Ου γαρ έρχεται μόνον (το χρήμα Δημιουργός: ftx, Ευτύχης Χαιρετάκης Εμένα μου φαίνεται μαλακία, είναι από τα πρώτα που έχω γράψει πριν από 11-12 χρόνια, αλλά σε κάποιους θα αρέσει! Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η ώρα είχε πάει τρεις και γύρναγα στο σπίτι,
να βρω το πιο όμορφο μωρό σε όλο τον πλανήτη.
Ήμουνα πτώμα απ' τη δουλειά κι ήθελα ένα μπανάκι,
κι ύστερα όνειρα γλυκά και πονηρά λιγάκι.
Κι όπως περνάω τη στροφή, χαρές και πανηγύρια,
στο πόδι όλη η γειτονιά, αγάδες και μπατίρια.
Λαός και λαοθάλασσα χειροκροτούν εμένα,
λιποθυμίες, ζητωκραυγές, κι εγώ τα 'χω χαμένα.
Γιατί τέτοια υποδοχή, προς τι, και ποιός ο λόγος
να στρώσουν κόκκινο χαλί, να κλαίνε παραλόγως;
Ιδιωτικά και κρατικά τηλεοπτικά κανάλια,
μικρόφωνα και κάμερες απ' όλα τα τσακάλια.
- Πείτε μας πώς αισθάνεστε που πιάσατε το ΛΟΤΤΟ,
και μύρια εκατομμύρια σας έδωσε το ΠΡΟΤΟ;
- Μα τι μου λέτε ρε παιδιά, δεν είναι ώρα για αστεία,
κόψτε την πλάκα κι άστε με σε λίγη ησυχία.
Και ψάχνω για την πόρτα μου, δε βρίσκω τα κλειδιά μου,
χτυπάω το κουδούνι -φτου- μου ανοίγει η πεθερά μου.
- Πώς από δω καλέ μαμά, μετά από τόσους μήνες,
πού άφησες τον πεθερό, τις κότες και τις χήνες;
Μα τι ήθελα και ρώτησα, δεν πρόλαβα, και νατοι,
γνωστοί και ξένοι απ' το χωριό, όλοι στο σαλονάκι.
- Τι διάολο γίνεται εδώ; ρωτάω τη δικιά μου,
κι εκείνη τρέχει κλαίγοντας μέσα στην αγκαλιά μου.
- Προηγούμενο το φάρδος σου μωράκι μου δεν έχει,
έπαιξες ΛΟΤΤΟ μια φορά και τώρα χρήμα βρέχει!
Και μου 'ρθε τότε στο μυαλό έρημη παραλία,
οι δύο μας στην αμμουδιά κι ο ήλιος σαν ταινία,
Μου 'ρθανε ξέγνοιαστες βραδιές, νύχτες χίλιες και μία,
όνειρα θερινής νυκτός κι όμορφη μελωδία.
Ό,τι κι αν ονειρεύτηκα, μπορώ να το 'χω τώρα,
και να ξεφύγω απ' τον κλοιό έφτασε πια η ώρα.
- Χαιρέτισε τη μάνα σου, φίλα τη και για μένα,
κι άντε να πάμε κάπου αλλού, σε γη παραδεισένια.
Πάω να βγω απ' την πόρτα μου κι ο κόσμος προσκυνάει,
τα χέρια τους στις τσέπες μου, μα αυτό ως πού θα πάει;
Γυρνάω μέσα και σκέφτομαι, δεν πρόκειται να φύγουν,
κάτι πρέπει να θυμηθώ, απ' το στρατό που ήμουν.
Σχέδιο άλφα διαφυγής η σκάλα υπηρεσίας,
ίσως κι ο αεραγωγός, έξοδος σωτηρίας.
Αρχίζω την προσπάθεια, όμως αποτυγχάνω,
γιατί όσοι είναι έξω από δω, τόσοι έιναι κι από πάνω.
Μια μεταμφίεση μετά πάω να δοκιμάσω,
μην τυχόν και τους γείτονες έτσι τους ξεγελάσω.
Ντύνομαι ράσα σαν παπάς και βγαίνω αεράτος,
μα ένα τσογλάνι φώναξε αμέσως - Νάτος, νάτος.
ʼτακτη υποχώρηση, γυρίζω στο οχυρό μου,
σχέδιο τρίτο ξεκινώ μ' ακμαίο το ηθικό μου.
Σκάβω για τον υπόνομο παρέα με κατσαρίδες,
φτάνω εν τέλει, μα κι εκεί πέφτω σε ριφιφίδες.
Ύστερα λέω περίμενε μέχρι να 'ρθει το βράδυ,
την πιο καλή απόδραση θα κάνω στο σκοτάδι.
Η πολιορκία λύθηκε κι η πόλις δεν εάλω,
θα αποτολμήσω έξοδο για' δεν αντέχω άλλο.
Βγαίνουμε το μωρό κι εγώ, στις μύτες περπατάμε,
σα γάτες μες στην ερημιά απ' τα σκυλιά το σκάμε.
Κι εκεί που λέω την κάναμε και σκάω ένα γελάκι,
βγαίνει ένας με μια κάμερα, να με ρωτήσει κάτι.
Δεν έχουν όσιο κι ιερό, βήμα δεν κάνουν πίσω,
και μόλις που κρατήθηκα άσχημα μην τους βρίσω.
Μα και η μούσα ένεπε για άνδρα πολυτρόπο,
και το καλό το παληκάρι ξέρει κι άλλο τρόπο.
Κάνω ένα τηλέφωνο στην ασφαλιστική μου,
ζητάω ελικόπτερο για τη διεύθυνσή μου.
Έρχεται ο σωτήρας μου, ξυπνάνε οι κοιμισμένοι,
φεύγουμε το μωρό κι εγώ, η ζωή μας περιμένει.
Το πλήθος κάτω χάνεται, σκάνε όλοι από ζήλεια,
κι η πεθερά κι οι συγγενείς κουνάνε τα μαντήλια.
...
Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-08-2004 | |