Το στοιχειωμένο σπίτι της Καλαμάτας Δημιουργός: Νίνο Αυγέρης, Αντώνης Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [I]Σε ένα χωριό στην Καλαμάτα, κάπου κοντά στην παραλία του καβομαλιά, ζούσε ένα ζευγάρι. Είχαν κάνει μαζί δύο παιδιά και τώρα η γυναίκα ήταν στον 5ο μήνα της εγκυμοσύνης του τρίτου παιδιού. Ο άντρας της ήταν ναυτικός και δούλευε σε καράβια. Όταν λοιπόν γέννησε, κάλεσε ένα τελώνιο* για να δώσει μία ευχή στο παιδί. Όπως είχε κάνει και με τα άλλα δύο της παιδιά. Αυτός όμως ο τελώνιος της ζήτησε να δώσει την ψυχή της. Έτσι αυτή αρνήθηκε και το αντάλλαγμα της άρνησής της ήταν να εξαφανιστεί το παιδί.
Το επόμενο πρωί, έστειλε στον άντρα της ένα γράμμα. Του έλεγε και καλά είναι επείγον να γυρίσει και έτσι τρέχοντας αυτός, φεύγει από τα καράβια για να πάει να δεί τι της συμβαίνει.
Εντωμεταξύ οι χωρικοί έχουν πάρει γραμμή τι γίνεται και την ενοχοποιούν ότι αυτή σκότωσε το παιδί της και έτσι γυναίκα απομακρύνεται από όλο το χωριό. Τρεις μήνες αργότερα ο άντρας της γυρνάει από το ταξίδι του και ακούει τα μαύρα μαντάτα από το χωριό. Νευριασμένος και οργισμένος γι αυτά που άκουσε, έρχεται και γίνεται ένας τσακωμός στο σπίτι με την γυναίκα του και σηκώνετε και φεύγει και πάλι για τα καράβια.
Μετά από τρεις μήνες λαμβάνει ένα γράμμα που λέει ότι η γυναίκα του έφυγε με τα δύο της παιδιά. Όταν το διάβασε αυτός, νταλάκιασε* και έπεσε στην προπέλα του καραβιού και έγινε χίλια κομμάτια.
Επί 20 ολόκληρα χρόνια αγόραζαν το σπίτι ψαράδες και οικογένειες και όλοι με έναν μαγικό τρόπο πέθαιναν. Κάποια στιγμή το σπίτι αγοράστηκε από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Όλο το χωριό τους παρότρυνε να φύγουν γιατί το σπίτι ήταν καταραμένο. Αυτοί όμως αποφάσισαν να μείνουν. Είχε μια ωραία φεγγαράδα εκείνο το βράδυ και το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν είχε μπορούσε να κοιμηθεί. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν να ψάχνουν όλο το σπίτι. Κουρασμένοι κάποια στιγμή από το ψάξιμο, πέσανε να κοιμηθούνε, παραλείποντας όμως μία πόρτα που δεν την είχαν ανοίξει. Ο γέρος ήταν ψαράς κι έτσι η θάλασσα τον καλούσε συνεχώς εκείνο το βράδυ. Όμως η γριά του είπε να μην πάει γιατί είχε ένα κακό προαίσθημα. Έτσι λοιπόν έμεινα όλη την νύχτα ξάγρυπνοι φρουροί.
[B]Το τελευταίο βράδυ[/B]
Το βράδυ εκείνο είχε πανσέληνο και οι χωρικοί είπαν στο ηλικιωμένο ζευγάρι να τους φιλοξενήσουν για μία τουλάχιστον ημέρα μέχρι να φύγει η πανσέληνος, γιατί κατά διαβολεμένη σύμπτωση όλοι οι προηγούμενοι αγοραστές του σπιτιού είχαν πεθάνει στην πανσέληνο. Το ζευγάρι του είπε πάλι όχι, αλλά είχαν και την απορία γιατί όλο το χωριό τρέμει το σπίτι αυτό. Είχαν αφήσει μία πόρτα ακόμα που δεν είχαν ανοίξει κι έτσι άρχισαν να σπρώχνουν την πόρτα καθώς ήταν κλειδωμένη. Όση όμως προσπάθεια κι αν κατέβαλαν η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτα. Μετά από πολύωρες προσπάθειες η πόρτα άνοιξε. Ένα φώς, δυνατότερο από τον ήλιο τους στράβωσε. Το φώς χάθηκε από την μία στιγμή στην άλλη. Και τότε αντίκρισαν ένα ξανθό παιδί με καταγάλανα μάτια, όμοιο με άγγελο. Μετά από αυτό το φως επανήλθε και πήρε το παιδί. Το ζευγάρι κοκάλωσε. Τώρα αντίκριζαν έναν σκελετό νεογέννητου μωρού, αλυσοδεμένο σαν κουβάρι. Δέκα μέρες αργότερα οι χωρικοί είδαν ότι το ζευγάρι έχει εξαφανιστεί. Έτρεξαν στο σπίτι. Με το που ανοίγουν την πόρτα βλέπουν το ζευγάρι κοκαλωμένο να κοιτάζει το κουφάρι του μικρού μωρού. Φώναξαν τον παπά του χωριού και τους έκανε έναν εξορκισμό. Το ζευγάρι ζωντάνεψε. Πήραν το παιδί και το θάψανε στο νεκροταφείο του χωριού, σε ένα μέρος όπου ποτέ κανείς να μην το βρει.
Η μάνα του μωρού, βρέθηκε μετά από πάρα πολλά χρόνια στραγγαλισμένη στην Άρτα. Την σκότωσαν τα ίδια της τα παιδιά με την κατηγορώντας την για τον χαμό του μικρού τους αδερφού.
Το ζευγάρι αγόρασε ένα σπίτι δίπλα στην εκκλησία. Το μωρό με το κατάξανθο μαλλί και τα γαλανά μάτια, δεν τους ενόχλησε ποτέ ξανά. Το σπίτι το έκλεισαν για πάντα επειδή ήταν καταραμένο και το έκαναν μουσείο όπου μετά την δύση του ηλίου δεν έμπαινε κανείς. Ήταν περιφραγμένο με ψηλά πλέγματα που έφταναν τα 10μέτρα και με μια επιγραφή που έγραφε:? [/I] Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-01-2007 | |