Το Μαντήλι της Νεράιδας, 6

Δημιουργός: Νίνο Αυγέρης, Αντώνης

το τελευτεο κομματι τησ ιστοριασ αυτησ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μου γυρίζει την κουβέντα...............
-Τι έφερε η μάνα σου από την Αθήνα?
-Νίνο? Να πάρω το αμάξι να κατεβώ στα Γιάννενα για ψώνια??
-Πάρτο κι άσε με να κοιμηθώ
-Σιούκ* καμάρι μου. Να πιώμε* καφέ. Έφυγε αυτή.

Ήρθε η μεγάλη ώρα! Πως της έκοψε της μάνας μου να φύγει. Απορώ. Έσβησε πάλι τα Φώτα και μου ζήτησε να κλείσω τα παντζούρια. Φόρεσε το κόκκινο τούλι στο κεφάλι και καθίσαμε γύρω από την τάβλα*. Μόλις πήγε στο ρολόι δώδεκα ακριβώς το γιόμα*, η γιαγιά ξετύλιξε το άσπροκίτρινο από τον χρόνο τους κι έβγαλε τα δυο τελευταία της φύλλα!!
- Γιαγιούλα μου ήταν η καλύτερη Ανάσταση που έκανα στην ζωή μου μαζί σου.
Η μάνα μου χάβδασε* παραπέρα μαραζωμένη. Τις έκανα ότι ήθελα και τις δύο. Έσκαγε η μία. Πλάνταζε η άλλη. Γι’ αυτό είμαι μπακούρι σαράντα χρόνων! Είχα γυναίκες να μου κάνουν τα χατίρια. Οι άλλες ήταν για αλλά πράγματα…
Φωνές, βροντές και αστραπές, γοερό κλάμα. Μάϊο μήνα.
Η γιαγιά μου κοιμήθηκε. Πρώτη φορά μας είδα όλους να κλαίμε αληθινά. Ανάβω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και κάθομαι στην στέρνα της. Δεν καταδέχτηκε ποτέ να πιει νερό από την βρύση. Δεν ήταν κρύο έλεγε και μύριζε. Ήταν ο σκύλος της εκεί με την βαριά αλυσίδα. Κατά κάποιον τρόπο την ένοιωθε εκεί. Βεβαίως δεν ήμουν μόνος μου..ήταν και η γιαγιά μου εκεί… έτσι νόμιζα..
Έχω αρχίσει μα τρελαίνομαι μου φαίνετε.. Δεν είναι η φαντασία μου. Λες να έχω μπερδέψει την πραγματικότητα με την φαντασία? Πάει γύρισα κι εγώ. Ξαφνικά, έκανα και γυρνάω αργά, αργά το κεφάλι μου ...την βλέπω…κάθεται δίπλα μου και κλαίει. Είναι εκείνη η γυναίκα, με το μπλε γαλάζιο τούλι και τα διαμαντένια δάκρυα…!!! Παίρνω βαθιές ανάσες για να μην λιποθυμήσω και τελειώσει το όνειρο. Δεν τα καταφέρνω και πέφτω ξερός!!!!!

Λεξικό

Σιούκ = σήκω
Πιώμε = πιούμε
Τάβλα = χαμηλό τραπεζάκι που έριχναν τα χαρτιά οι παλιές
Γιόμα = μεσημέρι
Χάβδασε = έκατσε


Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-11-2006