Μαυροτσούκαλοι Άγγελοι

Δημιουργός: αγαθομανής και επιπολαία

Η Ψυχή του Σπιτιού, είναι η Μνήμη του Χρόνου

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info





Πρόβαλε σιγά-σιγά στην πόρτα ο Μπάρμπα Νίκος, στηριγμένος στα δυο μπαστούνια του, όχι πολύ πρωί, κάτι οι αναθεματισμένοι ρευματισμοί που σουβλάνε με την παραμικρή υγρασία κάθε κομμάτι του γερασμένου του κορμιού, κάτι το καρδιακό και δεν τον αφήνει στην ψύχρα η γριά του, φτάνει εννιά η ώρα, για να μπορέσει πια να απολαύσει την αγαπημένη του γωνιά στην αυλή του σπιτιού.

- Αύγουστος μήνας Θέ μου, τι κατάρα είν’ αυτή…

Το χτιστό ασβεστωμένο φουρνάκι στη γωνιά προς το κοτέτσι, μοσχοβολάει φρέσκο ψωμί και ξυλοκάρβουνα.

Κάτω απ’ το ανοιχτό παράθυρο με τα κουρτινάκια τα ολόλευκα πλεγμένα από τα χέρια της νύφης του της Βασιλκής, το ψάθινο σκαμνί δίπλα στο κούτσουρο της κομμένης μουριάς, τραπέζι για το πρωινό τσάι με το ψωμί και δυο ελιές για προσφάι, είναι η ευτυχία του τις όμορφες μέρες του χρόνου. Από δω αγναντεύει τον κάμπο, τα χωράφια με τα καλαμπόκια και τα στάρια, το μποστάνι και το λιοστάσι του δήμαρχου που στο βάθος ασπρίζουν καμιά ’κοσαριά αρνιά κι ακούγονται οι κουδούνες τους ολημερίς, γλυκιά μουσική ταξιδιάρικη στο παρελθόν.

- Αααχ, ο Αύγουστος είναι για να παρηγορούνται οι γέροντες, στέναξε και άπλωσε δίπλα τα δυο ξυλομπάστουνα, ευρεσιτεχνία του μεγάλου γιου του, τ’ Αρίστου, συμπληρωματικά πόδια για τη στήριξη της άχρηστης ραχοκοκαλιάς του. Τ΄ άλλο του πρόβλημα, το καρδιακό, τον ίδιο δεν τον απασχολεί καθόλου. Κάτι τρεμούλες καμιά φορά και πόνοι στο στέρνο και την πλάτη, κρατάνε καμιά βδομάδα και μετά περνάνε.

Κατάμουτρα του τόπε ο γιατρός με την τελευταία κρίση τ΄ Απρίλη.

- Η καρδιά σου Νίκο δεν πάει καλά. Του παράγγειλε κάτι σιχαμερά μαντζούνια απ’ τον φαρμακοτρίφτη στην Αμαλιάδα, που του τα ταΐζε με το στανιό κάθε βράδυ η Μαργώ, η γριά του. Με παρακάλια κι απειλές.

- Πιες άντρα μου τα φάρμακα, μη μείνεις τελείως κάτω στο κρεβάτι, ούτε στην αυλή δε θα μπορείς να βγεις, -τσίγκλαγε το ευαίσθητο σημείο του, βάρος γίναμε και στα παιδιά, κι εγώ γέρασα πια πως θα σε κάμω ζάφτι. Τα κατάπινε ο μπάρμπα – Νίκος τα φαρμάκια κι έπεφτε σε ύπνους βαριούς. Καμιά φορά κατουργιότανε κι όλας, εκεί κατάντησε.
Το πρωί, ντροπιασμένος έβριζε τη γριά του, πως τάχα τον κοιμίζει και μπάζει απ’ το παράθυρο τους αγαπητικούς και μαγαρίζονται κι αυτός κοιμάται του καλού καιρού.

Θεριό ανήμερο γινόταν η Μαργώ τότε και του ‘βαζε τις φωνές.

- Χριστός και Απόστολος, το ‘χασες πια τελείως ξεκουτιασμένε, δεν τηράς που κακογέρασα στα χέρια σου, μου ζητάς και τα ρέστα τον απόπαιρνε, κι εκείνος λούφαζε τραβώντας πεισμωμένα την καθαρή αλλαξιά… μπορώ τάχα και μόνος μου.

Όσο για τη Μαργώ, καθόλου δεν τα πίστευε τα λεγόμενά της, μα πώς να τον κάνει να βουλώσει πια το ρημάδι του, που καμιά φορά του ξέφευγαν και τα ‘λεγε και μπροστά στο γιο και τη νύφη τους, ακόμα και στ' αγγόνια, τρεις άντρες εκει πάνω πια και ξεκαρδιζόντανε ούλοι στα γέλια και αυτή ντρεπότανε, ν’ ανοίξει η γης να τηνε καταπιεί, γριά γυναίκα πια πενηνταφτά χρονώ.

Δεν κακογέρασε η Μαργώ στα χέρια του Νίκου. Δεκαπέντε χρόνια μικρότερή του, δεκατεσσάρω χρονώ του τη δώσανε, στολίδι και καμάρι του παντοτινό.

Βούτηξε το ψωμί στη γανωμένη κούπα με το καυτό τσάι του κι άνοιξε επιμελώς με τα νύχια την καλαματιανή την ελιά στη μέση, να βγάλει το κουκούτσι, δουλειά που δεν μπορούν να κάνουν τ’ αδύναμα πια γυμνά γουλιά του.

Τον κοίταξε η γριά του απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο της ανατολής και ανομολόγητα όπως τόσα χρόνια, λαχτάρησε τη συντροφιά του.

Πήρε το ξύλινο σκαμνί και τον άδειο χαλκωματένιο τέντζερη, πήρε και δώδεκα – δεκαπέντε μικρές πατάτες απ’ το ξύλινο σκαφίδι στην αποθήκη, γέμισε και την ποδιά της τσαουλιά για καθάρισμα, κι ήρθε κι έκατσε δίπλα του.

«Παρέα θέλει ο έρμος, μη μου αποκοιμηθεί και πέσει και κάτω», σκέφτηκε καθώς άδειαζε τις πατάτες καταγής.

Τη λοξοκοίταξε, και χαμογέλασε κάτω απ΄ τις άσπρες μουστάκες του, αναθεματισμένα γεράματα, σκέφτηκε.

Τα εβδομήντα δυο έκλεισε φέτος, δε θυμάται τι σκατά έφαγε χτες, μα τα παλιά τα χρόνια, τα παιδικάτα και της νιότης του, τα θυμάται σαν και τώρα.

Ο Νίκος δεν είναι από δω, το χωριουδάκι του, η Κορακιά, χαμένο στα ορεινά της Αχαΐας, μπορεί και να μην υπάρχει πια από τότε είχε εκατό – εκατοτριάντα κατοίκους, που φεύγανε όλοι στα πεδινά για μεροκάματο. Από οχτώ χρονώ έχει να πάει, ορφανό, ποιος να το γύρεψε ποτέ…

Και ποιος να ξερε να του πει τις ρίζες του.

Άκουγε μικρό, πως ο πατέρας είχε πεθάνει, σε πόλεμο; Ίσως. Η μάνα πάντως πέθανε πέφτοντας απ’ τα βράχια, το ‘θελε, όχι από λάθος. Το ξερε καλά αυτό, ήταν μια από τις ιστορίες που αγαπούσαν να λένε οι αργάτες τις νύχτες γύρω απ’ τη φωτιά, ξανθιά γαλανομάτα, μια γυναικάρα εικοσιδυό χρονώ, ξωθιά ήταν, πέρασε κι έφυγε, λέγανε.





Πέντε χρονώ τον άφησε, έρημο, και τον λυπόταν το χωριό, τον έντυνε κουρέλια και τον έστελνε με το μπουλούκι τους εργάτες στην πεδιάδα να φάει ξεροκόμματα δουλεύοντας κι αυτό.
Φύλαγε τα μουλάρια, τα τάιζε και καμιά φορά κοιμόταν δίπλα τους για να ζεσταίνεται.
Όλους μπάρμπα τους έλεγε, χωρίς να ξέρει πραγματική συγγένεια με κανένα, όμως κάτι ήταν κι αυτό.

Ξωπίσω απ’ τον αρχηγό του μπουλουκιού, τον Μπάρμπα-Σπήλιο, μεγαλωμένο άντρα, πάνω από σαράντα, κοντό μαύρο και νευρώδη, που δεν τον άφηνε ρούπι, τον έτρεμε γιατί δεν τόχε σε τίποτε να τον ταράξει στους κατακέφαλους επειδή ξεχάστηκε παραπίσω, ή ζήτησε δεύτερη μερίδα φαγητό, ή άρρωστο κι εξαντλημένο το ΄πήρε ο ύπνος σε καμιά γωνιά.

Μέχρι τα οχτώ του αυτή η ζωή. Εκείνο το καλοκαίρι, τελευταία δουλέψανε στα πιπέρια του μπαρμπ’ Αρίστου, καλοπιασμένου χωραφά της περιοχής.

Όταν ο Αρίστος αγρίευε, τον έτρεμαν όλοι. Όμως ήτανε καλός άνθρωπος.
Και ο Σπήλιος τον έτρεμε, κι αυτό του άρεσε κάπως του μικρού.

Μετά το θάνατο της μάνας του, νευρικής κι απόμακρης κι αυτής, δε θυμάται πίσω να τον είχε χαϊδέψει άλλος, μόνο ο Μπάρμπα Αρίστος, του χάιδευε το κεφάλι και τον χτύπαγε στην πλάτη.

- Γεια σου λεβεντιά μου, αυτόν τον αργάτη, να μου τον προσέχετε πρόσταζε το μπουλούκι και η παιδική ψυχή, όσο χοντρόπετση κι αν είχε γίνει απ’ τις δυσκολίες της επιβίωσης, φούσκωνε με καμάρι και συγκίνηση.

Συχνά τον έπαιρνε στο σπίτι, μεγάλο κι αρχοντικό φάνταζε στο παιδί, με ανώγια και κατώγια, και αποθήκες και μια κουζίνα τεράστια, που η Αρίσταινα, η μάνα, Θεός σχωρέστη, έκανε θάματα θεϊκά! Έπηζε τυριά, ζύμωνε καρβέλια, και γέμιζε μεγάλα ταψιά χορτόπιτες και τραχανόπιτες, έβραζε σούπες, ονειρεμένα πράματα.

Μια φορά, του ‘δωκε μια γαβάθα αχνιστή κότα με χυλοπίτες!
Απ’ τη χαρά του το παιδί έτρωγε κι έκλαιγε, κι εκείνη τον αγκάλιασε στοργικά και τού φερε από πάνω και μια γυάλα με μελιτζανάκια γλυκό…και του πε να φάει όσο θέλει. Έγκωσε απ’ το φαΐ κι έτρεξε περήφανα να πει στους άλλους το αναπάντεχο καλό, μα τους βρήκε να τρώνε ψωμί κι ελιές και κρασί και φοβήθηκε πολύ, μήπως το βαρέσουν όλοι μαζί. Και δεν είπε τίποτα, εφτασφράγιστο μυστικό το κράτησε κι έμεινε φυλαμένο στην ψυχή του, μέχρι σήμερα που το ξαναθυμήθηκε.

Ήταν δυο μέρες πριν ξεκινήσει το μπουλούκι το δρόμο της επιστροφής για την Κορακιά, όταν ο μπάρμπα – Αρίστος, τον πήρε στο σπίτι, τρόμαξε το παιδί από την επισημότητα, η Αρίσταινα, και δύο μικρά κοριτσάκια, παιδιά τους και δεν τα ΄χε ματαδεί, το μικρό στην αγκαλιά μιας γιαγιάς, ήταν όλοι συναγμένοι στη μεγάλη κουζίνα τ’ αρχοντικού.

- Νίκο, αυτή είναι όλη μου η οικογένεια. Από σήμερα, θα μείνεις μαζί μας, ψυχογιό θα σ’ έχω, να με βοηθάς στις δουλειές. Κι αν ο Θεός μου δώσει γιο, πάλι κοντά μου θα ‘σαι, τάμα το ‘κανα στην εκκλησιά μας, τον Αϊ - Νικόλα, που χεις και τ’ όνομά του. Πως βρίσκεις την απόφασή μου;

Κοίταξε ο Νίκος τα μαύρα ξυπόλυτα ποδαράκια του, να λιποθυμήσει του ‘ρθε, μα έπρεπε ν’ αποδείξει πως είναι άντρας δυνατός, άξιος της τιμής που του ‘κανε τούτη η καλή οικογένεια. Έσκυψε το κεφάλι που χε γίνει εκατό οκάδες και του λύγιζε τα πόδια, και ξέσπασε πάλι σε κλάματα ευγνωμοσύνης, τι κακό χούι αυτό το κλάμα…

Δεν άρθρωσε λέξη κι ο Αρίστος μ’ ένα νεύμα έδιωξε τη γιαγιά με τα μωρά, και του ‘πε:

- Πάνε τώρα με την ψυχομάνα σου να σε φροντίσει, κι όταν γίνεις όμορφος, να ρθεις να με βρεις στο καφενείο, σαν άντρες, κι έχουμε δουλειές.

Υπομονετικά, ανέχτηκε την Αρίσταινα να του πετάξει τα κουρέλια και να τον λουτροκοπανήσει τέσσερις φορές μέσα στο καζάνι με το ζεστό νερό και το μοσχομυριστό πράσινο σαπούνι. Τον σκούπισε καλά -καλά μην αρπάξει καμιά πούντα, και μετά, έφτιαξε άλλο ένα θάμα μόνο γι αυτόν. Φανέλα στου προβάτου το χρώμα, τ΄ αργαλειού και ζακέτα πλεγμένη απ’ της γιαγιάς τα χέρια και ντρίλινο παντελόνι κάτω απ’ τα γόνατα, μαύρο, όπως αυτά που φοράνε τ΄ αρχοντόπουλα στην Ανάσταση, -Οκτώβρης ήταν, όλα καλοδιπλωμένα και κατακαίνουργα, μόνο γι αυτόν. Τα γουρουνοτσάρουχα, τα φόρεσε μόνο για να την τιμήσει, μη δυσαρεστηθεί και δεν τον θέλει άλλο, και σβήσει το όνειρο και τον ξαναπάρει το μπουλούκι με τα κουρέλια του στο πουθενά.
Γιατί μόνο ξυπόλητος ήξερε να περπατάει.

Έφτασε τρέχοντας στο καφενείο, με τα τσαρούχια στα χέρια.
- Έλα καλώς τον, σιγά – σιγά, από λίγο κάθε μέρα, και θα τα συνηθίσεις. Του είπε με καμάρι ο Αρίστος, πως άλλαξε τούτο το παιδί, τι καλά που σκέφτηκε να το κρατήσει, και τον έβαλε να κάτσει δίπλα του.

- Φέρε ένα γλυκό σταφύλι στο παιδί, τον ψυχογιό μου τον Νίκο, διάταξε τον καφετζή, μ’ όλη την απαραίτητη σύσταση, για να ξεκαθαρίσει μια για πάντα τη νέα κατάσταση.

- Καλορίζικος, του φώναξαν όλοι, κι αυτός τους κέρασε κρασιά και τεντούρες και καφέδες, ότι θέλανε.

- Και τώρα Νίκο, θα ‘ρθει ο Σπήλιος να τον πλερώσουμε για τους αργάτες του, του είπε σοβαρά και για πρώτη φορά το παιδί κατάλαβε, πως οι εργάτες, εκτός από το φαγητό τους, παίρνουν και λεφτά.

- Στο άκουσμα του αρχιεργάτη, ο μικρός άρχισε να τρέμει σα να χε κάνει κάτι κακό. Φαντάστηκε το Σπήλιο να τον ξυλοκοπάει άγρια και να τον τραβάει πίσω στο μπουλούκι.




Ο Αρίστος πρόσεξε το φόβο στα μάτια του παιδιού, και συμπλήρωσε:

- Από σήμερα, θα κοιτάς να μαθαίνεις τα λεφτά, γιατί από χρόνου, τούτη η δουλειά θα ‘ναι δική σου, του πε και τον έπιασε απ’ τον ώμο προστατευτικά.

Σκέφτηκε ο Νίκος τη δύναμη του Αρίστου και των λεφτών του και ηρέμησε.

Πράγματι, σε λίγο έφτασε ο Σπήλιος μόνος του, δουλικά φιλικός στον Αρίστο, έκανε ν’ αστειευτεί στο παιδί:

- Αϊ ζουλάπι, γαμπρό σε κάμανε τ΄ αφεντικά, τήρα ν’ ακούς, γιατί του χρόνου που θα ματάρθω, θα σε βαρέσω, μέχρι που να πεις το γουρούνι μπάρμπα!

- Στο σπίτι και στο έχει μου, βαράω μόνο εγώ, Σπήλιο, τον επανέφερε βαριά ο Αρίστος. Κι αυτός, λούμωξε

- Εσύ προστάζεις, είπε στρώνοντας ντροπιασμένα τη λερή φανέλα του, και άπλωσε τη χερούκλα του και πήρε ένα μάτσο λεφτά, που εν τω μεταξύ είχε αφήσει τ’ αφεντικό στην άκρη του τραπεζιού.

- Ελπίζω να ‘μαστε εντάξει… για όλα, γλύκανε ο Αρίστος, άντε να πάτε στο καλό, καλό δρόμο να ‘χετε, και καλό χειμώνα. Του χρόνου πάλι, τα συζητάμε.

Έφυγε με χίλιους τεμενάδες ο Σπήλιος, έφυγε κι ο Νίκος καμαρωτά πίσω απ’ τον πατέρα, έτσι τον είπε από τότε, για πάντα, χωρίς κανείς να του το υποδείξει.
Η μάνα – Αρίσταινα, τον εγκατάστησε στ’ αχυρόστρωμα της κουζίνας, μέσα στις μεθυστικές μυρωδιές των φαγητών με βελέντζες ζεστές και το τζάκι να κρατά τα κάρβουνα όλη τη νύχτα, ποτέ δεν φανταζόταν πως υπάρχει τέτοια ευτυχία.

Ακόμα κι η μάνα του, προτού σκοτωθεί, κάτι νύχτες δεν κοιμόταν και φώναζε πράγματα που το παιδί δεν καταλάβαινε και το πέταγε έξω, στη νύχτα την παγωνιά και τον τρόμο. Έπειτα, το ‘δε για φυσικό, έτσι ζουν οι άνθρωποι, τουλάχιστο στην Κορακιά…

Τα χρόνια που ακολούθησαν, δύσκολα και κουραστικά, όμως ευτυχισμένα κι οικογενειακά.

Ο Νίκος, με καλό δάσκαλο τον Αρίστο, αποδείχτηκε τίμιος και ικανός, δούλευε με αυταπάρνηση, χωρίς διόλου να υπολογίσει το τομάρι του, έμπαινε μπροστά να ξεκουράζει τον πατέρα, σηκωνόταν αχάραγα, πρώτος απ’ όλους, σαν απ’ αυτόν να περίμενε να λειτουργήσει αυτό το σπίτι, με τα χωράφια, τα ζώα και τους ανθρώπους του. Άναβε πρώτα απ’ όλα το τζάκι, κι έβαζε πάνω το μεγάλο τσουκάλι με νερό να ζεσταίνεται, να σηκωθεί η οικογένεια, να κάνει η μάνα το φαΐ, να αλλάξουν τα μωρά, να πιουν τα τσάγια του βουνού με τις παξιμάδες και τις ελιές, και να φύγουν για δουλειά.
Φρόντιζε να φέρει και νερό απ’ την πηγάδα, μην τρέχει η μάνα, μάζευε τα στρωσίδια του, ένιβε τα μούτρα του καλά, έστρωνε τα μαλλιά του, και τους ξύπναγε με καμάρι.

Η ικανοποίηση και το χαμόγελο στα πρόσωπά τους, ήταν η μεγαλύτερη χαρά κι ανταμοιβή του, σαν αυτός να τους ψυχοπόνεσε κι όχι εκείνοι.

Σιγά - σιγά, όλοι στο σπίτι, έμαθαν να στηρίζονται στην παρουσία του. Βράδυ μετά τις δουλειές στα χωράφια και στα ζώα, κατάκοπος, κι όμως έβρισκε κουράγιο ν’ ασχοληθεί ακόμα και με τα μωρά. Να τα παίξει, να τους κάνει αστείες γκριμάτσες και να τους φέρνει πράγματα απ’ τα χωράφια, ένα στριμμένο αστείο ξύλο, μια χρωματιστή πέτρα, πλακουδερά βότσαλα, παιχνίδια αξιοθαύμαστα για τα πιτσιρίκια.

Θα ‘ταν δεκαπέντε χρονώ, το ξημέρωμα που η μάνα-Αρίσταινα γέννησε το τέταρτο τσουπί.

Κατέβασε τα μούτρα ο Αρίστος και κάμποσα καντήλια μαζί.

- Πανάθεμα τη φύτρα σου, έβρισε κάτω απ’ τα μουστάκια του τη μαύρη την Αρίσταινα, αποκαμωμένη απ’ τη γέννα, τριανταέξι χρονώ πια δεν ήταν και παιδούλα.

Έδιωξε κακήν κακώς τη μαμή και την πεθερά του που τ’ ευχήθηκαν συνεσταλμένα για το νιογέννητο.

Μ΄ άλλο θάρρος, τον πλησίασε η μάνα του και καλόγνωμα προσπάθησε να τον παρηγορήσει,

- Ευτυχία τα τσουπιά γιε μου, θα 'ρθει και ο γιος με τ’ Άι Νικόλα το θέλημα

Την έδιωξε κι αυτή ανταριασμένος μισογυρνώντας την πλάτη του. Έφυγε η γριά σιωπηλή κι έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω της.

Μ’ αυτό το τελευταίο, η Αρίσταινα αγανάχτησε.

- Να περάσεις απ’ την εκκλησιά να ζητήσεις συχώρεση απ’ τον Άγιο, γιατί το γιο στον έστειλε από καιρό, μα συ τυφλώθηκες κι απ’ τον εγωισμό δε βλέπεις μπρος απ’ τα σκέλια σου. Και να τον ευχαριστήσεις άντρα μου, που δε σου 'στειλε σήμερα κανα ζαβό, που ίσα να κατουράει όρθιο, όρθια κατουράν και τα βόδια… κι έγειρε κλαίγοντας με παράπονο στο πλάι στα καθαρά στρωσίδια σκεπάζοντας το νιογέννητο στοργικά, λες και θα καταλάβαινε την αδικία...

Βρόντηξε την πόρτα ο Αρίστος κι έφυγε για τα χωράφια. Ο Νίκος μουδιασμένος, δεν τόλμησε να τον ακολουθήσει, σαν ένοχος. Έφυγε κι αυτός για τα ζώα.

Κάποια στιγμή συναντήθηκαν κατά το απομεσήμερο, μάλλον τον έψαξε ο πατέρας.

- Που γυρνάς μόνος σου βρε όρνιο; Του είπε τρυφερά. Δεν είπαμε όλα εμείς μαζί θα τα περνάμε; Αυξαίνουν οι δουλειές μας, άιντε γιατί τώρα, έχουμε κι άλλη κουρούνα να ταΐσουμε, και του σφιξε το κεφάλι στο στήθος του.

Γλύκανε η ψυχή του παιδιού, και με χαρά ένιωσε τις ευθύνες του να πολλαπλασιάζονται.

Περπάτησαν κάμποσο, δίπλα – δίπλα αμίλητοι, πρώτος ο πατέρας ξεκίνησε την κουβέντα:

- Είναι δύσκολο να παντρέψεις κορίτσια. Θες λεφτά και προίκες, να κάνανε και μιας πεντάρας δουλειά; Ούλο κεντίδια και στολίδια…
προσπάθησε να δικαιολογήσει την πρωινή του συμπεριφορά.

- Μα γιατί πατέρα θες λεφτά και προίκες; Σε άχρηστους θα τις δώκεις τις τσούπες μας;
Ξεθάρρεψε ο Νίκος.

- Ξέρω μωρέ Νίκο κι εγώ, έτσι τα βρήκαμε κι έτσι τα συνεχίζουμε, αλλιώς μήτε κουτσόστραβος δεν θα τις πάρει. Άσε που τούτη η στερνή, συνέχισε ο Αρίστος, θα ‘ναι και κακομούτσουνη. Δεν το ‘δες το μαυροτσούκαλο;

Ο μικρός κόρωσε.
- Εγώ αγαπάω το μαυροτσούκαλο! Τόλμησε ν’ αντιταχτεί με πάθος στον πατέρα. Και μαυροτσούκαλο θα παντρευτώ, χωρίς προίκες. Εγώ δε θέλω λεφτά και προίκες όταν θα παντρευτώ, συνέχισε πεισματωμένα, εγώ ξέρω να δουλεύω και να ζήσω τη γυναίκα μου και τις τσούπες μου!

Ο Αρίστος γύρισε και τον κοίταξε πονηρά και πιπεράτα και αχνογέλασε κάτω απ’ τις μουστάκες του.

- Να μου ζήσεις παλικαρά μου, του πε και το ‘νιωσε σ’ όλο του το είναι.

Σαν αυτό το αμούστακο χαϊβάνι, να του σήκωσε ένα βουνό από την βαρυμένη του ψυχή. Ακριβώς αυτό θα γινόταν μετά από δεκατέσσερα χρόνια μα σήμερα κανείς τους δεν το μολόγησε.

Από κείνη τη μέρα, ο Νίκος τάχτηκε ακόμα πιο πολύ στην ικανοποίηση όλων των αναγκών της οικογένειας. Κάθε βράδυ, κοιτούσε τη μάνα Αρίσταινα στα μάτια, για να μαντέψει τις θελήσεις της. Περνώντας πέρα δώθε για τις δουλειές, κούναγε στο μπεσίκι το μαυροτσούκαλο μην κλάψει -καθόλου δεν ήθελε να κλαίει, και η μάνα-Αρίσταινα τον αγάπησε από τότε ακόμα πιο πολύ, σαν συνωμότη σε άγνωστο σχέδιο.

Πέρασαν οχτώ - δέκα χρόνια ακόμα.

Μπήκε η οικογένεια στα βάσανα με τις παντρειές, τα προικώα και τα μοιράσματα των χωραφιών με τρόπους ανάλογους των περιστάσεων. Ότι ζήταγαν οι γαμπροί, το ‘χαν, άξιοι νοικοκυραίοι και οι τρεις, είχαν τις απαιτήσεις τους.




Ο Αρίστος κι η Αρίσταινα κρυφοσυζήταγαν κι έβγαζαν κάθε φορά τις αποφάσεις. Με τραπέζια, τραταρίσματα και χαμόγελα η μάνα, βαρύθυμος και συνοφρυωμένος ο Αρίστος, μα τυπικά ευγενικός σε προξενητάδες, συμπεθεριά και γαμπρούς.

Και τα κορίτσια γελαστά και ευτυχισμένα, ονειρεμένες ζωγραφιές ένα - ένα νύφες στον Αι – Νικόλα.

Κι ο Νίκος, άντρας πια μ’ όλες τις υποχρεώσεις της οικογένειας πάνω του, διαπίστωσε πως καθώς η περιουσία τραγικά μειώθηκε, πολλαπλάσια αυξήθηκε η ανάγκη για την προσωπική του προσφορά, μέσα κι όξω από τα λίγα χωράφια και τα ζώα που απόμειναν γιατί τα έσοδα της οικογένειας στις νέες συνθήκες, δεν επαρκούν για να τη ζήσουν, κι ο πατέρας, βάρυνε, δεν μπορεί πια, μα δεν είναι και σωστό αυτός, παλιός νοικοκύρης, να δουλεύει τα ξένα χωράφια. Μεγάλωσε και το μαυροτσούκαλο, η Μαργώ του, κι αυτός δεν καταδέχεται να ‘χει αυτή λιγότερα απ’ τις καλύτερες στο χωριό.

Ακουμπάει στα χέρια της μάνα-Αρίσταινας τα μεροκάματα τα ξενικά, αυτή να τα διαχειρίζεται πρώτη και να δίνει στον πατέρα αυτά που πρέπει, γιατί η Μαργώ θέλει φουστάνια και ποδιές, και ασήμια και χάντρες χρωματιστές με το χρυσό σταυρό που της έφερε απ’ την Πάτρα, πουλώντας τη σοδιά της πρώτης καλής χρονιάς έπειτα απ’ τις παντρειές, οχτώ αρνιά, έντεκα κατσίκια και ίσαμε εξακόσες οκάδες καλαμπόκι δικό τους και μισακό.

Το λάτρευε το μαυροτσούκαλο, σαν Παναγιά την έβλεπε, ψιλόλιγνη δώδεκα χρονώ τσουπάρα πια, αεικίνητη και πεταχτή, με τεράστια μαύρα μάτια που πετούσαν φωτιές σαν κάρβουνα στο αεράκι, βελούδινο μελαχρινό μουτράκι κι έβενο μαλλιά πλεγμένα σε μια μακριά πλεξούδα που ‘φτανε τη λυγερή μεσούλα της.

Δεν είχε μάτια ο Νίκος για γυναίκες στο χωριό, αν και ώριμος άντρας πια, περασμένα τα εικοσιπέντε, άλλοι στην ηλικία του είχαν παιδιά στα χωράφια, μα τούτο το θηλυκό, σαν να τον μάγεψε, από κείνο το πρωινό που το πρωτόδε, μια μελαχρινή σταλίτσα, μέσα στ’ άσπρα πανιά στην αγκαλιά της μάνας.

Και τον πλάκωναν καιρό τώρα, της νιότης τα όνειρα αυτά που δεν τα διαλέγεις, απρόσκλητα σου ‘ρχονται, συνεχόμενες ξάγρυπνες νύχτες και σου τυραννάνε με γλύκα αβάσταχτη σώμα και μυαλό και σε ταξιδεύουν σε παλάτια με εικόνες μαγικές, γεμάτες ξέμπλεκα μαλλιά - μαύρα ποτάμια, λευκές νυχτερινές πουκαμίσες και κλάματα ευτυχίας σε άσπιλες αγκαλιές.

Όμως ποτέ δε θα τολμούσε να ξεστομίσει αυτές τις παράτολμες τις σκέψεις του.
Τις μέρες τσιμουδιά. Ατέλειωτη δουλειά, παντού, όπου βρει, οι κουβέντες λιγόστεψαν, καθώς κι ο ελεύθερος χρόνος, μα πιάνει καμιά φορά τον πατέρα να τον κοιτάζει επίμονα και η μάνα τον περιποιείται διπλά, «αδυνάτισες Νίκο μου, σού ‘φτιαξα πίτα, φάε λίγο ακόμα, θ’ αρρωστήσεις και τι θ’ απογίνουμε ούλοι μας».

Πέρασε κι άλλος καιρός, και μια Κυριακή του Μάρτη, γυρνώντας απολείτουργα στο σπίτι, βρήκε τη Θανάσω, του Παναγιώτη του βαρελά τη γυναίκα, να σιγοκουβεντιάζει στη μάνα.
Ο Αρίστος έλειπε, στο καφενείο.

Μόλις μπήκε ο Νίκος, οι γυναίκες πάψανε.

- Να σου φτιάξω καφεδάκι Νίκο μου; ρώτησε η μάνα.

Ο Νίκος, λιγομίλητος και κλειστός δεν συνήθιζε το καφενείο του χωριού, όλοι μιλούσαν εκεί για τα έχει τους, τους καυγάδες και συνήθως φανταστικά κουτσομπολιά για γυναικοδουλειές. Αυτός δεν είχε και δεν μπορούσε τίποτα να πει. Τις λίγες φορές που συνόδευε τον πατέρα, καθόταν δίπλα του σοβαρός και άκουγε σαν ταπεινός συλλέκτης, τις εξιστορήσεις των άλλων.

Αργώντας να πάρει απάντηση, η Αρίσταινα απευθύνθηκε στη Θανάσω.

- Σύρε Θανάσω μου, θα μιλήσω τ’ αφεντικού και θα σου μηνύσω.

Έφτιαξε τον καφέ και κάτσανε αντικριστά στο τραπέζι της κουζίνας. Τον κοίταξε η μάνα και θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον μάζεψε σπίτι της. Πεινασμένο και βρώμικο και κλαμένο μέσα στην ορφάνια και την κακοριζικιά. Δε βλεπότανε το καψερό.

Είχε ακούσει πως η μάνα του ήταν όμορφη σα νεράιδα, μα τούτο απ’ τη δυστυχία και την κακοπέραση ήταν κακάσκημο και μαύρο σα γυφτάκι και μόνο κάτι τούφες απ’ τα έξω τα μαλλιά που τις έβλεπε ο ήλιος των άγριων καλοκαιριών, ξάνθιζαν καμμένες.

Και τώρα να μπροστά της, όμορφος άντρας, με πυκνά κατάμαυρα μαλλιά και μουστάκι μακρύ τσιγκελωτό, εικοσιοχτώ χρονώ, μέτριος στο ύψος και μελαχρινός, αλλά με φαρδιές τεράστιες πλάτες και δυνατά μούσκουλα απ’ την άγρια δουλειά που την κυνηγούσε λες και είχε βάλει στόχο ζωής να τη νικήσει.

- Εγώ Νίκο μου, παιδί του σπιτιού μου σε λογίζω, ξεκίνησε η μάνα, απ’ την πρώτη στιγμή σου το ‘δειξα, και μάρτυράς μου ο Θεός που μ’ ακούει, αν δεν είσαι εσύ το αγόρι που ονειρεύτηκα και δεν μου το ‘στειλε. Και είπα, ξέρει Αυτός, έχω το Νίκο μου εγώ.

- Τι θες μάνα; Την ξέκοψε ο Νίκος, δεν άντεχε τόσα λόγια τρυφερά μαζί.

- Να, ήθελα τη γνώμη σου, γιέ μου. Η Θανάσω, μας έφερε προξενιά για τη Μαργώ μας. Το Ντίνο τον ταβερνιάρη, τριανταπεντάρισε βέβαια και χήρος, όμως χωρίς παιδιά και δεν ζητά και τίποτα. Με τα ρούχα που φοράει την παίρνει. Έχει τον τρόπο του, κι αυτή πέρασε τα δεκατέσσερα, είναι πια της παντρειάς.

Πετάχτηκε ο Νίκος όρθιος πάνω, πετώντας άθελά του την κούπα του καφέ στο πάτωμα. Σκοτίδιασε ο τόπος κι έγινε ασφυκτικά στενός, να τόνε πνίξει.

- Όχι μάνα, φώναξε ασυνήθιστα για τον ήρεμο χαρακτήρα του. Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Έφταξα είκοσι οχτώ χρονώ δουλεύοντας σαν είλωτας και μου ξεφουρνάς να δώκεις τη Μαργώ με τα ρούχα που φοράει; Και σε ποιόν; Στο χήρο το μέθυσο, που ξαπόστειλε τη μακαρίτισσα απ’ το ξύλο;

- Καλά παιδί μου, μη θυμώνεις, τόλμησε η αγαθή γυναίκα μαζεύοντας την κούπα απ’ το πάτωμα, σκέφτηκα μόνο, η Μαργώ μας καλή είναι, μα όχι και η ομορφότερη του χωριού, συναμεταξύ μας τα λέμε. Κι ο Ντίνος δεν πέθανε τη μακαρίτισσα, μόνη της πέθανε στη γέννα δε θυμάσαι; Μαζί και το παιδί… Έπειτα μη νομίζεις, σκέφτομαι κι εμάς, τι μας απόμεινε να ζήσουμε οι γέροι; Και για σένα που δούλεψες σαν είλωτας που λες, τι θα μείνει; Έτσι θα μας φορτωθείς; Με το τίποτα; Δε σε μαζέψαμε για να σε πεθάνουμε, παιδί μας είσαι κι εσύ.

- Φεύγω μάνα, πάω έξω, έκοψε την κουβέντα ο Νίκος βιαστικά, γιατί του ξανάρθε απρόσμενα εκείνο παλιό, το παιδικάτο το κλάμα.

Έφυγε στα χωράφια κι έκλαψε με βογκητά, σαν πληγωμένο ζώο. Θυμήθηκε την Κορακιά και του ‘ρθε να πάρει τα βουνά, σα να του ‘κλεψαν ότι είχε καταχτήσει με το φιλότιμό του τόσα χρόνια. Το σούρουπο, τον βρήκε καθισμένο, σκυφτό σ’ ένα βράχο πίσω απ’ το νεκροταφείο. Πέρα, τ’ αναμμένα καντηλάκια άρχισαν να ξεχωρίζουν.

Πήρε το δρόμο για το σπίτι, με μάτια πρησμένα και κόκκινα. Βρήκε τον Αρίστο όρθιο στην εμπατή. Ανήσυχος τον κοίταξε.

- Που γυρνάς βρε ζουλάπι, και μας αφήκες μόνους όλη μέρα, με σοβαρά προβλήματα γέρους ανθρώπους; Για δε γιος να σου πετύχει. Είπε με φτιασιδωμένο νεύρο.

- Δεν είμαι γιος πατέρα, και μη προσπαθείς να με καλοπιάσεις, αλλιώς δεν θα αποφασίζατε μόνοι σας με τους προξενητάδες για τη Μαργούλα. Κι ας λέει η μάνα-Αρίσταινα μ’ έχει γιο. Ζήτησα ‘γώ ποτέ τίποτις περιουσίες; Αρνήθηκα να σας κοιτάξω κατά πως το χρωστάω; Όχι όμως και να δώκουμε έτσι τη Μαργώ στον Ταβερνιάρη.

- Ποιους προξενητάδες ορέ; Και ποιον ταβερνιάρη; Έμπα μέσα να κουβεντιάσουμε σαν άντρες, που θα μας ακούσει η γειτονιά, τόσα χρόνια μας καμαρώνει.

Μπήκανε στην κουζίνα, η Αρίσταινα ανακάτευε τον τραχανά σιωπηλή και η Μαργούλα, έψαχνε ανήσυχη –μήπως και κλαμένη;- τα μάτια του Νίκου. Μ’ αυτά ανταριασμένα, κοίταξαν αμέσως αλλού, πήρε το κρασί και δυο κούπες και τις απόθεσε με θόρυβο στο τραπέζι.

- Νηστικός γιε μου; να σου βάλω να φας πρώτα, τόλμησε η Αρίσταινα.

- Να μη μου βάλεις, αντιμίλησε πρώτη φορά στη ζωή του ο Νίκος.

- Για αφήστε μας μόνους, πρόσταξε ο πατέρας κι οι γυναίκες σηκώθηκαν να φύγουν από την κουζίνα. Τελευταία βγήκε η Μαργούλα, του φάνηκε πως τρεμόπαιξαν τα στεφανωμένα της μάτια και κάτι σα χαμόγελο κρεμάστηκε στα κατακόκκινα χειλάκια της.

- Μίλα Νίκο καθαρά, γιατί δεν θες να παντρευτεί η Μαργώ τον ταβερνιάρη; Και γιατί τον κατηγόρησες ψεύτικα, έτσι, πως σκότωσε την πρώτη του γυναίκα; Τι ξέρεις γι αυτό και ‘γω που μπαινοβγαίνω στα μαγαζιά του χωριού τόσα χρόνια δεν το κατάλαβα; Ζουρλός είμαι ‘γω, κι εσύ ο ξύπνιος;
Είπε προσταχτικά ο Αρίστος.

- Γιατί απ’ τη στιγμή που γεννήθηκε εγώ την αγαπώ, όχι ο ταβερνιάρης, αυτός αγάπησε άλλη, και τη Μαργώ τη ζήτηξε αφού του πέθανε η γυναίκα. Θυμάσαι όταν γεννήθηκε τι σου ‘πα εγώ; Μαυροτσούκαλο θέλω να πάρω και θα δουλέψω χωρίς τίποτα, να ζήσω τη γυναίκα και τις τσούπες μου. Εσύ δεν θυμάσαι, όμως εγώ τ’ ορκίστηκα τότε. Θα μπορούσα να χα παντρευτεί εδώ και χρόνια, αλλά τ’ ορκίστηκα. Δεν είμαι παιδάκι πια πατέρα, απάντα μου και ‘γω φεύγω αυτή τη στιγμή απ’ το χωριό, και δεν σας ξανανοχλάω, πολύ ‘ταν και που με μεγαλώσατε. Μα δεν μπορώ να δω τη Μαργώ γυναίκα αλλουνού.

Μονοκόμματα τα ‘πε όλα χωρίς ανάσα με πρωτοφανή για το χαρακτήρα του αποφασιστικότητα. Με το κεφάλι στεργιωμένο σφιχτά στα δυο του χέρια, χαμήλωσε τα μάτια στο κρασί του και περίμενε με αγωνία την απόκριση.

Άκουσε τον πατέρα να βαριανασαίνει και γύρισε να δει πως κλαίει ο Αρίστος πρώτη του φορά. Να κλαίει και να γελάει και να τον βρίζει κοροϊδευτικά αλλά με τόση αγάπη. Κανείς τους δεν αμφέβαλλε πως ήταν πατέρας και γιος.

- Χαλάλι σου παλιοτόμαρο, κακοχρονονάχεις, την κουβέντα σου περίμενα τόσο καιρό. Κι η δόλια η Μαργώ μας, κλαίει απ’ το πρωί, δεν θέλει τον παλιοταβερνιάρη, εσένα αγαπάει. «Κοιμάμαι με την παρηγοριά του σταυρού που μου χάρισε, τόσα χρόνια» μας είπε, «αν με δώσετε σ’ άλλο, μ’ αυτό το σταυρό θα ζήσω, ενώ μαζί του για να τον κοροϊδεύω. Και θα κλαίω για το κακό που μου κάματε και να ‘χετε βάρος στην ψυχή σας σε τούτο και στον άλλο κόσμο» και σκούπιζε τα δάκρυα ο Αρίστος κακότεχνα με την ανάστροφη του χεριού του. Δεν ήξερε να κλαίει αυτός.

Γέλασε η ψυχή του Νίκου, γέλασαν τα πλιθρένια ντουβάρια, οι τεντζερέδες και τα ταψιά και το βαρέλι το κρασί, και στη γωνιά το τζάκι και παραδίπλα το παλιό αχυρόστρωμα που κοιμάται από παιδί κι ονειρεύεται το μαυροτσούκαλο για πάντα δικό του…

- Μπάτε γυναίκες να μάθετε τις χαρές του σπιτικού μας. Φώναξε ο Αρίστος κατασυγκινημένος,

Μπήκε η Αρίσταινα καταχαρούμενη μα πώς να το κρύψει;
- Ανάθεμα το κεφάλι σας, με διώξατε και μου κόλλησ’ ο τραχανάς. Τι θα φάτε τώρα αφεντάδες μου;

Την αγκάλιασε ο Νίκος με θάρρος πρώτη φορά και τη χιλιοφίλησε.

- Πίνε νηστικός, να δούμε τι άλλο θα κάμεις απόψε, τον μάλωσε τάχα σκουπίζοντας κρυφά τα δάκρυά της.

Κι η Μαργούλα στη γωνιά στην πόρτα, δεν την κράτησαν τα πόδια της, σωριάστηκε στο κιλίμι και λύθηκε σε κλάματα συστολής κι ευτυχίας ανείπωτης.

Δεν την ξέχασε ποτέ ο Νίκος αυτή τη μέρα, ούτε τις πολλές άλλες ευτυχισμένες που ακολούθησαν. Δούλεψε με πάθος σ’ όλη του τη ζωή, να τηνε φάει τη δουλειά, τίποτα δεν υπολόγισε, κι ούτε κιότεψε ποτέ του.
Μόνο τις νύχτες που κοιλοπονούσε η Μαργώ του να γεννήσει, φοβόταν και προσευχόταν στον Αι Νικόλα:

- Κάνε άγιε μου να βγει γερή η πέρδικά μου και το τσουπί…

Μα ο Άγιος το ‘χε μάθει το ξόρκι, και του ‘στελνε χασκογελώντας, σειρά τα σερνικά μαυροτσούκαλα αγγελούδια, πέντε, για να μην προλαβαίνει τον πατέρα Αρίστο να κερνά κρασιά στο καφενείο και να περνά κι αυτός και να πλερώνει άλλα τόσα...

Αναδεύτηκε και χαμογέλασε ο Νίκος στο σκαμνί δίπλα στη μουριά.

Το χέρι της Μαργώς, ροζιασμένο και κόκκινο απ’ τη λάτρα, τον χάιδεψε στον ώμο μαλακά, παρατεταμένα κι αγαπησιάρικα.

Τον βόηθησε τρυφερά να σηκωθεί και μπήκαν αργά στο σπίτι.

Μέσα απ’ το σεντούκι τα προικιά, κάτω απ’ το σάβανο τ’ άσπρο στον πάτο του, γελαστή φωνή απ’ το μέλλον, απάγγειλε σιγά και ειρωνικά: «τα δισέγγονα, θα το πουν αιώνιο πάθος», μα που να ακούσουν τα γέρικα τ’ αυτιά.

Αντίθετα, η Μαργώ, αφού τον έβαλε για ύπνο, κι εκεί που μάζευε και κρέμαγε με σειρά τα πλυμένα χαλκώματα, άλλο άκουσε.

Τη λατρεμένη του φωνή, καθώς παλικάρι αυτός κι αυτή μικρό κοριτσάκι παρίστανε τη νοικοκυρά, της φώναζε ερχόμενος τα βράδια απ’ τις δουλειές:

- Πού ‘σαι μαυροτσουκαλάκι, κένωσε φαγητό γιατί πεινάω σα θεριό και τήρα μη σε μπερδέψω με τις ελιές και σε φάω και σένα…

Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια όπως τότε.

Μύρισαν οι μαϊντανοί και το κρεμμύδι και τα φασολάκια που ‘βραζαν με την τριφτή ντομάτα και τις χυλωμένες πατατούλες, στο τσουκάλι με τον μαυρισμένο πάτο του πάνω στην πυροστιά.


Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-01-2007