Η σύσκεψη (2) Δημιουργός: αυγουστης, Αυγουστής Μαρούλης 2o και τελευταίο μέρος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info «Δεν σας ενδιαφέρουν αυτά που λέει ο συνάδελφός σας κύριε Σοφιανόπουλε, ή νομίζετε ότι επειδή πετύχατε τους στόχους σας δεν πρέπει να ενδιαφερόσαστε για το τι κάνουν οι υπόλοιποι και κατ’ επέκταση η ίδια η εταιρεία;» είπε ο Κέρβερος. Αμέσως όλοι ξύπνησαν μονομιάς και γύρισαν τα κεφάλια τους προς το μέρος του Γρηγόρη. Εκείνος στην αρχή αιφνιδιάστηκε. Αυτός ο άτιμος ο Κέρβερος του χάλαγε όλο τον ειρμό των σκέψεων, πιο ακατάλληλη στιγμή δεν υπήρχε για να τον διακόψει. Απ’ την άλλη πλευρά όμως το μυαλό του άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς ψάχνοντας για την κατάλληλη φράση που θα διέσωζε το επαγγελματικό του γόητρο.
«Και σεις δεσποινίς, το ρίξατε στη ψιλή κουβεντούλα με τον κύριο Σοφιανόπουλο σα να ήσαστε σε καμιά καφετέρια» συνέχισε ο Κέρβερος στρεφόμενος προς την Κατερίνα. Εκείνη στην αρχή χλόμιασε, μετά έγινε κατακόκκινη σαν αστακός και κατέβασε το κεφάλι έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Τότε επενέβη ο Γρηγόρης και έσωσε την κατάσταση:
«Μα γι’ αυτό ακριβώς συζητάγαμε με τη δεσποινίδα Καλατζοπούλου κύριε Γενικέ. Για την εταιρεία, για όλους εμάς που ανήκουμε σ’ αυτή τη μεγάλη οικογένεια…», έκανε μια μικρή παύση για να σκεφτεί τις επόμενες λέξεις κοιτώντας κατάματα τον Κέρβερο, ζυγιάζοντάς τον προσεκτικά. Ήταν μεγάλη μάρκα ο άτιμος ο Γρηγόρης, πρώτος στο παραμύθιασμα, γι’ αυτό οι περισσότεροι πελάτες της εταιρείας μόνο μ’ αυτόν ήθελαν να έρχονται σε επαφή για κλείσιμο συμφωνιών. Συνέχισε λοιπόν το τροπάρι του προσπαθώντας να τουμπάρει κοτζάμ Κέρβερο:
«Λέγαμε συγκεκριμένα για τον συνάδελφο τον κύριο Στάμου, ότι ξεκίνησε πολύ καλά, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που μας παρουσίασε και πως αν συνεχίσει έτσι-που του το ευχόμαστε ολόψυχα-θα βοηθήσει σημαντικά την εταιρεία στην επίτευξη των στόχων της, αλλά κι εκείνος θα βγει πολλαπλά ωφελημένος διότι η εταιρεία ξέρει να ανταμείβει τα στελέχη της…».
Ο Κέρβερος έριξε μια ματιά στον Γρηγόρη που συνέχιζε απτόητος να αγορεύει, μετά άλλη μια στην Κατερίνα που παρέμενε κατακόκκινη και χαμηλοβλεπούσα και τέλος είπε με φωνή που ’μοιαζε με κρώξιμο βατράχου:
«Καλά, καλά, καθίστε κύριε Σοφιανόπουλε, συνεχίστε παρακαλώ κύριε Στάμου».
Η σύσκεψη συνεχίστηκε για μισή περίπου ώρα ακόμη, αλλά ούτε ο Γρηγόρης, ούτε η Κατερίνα είχαν πλέον όρεξη να συνεχίσουν το φλερτ τους. Εκείνη μάλιστα, ήταν σα βρεγμένη γάτα, είπε ένα ξερό γεια κι εξαφανίστηκε, αφήνοντάς τον μ’ ένα σωρό ερωτηματικά. Το επόμενο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι σήμερα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Ο Γρηγόρης έλειψε για πέντε μέρες στην επαρχία, απ’ την επόμενη μέρα το πρωί, έως χθες το βράδυ που επέστρεψε. Όλες τις ώρες της ημέρας δεν του έφευγε απ’ το μυαλό η σκηνή της περασμένης Παρασκευής. Εκεί που χαιρόταν με το απροσδόκητο άνοιγμα της Κατερίνας, εκεί ήταν που τον έπιαναν οι αμφιβολίες κατά πόσον τον ήθελε ή τον δούλευε. Αφού έβρασε στο ζουμί του αυτό το διάστημα, αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα σήμερα που θα την έβλεπε-ενόψει σύσκεψης. «Πρέπει να δοθεί μια και καλή ένα τέλος σ’ αυτή την ιστορία. Η ταν ή επί τας!» σκέφτηκε. Γι’ αυτό κουβαλήθηκε απ’ τ’ άγρια χαράματα, ήταν τόσο αποφασισμένος και ανήσυχος που δεν τον χώραγαν οι τοίχοι του σπιτιού.
Όταν ανέβηκε στο γραφείο του όμως, ένα παράξενο κύμα ηρεμίας τον κατέλαβε απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. Σαν να είχε πάρει κάποιο ναρκωτικό, ένοιωθε ότι δεν τον άγγιζε τίποτα, ότι θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τα πάντα, ακόμα και μια ενδεχόμενη άρνησή της. Σ’ αυτή λοιπόν την κατάσταση, κάθισε στο στενό του γραφειάκι, σήκωσε το τηλέφωνο, σχημάτισε ένα τριψήφιο νούμερο και άκουσε απ’ την άλλη άκρη του σύρματος τη νυσταγμένη φωνή του καφετζή απ’ το κυλικείο του πρώτου ορόφου:
«Εμπρόϊις»
«Καλημέρα Σάκη!»
«Μέεερα» βέλαξε ο άλλος.
«Ένα φρέντο περιποιημένο στο 814».
«Έφτασεϊι, κυρ-Γρηγόρη», έλαβε τη διαβεβαίωση κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Στη συνέχεια άνοιξε τη εφημερίδα κι άρχισε να διαβάζει ξεκινώντας απ’ τ’ αθλητικά. Θα πρέπει να είχαν περάσει δυο-τρία λεπτά, όταν χτύπησε η πόρτα του.
«Ναι;» απάντησε περιμένοντας να ξεπροβάλλει το σουλούπι του καφετζή, έτοιμος ν’ αρχίσει τα ποδοσφαιρικά πειράγματα για την αιωνίως αντίπαλη με τη δικιά του ομάδα. Αντί γι’ αυτόν όμως ξεπρόβαλλε ο συνάδελφός του ο Δημήτρης Στάμου, ή μάλλον μόνο το κεφάλι του, γιατί το υπόλοιπο κορμί παρέμενε έξω απ’ το γραφείο.
«Καλημέρα Γρηγόρη. Μπορώ να περάσω;»
«Ασφαλώς Δημήτρη. Πέρνα μέσα, τι στέκεσαι εκεί;»
«Δεν θέλω να σ’ ενοχλήσω πρωί-πρωί…»
«Τι είναι αυτά που λες; Αλίμονο!», εκείνη τη στιγμή κατέφτασε ο καφετζής με την παραγγελία του κι ο Γρηγόρης συνέχισε: «Τι να σε κεράσω; Θα πιεις ένα καφεδάκι;»
«Όχι ευχαριστώ, ήπια ήδη».
«Μου φαίνεται ότι εσύ ήσουν πιο πρωινός κι από ’μένα!», είπε κι έβγαλε κάτι ψιλά απ’ την τσέπη του. Μετά στράφηκε προς τον καφετζή και του είπε πληρώνοντας τον:
«Έχε χάρη που ήρθε ο κύριος και τη γλίτωσες ρε κουρέλα, αλλιώς είχα να σου σούρω πολλά για την κατάντια σας την περασμένη Κυριακή».
«Γιατί κυρ-Γρηγόρη, αφού μας αδίκησε ο κωλοδιαιτητής, δυο πέναλτυ δεν μας έδωσε!» απολογήθηκε ο καφετζής
«Ας’ τα ρε, πτώματα ήσασταν, ούτε παιδική ομάδα δεν μπορούσατε να κερδίσετε, όσο για τα πέναλτυ που λες ήταν ανύπαρκτα». Και συνέχισε δίνοντας ένα τέλος στην κουβέντα: «Θα τα πούμε μιαν άλλη φορά όμως».
«Θα σας σκίσουμε την άλλη Κυριακή» είπε φεύγοντας ο καφετζής.
Ο Γρηγόρης γύρισε χαμογελώντας προς τον Δημήτρη, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και τον ρώτησε:
«Λοιπόν πως τα πας; Είσαι ευχαριστημένος εδώ;»
«Καλά είναι. Ακόμα εξοικειώνομαι, δεν είμαι σαν εσένα που μέσα σε δέκα μήνες έχεις γίνει ο top πωλητής της εταιρείας!»
«Τι top και ξε-top ρε Δημήτρη….» τράβηξε μια ρουφηξιά απ’ τον φρέντο του, έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα απ’ το συρτάρι του γραφείου, πρόσφερε ένα στον συνομιλητή του, άναψε κι αυτός ένα, συμπληρώνοντας «….με τέτοιους μισθούς και τέτοια ψωρογραφεία δεν έχει σημασία το top».
«Συμφωνώ και επαυξάνω…Όμως, όπως ο ίδιος είχες πει την περασμένη βδομάδα, η εταιρεία ξέρει να ανταμείβει τα καλά στελέχη της»
«Είπα εγώ τέτοια βλακεία; Απ’ την άλλη, για να το λέει τούτος εδώ πα’ να πει ότι πράγματι έτσι θα είναι» σκέφτηκε και κούνησε απλώς καταφατικά το κεφάλι.
«Αλήθεια, δεν μου δόθηκε από τότε η ευκαιρία να σ’ ευχαριστήσω για τα καλά σου λόγια στο meeting».
«Αυτός ή τρελάθηκε τελείως, ή πάει να τρελάνει εμένα, ποια καλά λόγια εννοεί;» ξανασκέφτηκε ο Γρηγόρης, δίχως να θυμάται να έχει πει λέξη απ’ αυτά που ο άλλος ισχυριζόταν ότι έχει πει! Παρ’ όλ’ αυτά, συνέχιζε να κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι, προσπαθώντας να δείξει ότι είναι μέσ’ το πνεύμα αυτής της συζήτησης.
«Μου έδωσες πολύ θάρρος τότε που ο Γενικός σου ’κανε το σχόλιο αυτό. Δεν περίμενα ότι θα υπήρχε ένα άτομο που θα μίλαγε με τόσο κολακευτικά λόγια για μένα, που τώρα ξεκινώ την καριέρα μου στην εταιρεία».
«Ο Κερβ…., δηλαδή ο Γενικός έκανε σχόλιο για μένα;»
«Ναι τότε που μιλάγατε με την κυρία Κατερίνα για το θετικό μου ξεκίνημα….»
Με το άκουσμα του ονόματός της, λες και φύσηξε ένας δυνατός αέρας και διέλυσε τα σύννεφα που κάλυπταν τον ορίζοντα Ο Γρηγόρης θυμήθηκε ξαφνικά τα πάντα. Καρέ-καρέ ξεχύθηκαν μπροστά του με κινηματογραφική ταχύτητα όλες οι σκηνές της περασμένης Πέμπτης, με την παραμικρή λεπτομέρεια. Μα ναι! Στην προσπάθειά του να προστατέψει την Κατερίνα-καθόλου δεν είχε σκεφτεί τον εαυτό του-είπε όλες αυτές τις μπούρδες που ο άλλος τις εξέλαβε σαν το πλέξιμο του εγκωμίου του. Και καλά έκανε ο άνθρωπος! Που να φανταζόταν ότι για την Κατερίνα ο Γρηγόρης, θα μπορούσε να πλέξει και το εγκώμιο του ίδιου του διαβόλου! Αισθανόμενος τύψεις γι’ αυτή την αθώα κατά τα λοιπά παρεξήγηση, του είπε:
«Μα ναι! Ασφαλώς, ασφαλώς…Πρόσεχε όμως! Μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα! Ένα καλό ξεκίνημα είναι πράγματι ότι καλύτερο…Η συνέχεια είναι πιο δύσκολη, γεμάτη αγκάθια και τρικλοποδιές. Εμείς οι πωλητές δίνουμε κάθε μέρα εξετάσεις και πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι και διαβασμένοι».
«Έχεις απόλυτο δίκιο Γρηγόρη. Σ’ ευχαριστώ και πάλι», είπε και σηκώθηκε να φύγει προσθέτοντας «να πηγαίνω τώρα, θα έχεις και δουλειά».
«Όχι κάτσε να μιλήσουμε λίγο ακόμα. Η δουλειά μπορεί να περιμένει».
Κάθισαν λοιπόν οι δυο τους και συζήτησαν περί ανέμων και υδάτων για κάνα μισάωρο ακόμα. Έμαθε πολλά για το Δημήτρη. Είχε τελειώσει το στρατιωτικό του πριν από έξι-εφτά χρόνια και έπιασε αμέσως δουλειά σαν πωλητής σε μια ανταγωνίστρια πολυεθνική εταιρεία, η οποία όμως πριν από λίγους μήνες αποσύρθηκε απ’ την Ελληνική αγορά κι έτσι έμεινε άνεργος. Πτυχίο δεν είχε, η πολύχρονη του εμπειρία όμως και μάλιστα στον ίδιο κλάδο, του άνοιξε εύκολα την πόρτα σ’ αυτήν εδώ την εταιρεία.
«Έτσι εξηγείται η άνεσή του, μ’ αυτή την εμπειρία θα μπορούσε να ήταν προϊστάμενός μου υπό άλλες συνθήκες, ενώ τώρα αναγκάζεται να ξεκινήσει σχεδόν απ’ την αρχή», σκέφτηκε ο Γρηγόρης ενώ τον ξεπροβόδιζε απ’ το γραφείο του. Η σκέψη του ξαναγύρισε γρήγορα στην Κατερίνα και την επικείμενη συνάντησή τους. Είχε να τη δει ακριβώς μια βδομάδα! Ποια θα ήταν άραγε η συμπεριφορά της;
Δεν άργησε να το μάθει…Ήταν γύρω στις έντεκα παρά τέταρτο κι ο Γρηγόρης έγραφε στον υπολογιστή του κάτι στατιστικά στοιχεία, όταν χτύπησε ξανά η πόρτα. Πριν καλά-καλά απαντήσει, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα εκείνη. Όταν την είδε έπαθε την πλάκα του. Άνοιξε το στόμα του να πει καλημέρα, αλλά έντρομος παρατήρησε ότι δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. «Αμάν, λες να έπαθα εγκεφαλικό;» ήταν η πρώτη του σκέψη, ενώ ταυτόχρονα έσφιγγε τα χέρια κάτω απ’ το γραφείο με τέτοια δύναμη, που τα δάκτυλα του μούδιασαν και πάνιασαν.
«Καλημέρα Γρηγόρη, καλώς όρισες!» είπε η Κατερίνα με μια φωνή ζεστή, όλο γλύκα.
«…Καλημέρα», κατάφερε επιτέλους να ψελλίσει, προσπαθώντας να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του. Την ξαναβρήκε γρήγορα κι έτσι μπόρεσε να παρατηρήσει καλύτερα την αναπάντεχη επισκέπτριά του. Φορούσε μπεζ σακάκι και παντελόνι, μ’ ένα λιλά μπλουζάκι μέσα στο οποίο φούσκωναν αγέρωχα τα πολλά υποσχόμενα στήθη της. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ, το πρόσωπό της έλαμπε ολόκληρο, τα υπέροχα μάτια της σπίθιζαν γεμάτα μυστήριο και πάθος, το στόμα της κατακόκκινο, με χείλη σαρκώδη, για φίλημα!
«Πως πήγε το ταξίδι; Χάθηκες βρε παιδί μου…Ούτ’ ένα τηλέφωνο δεν πήρες! Μήπως σε ξελόγιασε καμιά ομορφούλα επαρχιώτισσα και μας ξέχασες εντελώς;»
«Να τα μας!», σκέφτηκε ο Γρηγόρης «άρχισαν τα όργανα. Τηλέφωνο, ενδιαφέρον, ψιλοζήλειες. Προχωράμε κανονικά, εκεί απ’ όπου είχαμε μείνει κι ακόμα καλύτερα!»
«Δεν ήξερα αν ήθελες να σε πάρω τηλέφωνο. Δεν σ’ έχω πάρει ποτέ, δεν το έχω καν!» απάντησε, απορώντας με τον ίδιο του τον εαυτό.
«Γραψ’ το τότε, να το ’χεις!» του είπε επιτακτικά σχεδόν η Κατερίνα.
«Αμέσως!» Πήρε στυλό κι ένα μικρό χαρτί απ’ το γραφείο του κι ετοιμάστηκε να γράψει. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ξαφνικά ο area manager του!
Κοίταξε μια τον ένα και μια την άλλη και είπε:
«Συγγνώμη που διακόπτω, αλλά μας θέλει ο Γενικός τώρα αμέσως, Γρηγόρη!»
Εκείνος έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα μετέωρος, με το στυλό στο χέρι να του φαίνεται βαρύ σαν ρόπαλο. Ένα ρόπαλο που πολύ θα ’θελε να κράταγε και να κοπάναγε τον area manager, τον Γενικό και όλους όσους τολμούσαν να τον διακόψουν στις πιο ευχάριστες, στις πιο προσωπικές του στιγμές, πάνω που θα έγραφε το μαγικό νούμερο του τηλεφώνου της.
«Δεν πειράζει, θα το γράψω αργότερα, στη σύσκεψη», σκέφτηκε και γύρισε προς την Κατερίνα κλείνοντάς της το μάτι σαν να της έλεγε «θα τα πούμε σε λίγο, όταν κάτσουμε δίπλα-δίπλα». Ύστερα στράφηκε προς τον area manager λέγοντας: «Πάμε κύριε Χαραλαμπίδη». Φεύγοντας, με την άκρη του ματιού μόλις που διέκρινε το δροσερό χαμόγελο της και προχώρησε γεμάτος ευτυχία, μαζί με τον Χαραλαμπίδη προς τις σκάλες.
«Καλώς τους! Καθήστε κύριε Χαραλαμπίδη! Καθήστε κύριε Σοφιανόπουλε!» τους υποδέχτηκε ο Κέρβερος, όλο γλύκες.
«Τι να μας θέλει ο άτιμος ο Κέρβερος τέτοια ώρα κατ’ ιδίαν» είπε από μέσα του ο Γρηγόρης, ενώ απ’ έξω, άκουσε το στόμα του να λέει ευγενικά «καλημέρα σας κύριε Γενικέ»
Αφού ξεμπέρδεψαν με τις καλημέρες και τις υπόλοιπες φιοριτούρες, ο Γενικός άρχισε μια ακατάσχετη φλυαρία που κράτησε σχεδόν είκοσι λεπτά. Μετά έβαλε τον Γρηγόρη και τον προϊστάμενό του να αναλύσουν πλήρως τις πωλήσεις του δεκαμήνου, πράμα που κράτησε καμιά ώρα. Τελειώνοντας, ο Γρηγόρης έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόϊ του και διαπίστωσε ότι ήταν δώδεκα και είκοσι, μόλις δέκα λεπτά πριν απ’ την έναρξη της σημερινής σύσκεψης. Άργησε και άρχισε να φοβάται ότι δε θα προλάβει να κάτσει μαζί με την Κατερίνα Τι τους έβαλε ο αναθεματισμένος ο Κέρβερος κι έκαναν όλη αυτή την εκτεταμένη ανάλυση; Δεν πιστεύει να τους ξαναβάλει να τα ξαναπούν και κατά τη διάρκεια της σύσκεψης! Θα είναι πολύ μεγάλος σαδιστής!
«Και τώρα στο προκείμενο» ξανάρχισε ο Κέρβερος, «έχω να σας ανακοινώσω κάτι πολύ σημαντικό!»
«Πάει δεν πρόκειται να προλάβω τη θέση! Τόσα κοράκια καραδοκούν να κάτσουν μαζί της!», σκέφτηκε ο Γρηγόρης.
«Βάσει των αποτελεσμάτων του δεκαμήνου, εσύ Γιώργο, κι εσύ Γρηγόρη βγαίνετε πρώτοι στις πωλήσεις, με συντριπτική ποσοστιαία αύξηση. Ακόμα και τίποτα να μην πουλήσετε τους επόμενους δύο μήνες, πάλι πρώτοι θα είστε. Γι’ αυτό και η εταιρεία αποφάσισε να σας δώσει ένα καλό μπόνους, το οποίο και θα λάβετε στις αρχές του νέου έτους. Συγχαρητήρια παιδιά! Και τώρα εμπρός! Πάμε για τη σύσκεψη. Έχουμε ήδη αργήσει!»
«Το παλιόμουτρο ο Κέρβερος! Λες και δεν το ξέραμε ότι είχα τις καλύτερες πωλήσεις! Τυχερός κι ο Χαραλαμπίδης που του ανέβασα τα ποσοστά, γιατί οι άλλοι δύο πωλητές της περιφέρειάς του ίσα –ίσα που κρατήθηκαν στα ίδια με τα περσινά επίπεδα», σκέφτηκε ξανά ο Γρηγόρης και συνέχισε «τα είπε όλ’ αυτά για να μας παροτρύνει έμμεσα να φορτσάρουμε περισσότερο τους δυο τελευταίους μήνες. Το αποτέλεσμα είναι να κινδυνεύω να μην κάτσω δίπλα στην Κατερίνα μ’ όλη αυτή την καθυστέρηση».
Ξεκίνησαν κι οι τρεις για τον κάτω όροφο στην αίθουσα συσκέψεων. Η ώρα ήταν μία παρά είκοσι πέντε. Μπαίνουν μέσα, χάος! Γεμάτη ασφυκτικά, πατείς με πατώ σε! Ο Γρηγόρης κοιτάζει ερευνητικά, ψάχνει για την Κατερίνα. Νάτη! Αλλοίμονο! Δυο νταβλαράδες με κουρεμένο μαλλί και άψογες κουστουμιές κάθονται δεξιά κι αριστερά της. Θέλει να την πλησιάσει, αλλά δεν μπορεί! Ο Κέρβερος του κάνει νόημα να κάτσει δίπλα του. Κάθεται μηχανικά, σε αναμμένα κάρβουνα! Την κοιτάζει με νόημα, τα βλέμματά τους διασταυρώνονται. Δεν μπορεί να της μιλήσει, δεν μπορεί να της πει τίποτα. Κι αυτό το καταραμένο τηλέφωνό της, δεν το έχει, να την πάρει να μιλήσουνε να της πει αυτά που έχει τέλος πάντων να της πει! Κι αύριο πρωί-πρωί ξαναφεύγει για επαρχία, τελευταίο ταξίδι της χρονιάς. «Δεν πειράζει! Την άλλη Παρασκευή θα της ζητήσω να βγούμε οπωσδήποτε!»
Η σύσκεψη ξεκινά. Τα πρόσωπα που μιλούν εναλλάσσονται διαδοχικά σαν φιγούρες του Καραγκιόζη. Ο χρόνος κυλά αδυσώπητα βασανιστικά. Του Γρηγόρη ο χρόνος έχει σταματήσει σ’ εκείνη. Εκείνη πριν, εκείνη μετά, αλλά τώρα; Τώρα είναι τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά, τώρα είναι σχεδόν απέναντί του, αλλά ούτε να της μιλήσει μπορεί, ούτε να μυρίσει το ερεθιστικό της άρωμα, ούτε ν’ ακουμπήσει το πόδι του στο δικό της τάχα μου, ούτε τίποτα. Και το χειρότερο; Θα κάνει να την ξαναδεί μια ολόκληρη βδομάδα, άλλη μια βασανιστική βδομάδα, δεν θ’ αντέξει! Η σύσκεψη τελειώνει, όλοι φεύγουν. Ο Γρηγόρης μαζεύει τα συμπράγκαλά του άρον-άρον και τρέχει προς το ασανσέρ μήπως και την προλάβει, να της πει τουλάχιστον ένα γειά. Πού είναι; Εξαφανίστηκε, άνοιξε η γη και την κατάπιε; Πάει έφυγε, σέρνει περίλυπος τα βήματά του προς τ’ αυτοκίνητο, με βαριά καρδιά ανοίγει την πόρτα και…
«67952231»
«Τι;» γυρνάει απορημένος. Τότε την βλέπει. Είν’ εκεί, έξω απ’ τ’ αυτοκίνητο και τον περιμένει! «Η Κατερίνα, Θεέ μου δεν είναι δυνατόν!» μήπως ονειρεύεται;
«Το τηλέφωνό μου, το σταθερό είναι 67952231. Όσο για το κινητό, δεν το θυμάμαι απ’ έξω…Στάσου να δεις!…» και βγάζει απ’ την τσάντα της ένα μικρούλι κινητό, το πληκτρολογεί και λέει ένα νούμερο. Ποιο, δεν έχει σημασία, γιατί δεν την ακούει πλέον, είναι χαμένος μέσα στο ίδιο του τ’ όνειρο, που τώρα μόλις ξεκινά, καθώς της ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού!
ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ ΜΑΡΟΥΛΗΣ
Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-11-2006 | |