Το πέρασμα των χρόνων από το 1810 Δημιουργός: Νίνο Αυγέρης, Αντώνης Το χωριό Μανωλιάσσα Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Είπα να κατέβω στο χωρίο, να πιω έναν καφέ και να ρίξω μια μαθιά* στο παρελθόν. Να θυμηθώ πως ζούσαν οι άνθρωποι στο χωριό. Να κάνω μια αναδρομή στα ήθη κι έθιμα της περιοχής. Έθιμα που με το πέρασμα του χρόνου χάθηκαν, ξεχάστηκαν και έμειναν στα απόκρυφα σημεία της καρδιάς των ηλικιωμένων ανθρώπων.
Τα χρόνια περάσαν και ο ένας απόγονος έφερε τον άλλον. Άνθρωποι χαθήκανε από το χωριό. Πήρα τον δρόμο. Τα σπίτια δεξιά κι αριστερά, κλειστά, ερειπωμένα. Άλλα πάλι σαν να περιμένανε τους νοικοκύρηδες για να πάρουν μια ανάσα και να μυρίσει ξανά λίγη ζωή. Να φύγει η μυρωδιά από την κλεισούρα των μηνών.
Με τα πολλά και τα λίγα, φτάνω στο καφενείο «Ολίτσικα». Είναι το μοναδικό καφενείο που αυτή την εποχή είναι ανοιχτό. Μικρό και συμπαθητικό. Καφενείο, εστιατόριο και ξενώνας μαζί. Διαλέγω να καθίσω σε ένα γωνιακό τραπεζάκι για να παρατηρώ. Παράγγειλα έναν καφέ. Διπλό ελληνικό γλυκό μα γάλα. Τηράω* μια από δω και μια από κει. Βγάζω από την τσέπη του παλτού μου, τα σιγαρέτα μου και ανάβω ένα τσιγάρο. Τραβάω μια γερή απολαυστική ρουφηξιά και το αφήνω να ακουμπήσει απαλά στο τασάκι, λές και ήταν ο πιο πολύτιμος και μοναδικός μου φίλος. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ρίχνω ακόμα μια μαθιά τριγύρω μου. Οκτώ τραπέζια όλα κι όλα. Τα περισσότερα πιασμένα από γυναίκες του χωριού. Τώρα μπορούν και οι γυναίκες να έρθουν στο καφενείο, αλλά μόνο την Κυριακή μετά το εκκλησίασμα. Άλλες φορούσαν μπόλιες* στα μαλλιά τους και άλλες είχαν αφήσει να φανούν τα άσπρα γέρικα μαλλιά τους. Άλλες πάλι με πολύχρωμες ξομπλιασμένες* μπόλιες και άλλες με μαύρες μαντήλες, που μαρτυρούσαν την χηρεία τους. Σιγά σιγά το βλέμμα μου κατευθύνθηκε προς το παραθύρι. Βλέπω το μνημείο που βρίσκεται στην Μεϊτάνη* του χωριού και αναρωτιέμαι πως επέζησαν τόσα χρόνια αυτοί οι άνθρωποι εδώ πάνω μόνοι. Είναι περίπου είκοσι χλμ μακριά από τα Γιάννενα κι έχει μόνο ένα καφενείο, ένα ψιλικατζίδικο και ένα μικρό καφέ μπάρ που λειτουργεί μόνο τα καλοκαίρια. Πιάνω το τσιγάρο και πάλι και τραβάω μια ελαφριά ρουφηξιά.. Μια ρουφηξιά-συντροφιά στην μοναξιά μου εκείνη την στιγμή. Ρίχνω μια τιναξιά στο τασάκι σαν να θέλω να μου κάνει κι αυτό συντροφιά και ακούω δίπλα μου βήματα. Ήταν ο καφές που είσαι παραγγείλει. Αργός, σταθερός και παραδοσιακός. Απολαυστικός όπως πάντα, ο καφές της Μανωλιάσσας*, φτιαχμένος από τα χέρια του μάστορα του καφέ*. Πίνω μια τζούρα και βγάζω έναν βαρύ αναστεναγμό. Ήμουν μόνος εκεί…Και μερικές φορές η μοναξιά είναι περίεργο πράγμα…Σε βαραίνει, σε πνίγει, σε κάνει να αναπολείς…
Ήπια γρήγορα τον καφέ μου και έδιωξα τις άσχημες σκέψεις από το κεφάλι μου. Σηκώθηκα να φύγω και ακούω μια γυναικεία φωνή να μου λέει….Την κοίταξα περίεργα, λίγο έντονα είναι η αλήθεια. Και λίγο φοβισμένα ίσως. Κάτι στο βλέμμα της. Δεν μπορούσα εκείνη την στιγμή να προσδιορίσω όμως τι ακριβώς. Κάτι απόκοσμο….Ένα αεράκι με ακούμπησε στο πρόσωπο. Πώς όμως ήρθε αυτό το αεράκι από το πουθενά…δεν μπορώ να καταλάβω. Όλα τα παραθύρια κλειστά…Γυρνάω και λέω στην παράξενη γυναίκα……
Γύρισα την πλάτη μου και κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα του καφενείου. Βγήκα και περπάτησα. Ήθελα να πάρω καθαρό αέρα. Μέχρι να κάνω τα πρώτα βήματα, τα χαιρετίσματα πέσανε βροχή. Είχαν έξι χρόνια να με δούνε οι Μανωλιασσαίοι. Και είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι με αγαπάνε και με θυμόντουσαν. Περιδιάβαινα στα δρομάκια του χωριού και απολάμβανα την ομορφιά του. Τώρα το χωριό είχε την μυρωδιά του βρεγμένου χώματος. Έριξε γερή βροχή εχθές το βράδυ. Οι μεγαλοκόνες* του χωριού, φορούσαν τα παλιά παραδοσιακά κουστούμια τους. Με πολύχρωμα μαντήλια. Άλλες στο λαιμό τους και άλλες στα μαλλιά. Περπατούσαν περήφανες με τα χέρια στην μέση, ψιθυρίζοντας τον μονόλογό τους η κάθε μία.
Σε λίγο είχα φτάσει χωρίς να το καταλάβω στο σπίτι. Αντίκρισα την Ουλίτσικα να έχει κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα και κοίταξα μακριά προς τους Μελλιγκούς και την Δωδώνη. Σύννεφα είχαν μαζευτεί κι εκεί. Σαν να ήθελαν κάτι να μου πουν…Άνοιξα την σιδερένια πόρτα της αυλής και χάρηκα που άκουσα και πάλι το παλιό γνώριμο τρίξιμό της. Μερικά απλά πράγματα τελικά, κάνουν την ψυχούλα σου να λιγώνει τόσο πολύ. Την κάνουν να σφίγγεται και να είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Κλάματα χαράς, μπορεί και λύπης. Έτσι κι εκείνο το τρίξιμο της σιδερένιας πόρτας της αυλής. Τι χαζό σκέφτηκα….Έχω αρχίσει και παραξενεύω μου φαίνεται…
Έτρεξα να χωθώ μέσα στο σπίτι γιατί το κρύο είχε αρχίσει και γινόταν αισθητό. Είχε βραδιάσει πια. Βέβαια εδώ πάνω στο χωριό, είτε χειμώνας είναι, είτα καλοκαίρι, το βράδυ έχει πάντα ψύχρα. Μα τώρα είναι που έρχονται και οι βροχές, οπότε λογικό είναι να κάνει τόσο κρύο. Μπήκα σπίτι. Τι όμορφη ζεστασιά. Η Θειά μου και η Βάβω μου, έχουν ανάψει η μία την μασίνα* και η άλλη την σόμπα. Ρώτησαν αν υπάρχει κάτι για φαγητό και μου απάντησαν με μια φωνή ότι έχουν ετοιμάσει γλώσσες. Αυτές πάντα με μια φωνή απαντάνε. Τι αστείο σκέφτηκα. Ξέρουν όμως και οι δύο πόσο μου αρέσουν οι γλώσσες και με θέλανε να με περιποιηθούνε. Έκατσα λιγάκι να ξαποστάσω και να μιλήσω λίγο με τους δικούς μου ανθρώπους. Αλλά πού και τι να πείς με δύο γραίες Μανωλιασσαίες. Μουγκαμάρα. Συνήθως μέσα στο σπίτι, η μία θα κοιμάται και η άλλη θα βλέπει τηλεόραση και θα σχολιάζει τους πάντες και τα πάντα. Λές και τους ήξερε από παλιά. Σάμπως όμως δεν έχουν γίνει η συντροφιά της εκει πάνω. Δεν έχει και με τίποτα άλλο να ασχοληθεί πιά. Την έχω πιάσει μερικές φορές να τους μιλάει. Να τους πιάνει κουβέντα και να τους λέει τα μυστικά της και τα κουτσομπολιά του χωριού. Τις προάλες μάλιστα έριξε κι έναν τσακωμό με κάποιον στην τηλεόραση και κάναμε δυο μέρες να την ανοίξουμε…
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα πάλι έξω. Καλύτερα στο κρύο σκέφτηκα. Πήρα το σκόπ* κι έτρεξα προς την γέρικη και ατάραχη καρυδιά. Εκεί που έπαιζα μικρός. Έψαξα μήπως και βρώ κανένα παιχνίδι μου ή και κανένα κουζινικό από αυτό που έπαιζα παλιά και παρίστανα τον μεγάλο. Ήθελα να ανακαλύπτω τα πάντα όταν ήμουν μικρός. Ή μάλλον, βιαζόμουν να μεγαλώσω. Πόσο λάθος έκανα τελικά. Ίσως βιάστηκα να μεγαλώσω γρήγορα. Ίσως πάλι να ήταν στην μοίρα γραμμένο από μικρός να μπώ γρήγορα στα δύσκολα της ζωής. Ποιος ξέρει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα παιχνίδια μου στο χωριό. Που έπαιζα μόνος μου κάτω από την καρυδιά, που έστεκε πάντα εκεί συντροφιά μου. Τότε ήμασταν κι οι δύο μας πιο νέοι. Εκείνη με τα όμορφα μεγάλα της φύλλα κι εγώ με την λαχτάρα της ζωής. Τι όμορφα ήταν αλήθεια. Τώρα μεγαλώσαμε κι οι δυο μας και ο χρόνος άφησε τα σημάδια του. Στο κορμό της καρυδιάς αλλά και στην ψυχή μου. Θυμάμαι που έτρεχα γύρω από την καρυδιά και έπαιζα κυνηγητό με τις κότες, πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Δεν έκανα τίποτα άλλο. Έτρεχα πίσω από τον λαλίσα* που με κυνήγαγε να με τσιμπήσει, αλλά εγώ πάντα κατάφερνα να του ξεφύγω κι αυτός νευρίαζε. Αλλά μετά με πλησίαζε και με κοίταγε μέσα στα μάτια, σαν να μου έλεγε ευχαριστώ. Είχαμε μια περίεργη σχέση μεταξύ μας. Άλλωστε ήμασταν τα μόνα αρσενικά του σπιτιού, οπότε είχαμε την κρυφή μας αλληλλεγύη.
Άλλες φορές πάλι πήγαινα στο κάστρο* και περιεργαζόμουν όλα τα φυτά. Μου άρεσε πολύ να τα χαϊδεύω, να τα αισθάνομαι και να ακούω τον ήχο τους. Έχουν και τα φυτά φωνή, αρκεί να μπορείς να την ακούς. Κι εγώ μπορούσα. Μου μιλούσαν. Τα έπαιρνα στα μικρά μου χέρια και αισθανόμουν την μυρωδιά τους μέχρι μέσα στην καρδιά μου. Έβλεπα τα φύλλα τους, τον ανθό τους, τον μόσχο τους, τα σέπαλά τους και φούσκωνα από περηφάνια. Ήμουν φίλος τους και το καταλαβαίνανε. Πόσες φορές μου είχαν πεί τα μυστικά τους. Πόσες φορές είχα δεί τα δάκρυα τους, όταν κάποιος χαζός περαστικός τα είχε κόψει ξαφνικά χωρίς σκοπό. Πόσες φορές είχα ακούσει τα παραμύθια τους για τις αρρώστιες που είχαν γιατρέψει και πόσες άλλες είχαμε μαζί ονειρευτεί κάτω από τον γεμάτο αστέρια ουρανό της Μανωλιάσσας. Εκεί μέσα στην σιγαλιά, μου αποκαλύπτανε όλες τις παλιές συνταγές τους, για πιώμματα*, πομάδε* κι αλοιφές. Και τις λέγανε μόνο σε μένα. Γιατί ξέρανε ότι δεν θα τους έκανα ποτέ κακό. Κι αν κάποτε έκοβα κάποιο από αυτά, ήταν γιατί εκείνο μου το ζητούσε. Ήταν πάντα για καλό σκοπό και πάντα με αγάπη.
Πόσες και πόσες σκέψεις με τύλιξαν εκείνη στην στιγμή. Σαν να είχα βγεί από στο σώμα μου και έβλεπα τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό. Και να΄μαι τώρα πάλι εδώ. Αγκαλιά με την γέρικη καρυδιά. Την πρώτη μου φιλενάδα. Όμως η ώρα είχε περάσει και το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται ακόμα πιο τσουχτερό….
Συνεχίζεται……
Μεϊτάνη: πλατεία
Μαθιά: ματιά
Σκόπ: ξύλο
Τηράω: κοιτάω, παρατηρώ
Μπόλιες: μαντίλες
Μάστορας του καφέ: ο καφετζής
Ξομπλιασμένες: κεντημένες
Λαλίσας: ο κόκορας
Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-01-2007 | |