Τα ωραία τραγούδια θέλουν μελαγχολικές φωνές

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

...καληνύχτα σας...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[I][B]"Τα ωραία τραγούδια, θέλουν μελαγχολικές φωνές"


Αύριο είναι η μεγάλη μέρα.
Θα πάω να παραλάβω το πρώτο βραβείο της καριέρας μου.
Θα ντυθώ, θα βάλω τα καλά μου, θα ξυπνήσω νωρίς.
Δούλευα δύο χρόνια σερί, για να φτάσει κάποτε αυτή η στιγμή
όχι η στιγμή της αναγνώρισης, προς Θεού, δε με ενδιαφέρει
ποτέ δε το είδα έτσι. Η στιγμή της αλήθειας μόνο.
Εκεί που πρέπει τα λόγια να είναι ατόφια, πεζά, όχι ποιητικά.
Ίσως χρειαστεί να απαγγείλω το έργο μου, μπροστά στο κοινό.
Πλάκα θα έχει, θα πρέπει να καθαρίσω το λαιμό μου
να πάρω βαθιές ανάσες, να πάρω δύναμη και κουράγιο.
Έγραφα για το “γαμώτο”, την αιώνια θλίψη μου
έγραφα για μένα, για ‘κείνους που ήθελαν να με ακούν
να μαθαίνουν από μένα, να μην επαναλαμβάνουν τα λάθη.
Έγραφα για όσα δε γνώρισα, όσα αγάπησα και δε μ’ αγάπησαν.
Έγραφα για όλους, για όλα, την ώρα που τα μάτια μου δάκρυζαν.
Έκλαιγα και έπιανα το μολύβι, αν το άφηνα θα ξεχνούσα τι ήθελα να γράψω.
Άνοιγα τον υπολογιστή, να δω τα καινούργια μου email
πάντα ο λογαριασμός άδειος, έκλαιγα, βαλάντωνα κι έγραφα.
Ήθελα να μοιραστώ αυτό το βραβείο, με το άλλο μισό μου
να μην ξυπνήσω μόνος, να ξυπνήσω μαζί της, να είναι για ‘κείνη.
Ήθελα να μοιραστώ μαζί της τη χαρά μου, να με νιώσει
να γελάσει, να λάμψει όταν θα παραλάμβανα το βραβείο μου.
Το έπαθλο θα ήταν δικό της, θα είχε σχεδιαστεί για τα μέτρα της.
Οι στίχοι μου, πουλιά που πετάνε στον ουρανό κι αναζητούνε ψυχές
αναζητούνε έρωτα και λατρεία, όχι βραβεύσεις και διαγωνισμούς.
Υπάρχουν τόσοι ταλαντούχοι ποιητές, που τους τρώει η αφάνεια.
Ίσως επειδή δε θέλησαν να δημοσιοποιήσουν τα έργα τους, ποτέ.
Τα φύλαξαν σε ένα καλά κλειδωμένο ερμάριο, για χρόνια.
Πάλιωσαν σαν το παλιό καλό κρασί, που όσο παλιώνει γλυκαίνει.
Κι όμως εκείνα θα ήταν τα πιο αληθινά ποιήματα, τα ατόφια, τα πεζά.
Εκείνα θα ήταν τα πιο όμορφα ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ.
Ήθελα να της κρατήσω το χέρι, όπως γίνεται στις απονομές βραβείων
όπου ο πρωταγωνιστής της ταινίας, κρατάει σφιχτά το χέρι της συνοδού του
κι όταν ανακοινώνεται από την επιτροπή, πως κέρδισε το βραβείο αντρικού ρόλου
της δίνει ένα γρήγορο φιλί στο στόμα και πετάγεται από τη θέση του
κατευθυνόμενος στη σκηνή, για να παραλάβει το τρόπαιο, για εκείνη.
Ήθελα να την κοιτάξω στα μάτια και να της πω “ξέρεις, αυτό το ποίημα
το έγραψα για σένα, ναι για σένα, εσένα που με κοιτάζεις μ’ αυτά τα μάτια”.
Όπως ακριβώς το λέει το τραγούδι της Πρωτοψάλτη “τι με κοιτάζεις μ’ αυτά
τα μάτια, αυτό που ζήσαμε σκοτάδι και μας πνίγει, εσύ μια κούκλα
στα σκαλοπάτια, κι εγώ τρενάκι που δεν πρόκειται να φύγει”.
Ακούω τώρα το τραγουδάκι των Scorpions, που με συγκινούσε πάντα
“maybe I, maybe You, can find the key to the stars,
to catch the spirit of hope, to save one hopeless heart”.
και κλαίω όπως έκλαιγα τα δύο τελευταία χρόνια που έγραφα, έγραφα ασταμάτητα.
Ένιωθα πως η ζωή είναι πολύ μικρή για να καθυστερήσω, κι όλο έγραφα
λες και κάποιος την επόμενη χρονική στιγμή, θα ερχόταν να με δολοφονήσει.
Φοβόμουν όχι για τη ζωή μου, αλλά μήπως δεν προλάβω να πω όσα ήθελα
κι όσα ήθελα να πω, γέμισαν τόμους ολόκληρους, φάνηκαν στην πορεία.
Τρεις τόμοι, 270 σελίδων ο καθένας, 500 ποιήματα και 15 ψυχογραφήματα.
Και δε χώρεσε όλη η ζωή μου, χωρέσαν μόνο τα όνειρά μου, τα “θέλω” μου.
Χώρεσε μόνο ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η αποτυχία, η μιζέρια, το κλάμα μου
χώρεσε μόνο η αλήθεια μου, ναι εκείνη η δική μου, η γνήσια αλήθεια
εκείνη που όταν ανοίγω το στόμα να την εκφράσω, όλοι γύρω μου φεύγουν.
Μαρία έλεγαν την αλήθεια μου, όλοι σας έχετε μια Μαρία, έτσι δεν είναι;
Πάντα κάπου, υπάρχει μια Μαρία για όλους μας, να μας δίνει τροφή και κουράγιο.
Η δική μου Μαρία, με έθρεψε με 500 ποιήματα και 15 ψυχογραφήματα.
Τη σκεφτόμουν και έγραφα, ο,τι ήθελα να της πω, γιατί γνώριζα πως ποτέ
δε θα μπορούσα να τα εκφράσω, όπως δεν κατάφερα να τα εκφράσω και τότε.
Έμεινε η έκφρασή μου μισή, κοιτώντας τα μάτια της, συγκινημένα απ’ το φλερτ.
Της είχα πιάσει το χέρι και την κοίταζα κατάματα, μου είπε “έχω δουλειά”
μου είπε “πρέπει να φύγω”, μα το βλέμμα της έμενε καρφωμένο στο δικό μου.
Κι εγώ την κοίταγα και την κοίταγα, κι ύστερα άφησα το χέρι της, την έχασα.
Για σένα τα έγραψα Μαρία, όλα για σένα, εσένα σκεφτόμουν, από σένα ξεκίνησα.
Άρχισα από τα μάτια σου, περιέγραψα το κορμί σου, ζωγράφισα τις κινήσεις σου
σχεδίασα τα όνειρά σου, τα έκανα να ταυτίζονται με τα δικά μου, ίδια, ολόιδια.
Είδες τι μπορείς να κάνεις με το μολύβι σου; Μπορείς να διαλύσεις τον κόσμο
και να τον φτιάξεις πάλι από την αρχή, όπως θα ήθελες εσύ να γίνει.
Μπορείς να φτιάξεις κάστρα και πολιτείες στην έρημο, να βάλεις ιππότες
στρατιώτες κι αυλικούς να το φυλάνε, και να προσέχουν την πριγκίπισσά σου
όταν θα λείπεις σε ταξίδια με τα καράβια, στο απέραντο γαλάζιο της ιστορίας σου.
Για σένα τα χάραξα Μαρία, όπως χαράζει η άμμος την πέτρα και της αφήνει σημάδια.
Σχεδίασα τον κόσμο μας, όπως θα ήθελα να τον ζήσουμε παρέα, σήμερα, μαζί.
Μην κοιτάς που κλαίω, ψέματα είναι, χαίρομαι που είσαι καλά, να ζεις Μαρία.
Εγώ αύριο θα ξυπνήσω νωρίς, θα φορέσω τα καλά μου, Κυριακή πρωί στις 10.
Θα πάω να παραλάβω μόνος μου το βραβείο, που κέρδισαν τα παλάτια μας.
Μην ανησυχείς, είμαι καλά, δεν έχω φίλους να τραγουδήσω, έχω ελπίδες εγώ.
Δεν έχω άνθρωπο να πω τον πόνο μου, γιατί ο πόνος μου είναι σκληρός και πονάει.
Ποιος θέλει να πονέσει από τα χείλη μου; Ποιος θέλει να κλάψει στην αγκαλιά μου;
Κλείστηκα μέσα σ’ ένα δωμάτιο και έγραφα δυο χρόνια. Τ’ άλλα 27 μου μάθαινα.
Έφτασα τα 30 και ξέχασα να ζήσω, να γλεντήσω, να αγαπήσω, να ερωτευτώ
κι ο πόνος μου, “μουγγός τραγουδιστής”, όπως η συλλογή του Θανάση.
Έχτιζα λιθαράκι-λιθαράκι τους “κήπους στον παράδεισο” που ήθελα να σβήσω.
Κάπως έτσι δεν πεθαίνουν όλοι; Γράφουν τ’ απωθημένα τους, όλη τη ζωή
κι έρχονται μετά από 10 χρόνια οι κριτικοί της τέχνης, και τα κάνουν σμπαράλια.
Έφτιαξα τη σχεδία μου να πηγαίνω ταξίδια στα όνειρά μου, τα φτωχικά βράδια.
Ξέμεινα τώρα από πανιά και κούτσουρα για το Χειμώνα και ναυάγησα.
Δεν είναι τίποτα, μην κοιτάτε που κλαίω τώρα, αύριο στην απονομή θα ‘μαι περδίκι.
Θα γελάω, θα γελάω με το ψεύτικο χαμόγελο που βρήκαν τα χείλη μου
από τότε που ήμουν παιδί ακόμα κι έμεινε στο πρόσωπο και ξεχάστηκε.
Έχει κολλήσει το χαμόγελο σαν ρετσινιά, που δε λέει να στερέψει ποτέ.
Μην κοιτάτε που κλαίω τώρα, θα γελάσω όταν έρθει η ώρα μου, όταν θα ‘μαι
μαζί σας, κάποτε, εκεί ψηλά, να πετάω σαν άγγελος στον παράδεισό μου.
Τότε θα γελάω, και το χαμόγελο θα φτάνει μέχρι τ’ αυτιά μου, όχι όπως τώρα.
Πολλά είπα για σήμερα, πολύ έκλαψα, μη σας πικραίνω άλλο.
Άντε καληνύχτα, στα κρεβάτια σας και φρόνιμα, να είστε καλά παιδιά.
Εγώ δε θα κλείσω μάτι σήμερα, γιατί αυτή τη νύχτα δε θα σκέφτομαι τη Μαρία.
Θα σκέφτομαι το άδικο, την παλιοκοινωνία, τη φτώχεια, την καλοπέραση.
Κάποιοι θα γλεντάνε ως το πρωί, θα κάνουν “μπαρότσαρκες” και “nightlife”.
Κάποιοι θα πεθαίνουν στο δρόμο από ασιτία κι από υπερβολική δόση ηρωίνης.
Κάποια ποιήματα, θα σβήνουν μέσα σε κλειδωμένα ερμάρια, θα πεθαίνουν
λίγο-λίγο κάθε μέρα, θα κιτρινίζουν και θα χάνονται από το χρόνο.
Κι εγώ θα μένω άγρυπνος να σκέφτομαι, να αφουγκράζομαι την αλήθεια μου.
Αύριο είναι η μεγάλη μέρα.


Γιώργος Κ[/B][/I]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-12-2006