Μια κούπα αχνιστός καφές

Δημιουργός: AceOfSpades, Σπλατς

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


[I]Μια κούπα αχνιστός καφές
ο θηρευτής ενός φιλιού σου , ανοιχτού μα κουρασμένου
και των πολύτιμων κυττάρων των δαχτύλων σου
σαν ξοδευμένα φέγγουνε και χάνονται πέρα , εκεί
που στοργικά αγκαλιάζεις.


Μα έχεις στο βλέμμα σου πατρίδα αλαργεμένη
και στα μαλλιά σου λιγοστούς θεούς θαλάσσιους.
Ρέβει ο χειμώνας κει έξω από του ήλιου τις καύτρες τις ριγμένες
κι ένας γλάρος ασπρολογεί στα σύγνεφα τους σπόρους της παλαιάς βροχής μας..

Μα έχεις σταυρωμένο στο λοβό του αυτιού σου
λίγο από άρωμα λεβάντας κι ένα σμαραγδοπράσινο στόλισμα '
Το σούρσιμο της χλαίνης του αέρη δεν ακούς πάνω στη χλόη
ούτες τ’ αλαφιασμένα χελιδόνια , που ήρθανε νωρίς και φέτος.

Κατακόντυνε η δρασκελιά της πένας σου.
Και να μου φτάσεις το έσχατό σου μήνυμα ,
δεν μου μπορείς . Που τρέχω να ξεφύγω,
σα τη ρετσίνη στης πευκιάς τις στέρφες λεωφόρους
γιομάτος τύψεις σκοτωμένες
ταγισμένες και πικρομύριστες,
από όλα εκείνα τα γαληνά σου ενθύμια
και τους εξάντες που αραδιάζαμε κορμιά
σε κάτι χάρτες παλιοκρέβατα
στων μουσικών επάλξεων του έρωτα ακριτικοί
φορεμένοι τα σύμβολα της μούσας και τα φτερά της Μέδουσας
γυμνοί από τα σώματα μας και πάνω
πεταμένοι – πονταρισμένοι στο ραμί που επαίζαν οι κίντυνοι
απόθρησκοι των μύριων φωνών ‘ θα ‘ταν μεσάνυχτα σαν τώρα
την τραγική και θαρραλέα σου φυγή που κοινώνησα
μπρος τις χλωράδες μιας κουρτίνας που αρμένιζε
αποτυλίγοντας το σβέρκο του πρωινού
συστρέφοντας και την μνήμη και τα ψέματα μαζί
γεννώντας του όποιου παρελθόντος μου , τον στεργιό πυλώνα.

Μια κούπα αχνιστός καφές..
Και ‘χεις γαλάζια ξόμπλια από κανενός τσιγάρου που θ’ ανάπτεις.
Ανασαίνεις του μαϊστράλη το πρόσφορο
θαμπή κι ανθρακιά συνάμα
ακουμπισμένη στη μοίρα της παλάμης σου να μολογάς
γυρτή , στης θύελλας , κάτι νερένιες πεθυμιές..
«Αφέντη μου έλα να κάμουμε ``φούστες`` στα νησιά -
να αποσύρουμε κάμποσους έρωτες στο μυστικό μας αργαστήρι
κι από την άπατη συνήθεια να τους λυτρώσουμε για πάντα ..»
Η σκέψη σου η αδικογεννημένη , τριγυρνά θαρρώ
στα σκούρα λείψανα σπυριών τα κατατριμμένα από αράπηδες ,
να μοιρολογεί και κάτι κύματα να σηκώνει
στους ντροπιασμένους τοίχους που σε υπερκλείουν,
στου βασιλείου σου τις αχανείς πεδιάδες -
τραγούδι αδιήγητο γι’ αυτούς που δε σε ξέρουν
κ’ άχραντο φως για εμάς, τους υπόλοιπους τυφλούς..

Μα έχεις στο στόμα σου , ένα θρηνητό που κάθεται άπραγο
κειδά , στης μοναξιάς σου τα απλωμένα σύνεργα
τρισελεύθερη - σα να γελάς
δυτικά μιας ομίχλης
που θα σκεπάσει τη μορφή μου όπου να ‘ναι,
προτού της στερνής σου γουλιάς
και του νέου παλμού της καρδιάς σου
το φημισμένο συνάφι...[/I]


{Α}

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-01-2007