Οι υπεράνω υποψίας

Δημιουργός: meliviotis, Αντώνης Γιάγκος

Ποιος μου είπε να χώνω τη μύτη μου εκεί που δεν πρέπει....

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στης κοινωνίας το τσαντήρι,
Άνοιξα μια τρύπα κι έκανα μπανιστήρι!

Οι καθώς πρέπει κύριοι ξεβράκωτοι
Βρομούσαν απλυσιά και αμαρτία.

Κάποιες παρθένες που ξέχασαν αν ποτέ
ήταν κορίτσια
Βουτούσαν το δάχτυλο ανάμεσα στα σκέλια
Κι έγραφαν στο τεφτέρι τους το νιοστό εραστή
Πού κιόλας το όνομά του είχαν ξεχάσει.

Οι έντιμοι άπλωναν το χέρι επιδέξια
Κι άρπαζαν την τιμή των άλλων..

Οι δίκαιοι, αν με το χέρι δυνατό δεν ήταν,
Με το πόδι κατάφερναν τον ιδρώτα
να κλέψουν των αθώων.

Οι ηθικολόγοι με τα πισινά ξεχαρβαλωμένα
Αγχόνες έστηναν για τους δεκαπεντάχρονους
Που κάποια νύχτα, απ’ τ’ όνειρο σκανδαλισμένοι
Δεν άντεξαν κι αυνανίστηκαν.

Σιχάθηκα!
Αν και δεν το ‘θελα, ένιωσα άγιος!
Μα να χαρώ δεν πρόλαβα!

Με πήραν είδηση! Νάτοι!
Αγίων και δικαίων λεφούσια
Απ’ το τσαντήρι έβγαιναν.

Όλοι λευκοντυμένοι, πεντακάθαροι,
με μια ταμπέλα που έγραφε:
Υπεράνω πάσης υποψίας!

-Πιάστε τον! Φώναζαν και ούρλιαζαν.
-Σκοτώστε τον!
-Γδάρτε τον!
-Κρεμάστε τον!
-Μας κοίταζε κρυφά! Είναι ένας πρόστυχος ηδονοβλεψίας!

…….Και με κρέμασαν!!!!!

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-11-2006