Χάσμα Γενικόν

Δημιουργός: αγαθομανής και επιπολαία

ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ ΤΑ ΠΑΘΗ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info






[align=center]Η γραμματέας με την πλατινέ καούκα,

κέρδισε το χρυσό στα τελευταία δύο μέτρα,

τρέχοντας κατοστάρι, προς τις θέσεις

ατόμων δυο, χρηζόντων βοηθείας.

στάθηκα όρθια πάνω της με λύσσα,

αυτή της ήττας μου την ύστατη στιγμή.


Εγώ πενήντα, αυτή εικοσιοχτώ;

μα πως την πρόλαβε τη θέση η αθλία,

ετούτη χρήζει μάλλον θαυμασμό!

Με φούστα κολλητή, στενό σακκάκι

γόβα στιλέτο, διχτυωτό καλσόν,

μαξ φάκτορ πέντε στρώσεις,

ερωτογόνα αρώματα κολώνιας, λακ και ρουζ,

κραγιόν που κάνει τσουλωτά τα χείλη,

ρίμελ κι αϊ λαϊνερ

κι αϊ στο διάλο πια την τύχη μου,

διότι σε αντιπαράθεση εγώ,

χοντρή με νάικ σπορτέξ ιμιτασιόν

με ντύσιμο “ότι νά ‘ναι” χι ποιότητας,

από τη λαϊκή των Άγιων Αναργύρων

-βοήθειά μου, δε μπορώ να πω,

στους δίσεχτους τους χρόνους της ανέχειας

συνταυτισμένους με την άγια κλιμακτήριο…

συνδυασμός φαρμακερός για να σκοτώνει

ουρί επίγεια με κουρούπες πλατινέ…


σ’ ένα γραφείο πάω κι εγώ, για τη δουλειά μου

θου Κύριε φυλακήν τα ένστικτά μου.

Καρφώνομαι με βλέμμα λέϊζερ - καταχθόνιο,

στο εκτυφλωτικά οξυζεναρισμένο κράνος,

ούτε μια πυτιρίδα, ούτε μια σκόνη, κάπως

να στάξει σαν φαρμάκι από τη μύτη μου,

άγρια κι ανηλεής η κριτική μου.

Μα ένοιωσα ξάφνου να λυπάμαι αυτό το ψώνιο,

σα να νεκραναστήθηκε η μάνα στην ψυχή μου,

και σκέφτηκα τα δράμματα που κρύβονται

πίσω από το τέλειο καμουφλάζ και την κουρτίνα δύο,

και αναρρίγησα …τι ΖΟΓΚ! Φτωχό παιδί μου…

Την κούρασή της κάθε μέρα να σηκώνεται

απ’ ολονύχτιους έρωτες καραβοτσακισμένη,

στον άσπλαχνο καθρέφτη ν’ αναλώνεται


τρεις ώρες να τον προσκυνάει κι αυτός ο αχρείος,


ποτέ να μην της πει πως είν’ η ομορφότερη!

είναι κι η αυτοεκτίμηση λίγο πεσμένη…

Κι έπειτα στο γραφείο, άλλος αγώνας,

να τρέχει πάνω κάτω, να σκοντάφτει με συχνότητα


κάθε τρια λεφτά ή και μικρότερη,

στην αγκαλιά του αφεντικού, ή κι όποιου άλλου

ήθελε διασφαλίσει του μηνός τη μονιμότητα.


Την τεχνική της να μιλάει στο τηλέφωνο,

σαν μέσα απ΄το κρεββάτι της θεόγυμνη,

χωρίς ν’ ακούει ποτέ -μα και δεν χρειάζεται-

τις άμμετρες βλακείες που ξεστομίζει,

γιατί έχει στο μυαλό τον ανεκπλήρωτο

έρωτα κάποιου ζάπλουτου πελάτη κύριου,

και το λογαριασμό που άφησε απλήρωτο

του κινητού, της βίζα και του ρεύματος.

Και τα ρημάδια τα δεκαπενθήμερα,

με τη βραδύτητα κινέζικου μαρτύριου,

κι έχει έξι μέρες τώρα ρε γαμώτη μου,

με σοκολάτες τάιμ άουτ αντί γεύματος.

Σχολώντας το βραδάκι επι τέλους

να τρέχει στις τακούνες να προφτάσει,

την Κούλα την κομμώτρια πριν να κλείσει

για ένα φρεσκάρισμα μαλλιών και μανικιούρ,

κι ύστερα σπίτι για ένα μπάνιο, στράς και γκλίτερ

και στο μπαράκι της πλατείας να ξεσκάσει

μ’ όσους προλάβει να δοκιμαστεί ή να δοκιμάσει,

επίδοξους μελλοντικούς συζύγους…

Και ολοκληρώνοντας την πρωϊνή φιλοσοφία μου

απόρροια ζήλιας, κραδασμών και σπρωξιμάτων,

πως η κοπέλα αυτή, σταγόνα σε ωκεανούς ομοίων της,

μεγαλωμένη μεσ’ την τηλεόραση

-αντικατάσταση πολύξερων γονιών,

τρώγοντας γκέρμπερ, γαριδάκια και κονσέρβες,

χαϊδεύοντας τα απόλυτα στήθη των Μπάρμπυ ή Μπίμπι Μπο,

παράταιρη μωρουδιακή παρέα, που ωστόσο,

έκανε μια χαρά δουλειά στο ασυνείδητο,

χτίζοντας πρότυπα, για να ‘χει να πορεύεται

όσο να ζήσει ανώφελα της μέλλεται.

Την πήρε ο ύπνος. Θα ξυπνήσει αλήθεια;

Νομίζω πράγματι, πως χρειάζεται βοήθεια.


[/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-01-2007