Ο καθρέφτης

Δημιουργός: nicolas

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

-Μυρτώ, κατακαημένο μου μη μου στεναχωριέσαι

Χαρά! Σαν ο πατέρας της τον Στέλιο θα γνωρίσει.

Σαββάτου βράδυ έφτασε, με ρόδια και λουλούδια
Και κάτσανε όλοι μαζί σε θαλπωρής τραπέζι
Και φάγανε, και ήπιανε, και ανοίξαν τις καρδιές τους

Σαν να τους άκουσε η Μυρτώ, μ’αγάπη να γελάνε,
απ τη κουζίνα που φτιαχνε, τσίπουρα για να πιούνε.

Μα φτάσαν τα μεσάνυχτα, είχε περάσει η ώρα
να φύγει ετοιμάστηκε άλλο μη τους κουράσει
τότε γυρνά ο γέροντας και χάρη του ζητάει
-Να…έχω καθρέφτη ξύλινο, βαρυ σαν την καρδιά μου
Να τον καρφώσουν δεν μπορούν τα γέρικα τούτα χέρια

-Κυρ Γιάννη μη το συζητάς, για με δεν είναι κόπος
Μα φερε πρόκα και σφυρί τον τοίχο να τρυπίσω

Τελειώνει τάχια την δουλειά, και τους καληνυχτίζει

-Λοιπόν μπαμπά… είπε η Μυρτώ, προτού να κλείσει η πόρτα
και αυτός γυρνά και απαντά με πίκρα της μιλάει
-Κόρη μου κάλια ξέχνα τον, δεν είναι αυτός για σένα
Εκείνη σάστισε με μιας και κλαίγοντας ρωτάει
-Πατέρα μου, μιλάς σκληρά, δεν το χα καν λογίσει
Μα εγώ σας είδα σε χαρά. Άκουσα να γελάτε!
-Γέλασαμε, μιλήσαμε ήπιαμε και σε σένα
μα μόλις που τώρα ένιωσα το λάθος φέρσιμο του

Τράβα να δεις πως έβαλε στο τοίχο το καθρέφτη
Είναι ψηλά, πολύ ψηλά, στο μπόι το δικό του
Εσύ και εγώ δεν φτάνουμε μητε με σκαλοπάτι!


Κόρη μου δεν με γελά…δεν θα με βγάλει ψεύτη
Τον εαυτό του αντίκρυσε μονάχα στο καθρέφτη

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-11-2006