σε ποιο χτύπημα θυμήθηκα εκείνο το δέντρο. Και σταμάτησα. Δεν πα να γκρεμιστούνε όλα. Το παιδί μέσα μου γιορτάζει και διψά να σκαρφαλώνει στα κλαδιά σου. Όμως... η γυναίκα πρόλαβε να σε πληγώσει. Την είδες με το τσεκούρι στο χέρι... και το άφησες να πέσει πάνω σου.
Αύγουστος 2006
Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-10-2006 | |