1810 Δημιουργός: Νίνο Αυγέρης, Αντώνης Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ο Τούρκος μπήκε τροπαιοφόρα στα Γιάννενα και ο Αλή Πασάς κατέκτησε τα Γιάννενα, το Μπιζάνι και ένα χωριό που λέγεται Μανωλιάσσα. Πολλοί Πασάδες έφτιαξαν τα τζαμιά τους σε κάθε χωριό. Στην Μανωλιάσσα κατέφθασε ο Πασάς του Bases. Το Τσιφλίκι του το έχτισε στην Μεϊτάνη* του χωριού. Κάθε κάτοικος του χωριού που πλησίαζε στο τσιφλίκι του Πασά, έβρισκε φρικτό θάνατο. Ένα από αυτούς ήταν και ο άντρας της Μανωλιάσσας. Το μνημείο του το φτιάξανε δ΄θπλα στο ποτάμι όπου είχε πλυθεί το ξεραμένο του αίμα. Το πιο θλιβερό είναι ότι τώρα πιά είναι γκρεμισμένο κούσι*. Η Μανωλιάσσα έφυγε από τον δράκο, μια περιοχή που στέκει ψηλά στον γκρεμό. Έφυγε ντυμένη Τουρκάλα και έτρεξε στον Πασά να του πεί την μοίρα. Κα εκεί που καθόταν κοντά στο μνημείο, είδε από μακριά έναν καβαλάρη που πιο πολύ έμοιαζε με Τούρκο, να κρατά κάτι στα χέρια του. Όσο πλησίαζε ο καβαλάρης, τόσο περισσότερο έμοιαζε με μοχθηρό Τούρκο. Έφτασε στο ποτάμι, ξέζεψε από το άλογό του και πλησίασε στην όχθη. Στα χέρια του κρατούσε μια χούφτα μαλλιά. Τα έριξε στο ποτάμι και με μιάς στερέψαν τα νερά. Η Μανωλιάσσα βλέποντας τον Τούρκο να το κάνει αυτό, νευρίασε και του έριξε κατάρα. Από εκείνη την μέρα και μετά οι κάτοικοι του χωριού έπρεπε να κατεβαίνουν στον Δωδωναίο ποταμό για να πλύνουν τα ρούχα τους ή να πάρουν λίγο νερό για να πιούνε. Τα χωράφια πήραν όλα τούρκικες ονομασίες και ο φόβος φώλιασε για τα καλά στις καρδιές τους και στις καρδιές των κατοίκων των γύρω χωριών. Μα οι Μανωλιασσαίοι δεν το έβαλαν κάτω και συνέχισαν να πολεμάνε τον Τούρκο. Όσοι έμειναν πίσω σιγοψιθύριζαν με μια φωνή ένα τραγούδι που έλεγε:
«Στα Πεστά, στην Μανωλιάσσα
που δεν πήραμε ανάσα
Στα Πιστά και στο Μπιζάνι
Μάνα μου τι κρύο κάνει
Δεν με φοβερίζουν των Τούρκων τα κανόνια
Μα με φοβίζουνε
Του Μπιζανιού τα χιόνια»
Ο Πασάς βλέποντάς τους να κρατάνε τόσο γερά, έδωσε μια μέρα διαταγή να τους αποκεφαλίσουν όλους. Έτσι κι έγινε. Έμειναν μόνο τα παιδιά. Μόνα κι έρημα να κλαίνε γοερά. Με το που ήρθε το βράδυ και το σκοτάδι άπλωσε το μαύρο του πέπλο, δυο παιδιά, θα ΄ταν δεν θα’ ταν 10 χρονών το ένα και 13 το άλλο, φύγανε από το χωριό και πήραν τον δρόμο για τα Γιάννενα και από εκεί τον δρόμο για την Αθήνα. Είχαν μαζί τους πάρει την ευλογία της Μανωλιάσσας, που είχε μείνει πίσω στο χωριό, κρυμμένη στην πιο βαθιά τρύπα του σκαφιδιού του Δράκου. Μα ένα χωριό είχε μείνει έρημο. Και από Τούρκους και από τους κατοίκους του. Ήταν οι Μελιγγοί. Το χωριό που θανατώθηκε ο Μελιγγός. Έρημο από ανθρώπους. Όχι όμως και από τους μάγους και τις μάγισσες που είχαν βρεί εκεί καταφύγιο. Ο Μεμέτης Αλή Πασάς κατέστρεψε τα πάντα. Δεν σεβάστηκε μήτε εκκλησιά, μήτε καμπάνα. Βίασε και σκότωσε. Η περιοχή μύρισε αίμα και ο πόνος άφησε για πάντα τα σημάδια του. Και στην Μανωλιάσσα και σε όλη την γύρω περιοχή…
[B]Η απελευθέρωση της Μανωλιάσσας.[/B]Η Μάχη έγινε στο Βριός*. Ευτυχώς που τους πιάσαμε πάνω στον ύπνο. Ήταν ένα ήσυχο πρωινό. Η μάχη έγινε στην είσοδο του χωριού. Το βριός γέμισε με κουφάρια. Τα φυτά ποτισμένα από το αίμα. Τα σπίτια ρημαγμένα.
Χίλιες τετρακόσιες ψυχές βρήκαν θάνατο φρικτό. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο. Δεν λυπήθηκαν μήτε παιδιά. Μήτε γυναίκες. Όλα τα κουφάρια τα μαζέψαν μετα την μάχη. Όλα καμένα. Όμως η μαγεία της Μανωλιάσσας επανέφερε το χωριό και το έκανε όπως παλιά. Μόνο που τώρα πιά ήταν έρημο, γιατί έτσι είχε ορίσει η μοίρα για το χωριό αυτό. Η ελευθερία ήταν βέβαιη αλλά όχι όπως θα έπρεπε. Η Μανωλιάσσα μετά από καιρό γύρισε να δεί το χωριό και τα μνημεία των αντρών της, το μόνο που αντίκρισε και πάλι ήταν ερημιά. Και το μόνο που υπήρχε ήταν η οσμή του θανάτου.
Μόνο μια ελπίδα υπήρχε. Τα δυό παιδιά. Τα παιδιά που είχαν φύγει κρυφά από το χωριό με την ευλογία της Μανωλιάσσας. Τα σώματά τους δεν υπήρχαν πιά. Τα είχε πάρει κι αυτά ο θάνατος. Αλλά είχαν την ευλογία. Τα πνευματά τους υπήρχαν ακόμα και ήταν έτοιμα να γυρίσουν και να υπηρετήσουν την Μανωλιάσσα. Έτσι κι έγινε. Είχε έρθει η ώρα που η μοίρα είχε ορίσει. Είχε έρθει η στιγμή για να επιστρέψει ξανά η ζωή στο χωριό….
[B][I]Συνεχίζεται……[/I][/B] Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-01-2007 | |