Παραμυθάκι Δημιουργός: ΓιΟΥΛΗ_Τ, γιουλη τσαμαλ Αληθινό.. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=center]
Ξύλινη κούκλα μπρος σε μια πύλη..
Την λένε Λύπη..
Κοντοστέκεται και θυμάται..
Αυτόν που την δημιούργησε και της έδωσε πνοή..
Ματωμένα κρίνα στ΄ ακροδάχτυλα..
Ατίθασα κύματα μες στα μάτια..
Τα χείλια της σιωπηλά κοχύλια..
Ανεμοδαρμένος φάρος το κορμί..
Άγριο δάσος η ψυχή..
Θλιμμένο αηδόνι χωρίς φωνή..
Αυτά είχε ο δημιουργός της αυτά της έδωσε..
Και μια σθεναρή καρδιά, κουράγιο να της δίνει να μη λυγά..
Να προχωρά, μέχρι να ηχήσει η δική της μελωδία στη καρδιά..
Και το πολυτιμότερο τελευταίο του απόκτημα..
Ένα ελεφάντινο δόντι περασμένο στο λαιμό..
Να το φορά ιερό φυλαχτό..
Να την γεμίζει η δύναμη του η μαγική..
Δώρο ανεκτίμητο από μια μοναδική αύρα εξωτική…
Μέσα του έκλεισε την αγάπη της, παντοτινή..
Την βρήκε στο τυφλό του ταξίδι χωρίς πυξίδα..
Όταν άσθμαινε βαριά η στερνή του ελπίδα ..
Πέρασε καμένες πόλεις, ερημωμένα χωριά..
Ακυβέρνητες θάλασσες, άγρια βουνά..
Τότε που μόνο φύλλα νεκρά προσπερνούσε..
Τότε που μόνο σάπια κρίνα συναντούσε..
Τον σκέπαζαν βαριά τα υγρά πέπλα της καταχνιάς..
Μάτωνε μες στην αγκαλιά της σκοτεινής κυράς..
Πένθιμο ωχρό το μοιρολόι της ψυχής..
Βουβός μεταλλικός σπαραχτικός οδυρμός..
Το μαχαίρι του ο μόνος λυτρωτικός χαμός..
Μα μια φωνή ακατάληπτα του μιλούσε..
Κάτι σε αυτή, την σπίθα αχνοσυντηρούσε..
Το απόκοσμο φως της ερημιάς τον ενδυνάμωσε..
Και διαύγεια στη ψυχή απλόχερα του χάρισε..
Της ερεβώδης δεσποσύνης η γενναιόδωρη αρχοντιά..
Στα σπλάχνα του γέννησε υποταγή,πίστη κι αποκοτιά..
Στο διάβα του έσπειρε σημάδια αχνά..
Και σκόρπισε αρώματα μεθυστικά..
Συνέχισε.. Αναζητώντας τη χλωμή του ηλιαχτίδα..
Περπατούσε μουδιασμένα όταν άκουσε ένα ποίημα..
Ο άνεμος το τραγουδούσε ψιθυριστά μες στη σιγαλιά..
Σταμάτησε να αφουγκραστεί το κρυμμένο σήμα..
Λέξεις ντυμένες στα λευκά, μα κρυμμένη η σημασία..
Κόντεψε να σαλέψει από χαρά στην ερμηνεία του η καρδιά..
Του φανερώθηκε η ονειρική μορφή, σαν βυθίστηκε στην ουσία..
Τα δέντρα του τείνανε το χέρι συγκινημένα..
Τον αγκαλιάσανε και του ευχήθηκαν χρόνια ευλογημένα..
Η λύπη στεκόταν ακόμη στη πύλη..
Ένα περιστέρι εγκατέλειψε τον τρούλο και πέταξε από πάνω της..
Μπρος της απλωνόταν ένας παράδεισος..
Κι η πύλη ήταν ανοιχτή..
Την κοιτούσε επίμονα σαν να της έλεγε.. Καλά χαζή είσαι?
Όχι σκέφτηκε, τρελή είμαι και την διάβηκε..
Μια μαγεμένη λευκή τριανταφυλλιά την κάλεσε κοντά της..
Πλησίασε και η ομορφιά της αιχμαλώτισε το βλέμμα της Λύπης..
Οι ηλιαχτίδες κολλούσαν πάνω της, της έδιναν χάρη μεγαλόπρεπη..
Ένα μπουμπούκι ζωγραφιά τράβηξε την προσοχή της, είχε βαφτεί με αχνή ροζ πινελιά..
Την κοιτούσε ικετευτικά..
Άπλωσε δισταχτικά το χέρι και το κράτησε μες τη χούφτα της..
Το έφερε στο πρόσωπο της, μα δεν είχε μυρωδιά..
Σαν ορφανό χωρίς μητέρα.. Το πήρε μαζί της και πλησίασαν τις έρημες κούνιες,
λαχταρούσαν κι αυτές λίγη συντροφιά..
Πιάσανε από μία..
Στη λιμνούλα οι πάπιες κολυμπούσαν νωχελικά..
Τα πεύκα θρόιζαν θεόρατα από πάνω της και ο καθάριος ουρανός μια απέραντη αγκαλιά..
Τα περιστέρια κόβανε βόλτες στην ανέφελη πίστα, πάνω απ΄ την πέτρινη εκκλησιά..
Έκλεισε τα μάτια συνεπαρμένη και έστρεψε το πρόσωπο στον ήλιο..
Ένιωσε πρωτόγνωρη ευδαιμονία, έγινε ένα με τη φύση..
Και τότε όλοι οι ήχοι που πριν τους άκουγε ξεχωριστά, έγιναν και
αυτοί τώρα ένα και συνέθεσαν μια μελωδία σκέτο ποίημα..
Η δική της μελωδία! Ταραγμένη άνοιξε τα μάτια..
Το τριανταφυλλάκι δίπλα της λικνιζόταν αργά..
Το κοίταξε σαν να το έβλεπε πρώτη φορά..
Δίπλα της αισθάνθηκε μια αύρα, μία ακαθόριστη παρουσία..
Το πήρε στα χέρια και το μύρισε..
Μοσχοβολούσε! Κυριεύτηκε, μαγεύτηκε!
Το πρόσωπο της Λύπης έλαμψε..
Της φανερώθηκε Αυτός και μπρος της απλωνόταν μαγικό χαλί..
Προχώρησε.. Ένα σαλεμένο χαμόγελο είχε χαρακτεί στα χείλη..
Δεν ήταν πια μόνη..
Το μαγεμένο τριανταφυλλάκι της ζέσταινε το χέρι..[/align] Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-01-2007 | |