Χριστουγεννιάτικο Δημιουργός: Ίμερος, Μιχάλης Κάρος Σας εύχομαι να έχετε τους αγαπημένους σας κοντά σας αυτές τις μέρες Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Καθώς βράδιαζε, στο δρόμο του χωριού φάνηκε, ένας ασπρομάλλης άντρας με μακριά μαλλιά και γένια. Φορούσε ένα περίεργο καπέλο γυρτό στο πλάι που του έκρυβε το μισό πρόσωπο, περπατούσε μονάχος και μονολογούσε. Κανείς απ' όσους τον άκουσαν δεν καταλάβαινε τι έλεγε, σαν να μιλούσε μια ξένη γλώσσα. Έκατσε στα σκαλιά της εκκλησίας κι έμεινε ακίνητος, σαν να περίμενε κάτι ή κάποιον, μέχρι που βράδιασε για τα καλά. Τα χαμηλά φώτα της πλατείας του χωριού σαν φώτιζαν τη μορφή του νόμιζες πως έβλεπες άγαλμα. Τα ανάκατα γένια του και τα παλιά του ρούχα τον έκανα να φαντάζει έτσι παράξενα.
Ήταν περασμένη η ώρα, όταν οι άνδρες ένας-ένας έφευγαν από το καφενείο του χωριού για τα σπίτια τους. Τον κοίταζαν φεύγοντας και έριχναν μια τελευταία ματιά, κουνούσαν το κεφάλι τους και έπαιρναν το δρόμο για το σπιτικό τους. Ο κυρ Θύμιος ο καφετζής έκλεισε το μαγαζί και ετοιμάστηκε να φύγει κι αυτός.
Κοντοστάθηκε περνώντας μπροστά στον ασπρομάλλη άντρα και του είπε:
- χρόνια πολλά σου πατριώτη,
- χρόνια πολλά και καλά και σε σένα κυρ Θύμιο.
- τι σε φέρνει από τα μέρη μας χρονιάρες μέρες,
- περαστικός είμαι το πρωί θα φύγω πάλι για τα μέρη μου,
- έχεις που να μείνεις απόψε,
- όχι κυρ Θύμιο, εδώ θα κάτσω μέχρι να ξημερώσει,
- δεν έρχεσαι μέχρι το σπίτι να φάμε ένα πιάτο ζεστό φαγητό και κάπου θα βρούμε και μια γωνιά και για να περάσεις τη νύχτα. Σηκώθηκε τότε ο άνδρας και περπατώντας για το σπίτι του καφετζή γυρνάει και του λέει:
- Να σαι καλά κυρ Θύμιο, το καλό που κάνεις κάποια μέρα θα στο ξεπληρώσω.
Άστα αυτά τώρα πατριώτη, δεν σου ζητάω πληρωμή, χρονιάρες μέρες είναι, δεν κάνει να είσαι μόνος σου.
Έφτασαν μετά από λίγο στο σπίτι του καφετζή, ανοίγει την πόρτα και λέει,
- γυναίκα έχουμε επισκέπτη, βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι.
Από το βάθος του δωματίου σηκώθηκε από το σκαμνί που καθόταν κοντά στη φωτιά, μια αδύνατη γυναίκα, και πλησίασε το τραπέζι,
- Ναι Θύμιο μου, αμέσως.
- Βρε γυναίκα τι έχεις πάλι έκλαιγες
- Όχι Θύμιο μου από τον καπνό είναι.
- Καλά, βάλε φαγητό τώρα και τα λέμε μετά. Κάθισε πατριώτη, να βγάλω τα παπούτσια μου κι έρχομαι.Έστρωσε το τραπέζι η γυναίκα και έβαλε και ένα πιάτο ακόμα στην πάνω μεριά του τραπεζιού. Ήρθε και ο καφετζής και κάθισε στη θέση του, απέναντι από το άδειο πιάτο.
- Περιμένουμε κι άλλον ρώτησε αδιάφορα ο ξένος.
- Όχι πατριώτη, δεν πρόκειται να έλθει κανείς είπε ο κυρ Θύμιος.
- Συνήθεια είναι, από τότε που χάθηκε ο γιο μας στη θάλασσα, πάντα υπάρχει ένα πιάτο ακόμα, θέλουμε να πιστεύουμε πως κάποια μέρα μπορεί και να φανεί.
- Να τον περιμένετε και σύντομα μάλιστα είπε ο ταξιδιώτης.
Ο καφετζής με τη γυναίκα του κοιτάχτηκαν για λίγο και δεν μίλησαν, ένας βουβός πόνος φάνηκε στα μάτια τους. Έβαλε η γυναίκα το φαγητό στα πιάτα και αφού έκαναν το σταυρό τους άρχισαν να τρώνε σιωπηλά. Όταν τέλειωσαν το φαγητό, είπε ο κυρ Θύμιος στη γυναίκα του,
- Φανή στρώσε κοντά στη φωτιά, στον ξένο να κοιμηθεί, έρχεται από μακρυά και είναι πολύ κουρασμένος.
Όσο να ετοιμάσει τα σκεπάσματα η γυναίκα ο κυρ Θύμιος μάζεψε το τραπέζι αφήνοντας το άδειο πιάτο στη θέση του. Πριν να φύγουν άναψε μια λάμπα πετρελαίου και την άφησε πάνω στο τραπέζι ο καφετζής, για ώρα ανάγκης του είπε και έφυγαν από το δωμάτιο πηγαίνοντας για την κάμαρά τους, αφήνοντας μόνο του τον παράξενο άνθρωπο..
Το πρωί ακόμα πριν να φέξει και σηκωθούν οι νοικοκυραίοι, σηκώθηκε ο ταξιδιώτης πρώτος και σιγά-σιγά για να μην κάνει θόρυβο και πήγε στο νεροχύτη. Εκεί βρήκε ένα ξυράφι και το πινέλο του καφετζή και άρχισε να ξυρίζεται με τη βοήθεια της λάμπας. Όταν τελείωσε ένα άλλο πρόσωπο φάνηκε, πρόσωπο αντρικό αλλά ταλαιπωρημένο. Πέταξε από πάνω του τα κουρελιασμένα ρούχα και έβγαλε από το σάκο που κουβαλούσε κάποια άλλα πολύ καλύτερα και τα φόρεσε. Σήμερα είναι Χριστούγεννα και όλος ο κόσμος φοράει τα καλά του και πάει στην εκκλησία, μονολόγησε. Κάθισε στο τραπέζι μπροστά στο άδειο πιάτο και περίμενε το αντρόγυνο. Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-12-2006 | |