Aurora Borealis

Δημιουργός: AceOfSpades, Σπλατς

βγήκε λίγο μακρουλό.. καλημέρες

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Α’

Στα φαντασμένα χρόνια της ζωής μου
η άμωμος σύλληψη ενός ονείρου
απίθανη μου μοιάζει
μα ως συνέβη
ροδόσταμο που κύλησε από τις τρεις πληγές...



Κειδά ‘ στα όσα στεγνά πρωινά
τα πικριασμένα απ ‘ τον αγέρα των εορτών των ξένων
θυμάμαι ύπουλα ό, τι είσαι :
Kάποιο κείμενο που όλο ξεκινώ τώρα... Που όλο λέω ,
αυτό , το ‘χω διαβάσει από καιρό..

Προσηλωμένος στο πέταγμα του κύκνου
-τι γεύση αλήθεια η Aurora Borealis ! –
κοιτάζω με τα μάτια
τα σύννεφα τα μαρμάρινα όπου νίπταμε κάποτε εκεί
καρδιές για να κοιτάξουμε καλύτερα
σαν στάλα – στάλα που έπεφταν
νιφάδες πούπουλα σα χιόνι
και γίνονταν νησιά και μέλη
σ’ ενός χειμώνα πέλαγος
και ενός σώματος ασάλευτου .
Μα να , το παρελθόν , στα μέλη τα δικά μου.
Δεν υπακούουν
(φτερά που ήταν κι αυτά ως πρόσφατα) -
τώρα σπηλιές , βλυχάδες και διαβήτες αγριεμένοι
τα μέλη μου δεν υπακούουν
το βλαπτερό συναίσθημα του πάθους ευτυχώς..

Ίσως να είναι που κάποτε , πρέπει και τα ταξίδια να τελειώνουν
γιατί αλλιώς, ταξίδια δε θα τα λέγαμε ,
παρά κάπως σαν μεγάλα τραπέζια θα τα περιγράφαμε..
Κι εμάς γύρωθε , με ξεραμένες γλώσσες
φθινόπωρα να γυρεύουμε , στ’ ανύπαρκτα ποτήρια.

Β’

Νεόφυτα άστρα μισό-θαμμένα
σχεδόν στο χώμα του ουρανού το μαύρο -
μα οι ρίζες τους εδώ,
στα βλέφαρα τα γαλανά,
στους ίσκιους των ανθρώπων τους κόκκινους ..
Είχες εξήντα ονόματα δαμασμένα .
Τα είχες ζέψει σε ένα άρμα και τράβηξες να κόψεις
το ωραιότερο άστρο μια νύχτα
τριγύρω ανήφοροι κι ένα σπασμένο άγαλμα στην κορυφή,
στο στήθος σου ,
μαβί, που έκαιγε,
αδελφωμένο με το φονικό μιας μνήμης παλαιάς ,
το έκοψες και επέστρεψες πριν το χάραμα..
Ολοπράσινη ομίχλη πια
με ονόματα πενήντα-εννέα σκοτωμένα ..


Τώρα , τι να σου διδάξει ;
Έχει τελειώσει η πρεμιέρα – το σπέρμα του σκηνοθέτη έχει πια ξοδευτεί
κοιτάζει αδιάφορος τώρα ...
Όλες τις κόπιες , τις πιθανότητες
παγιδευμένες απ’ της λογικής τα τόσα ντοκουμέντα
σε άδεια θέατρα βορά
διεστραμμένης κόρης που οι σοφοί την είπαν ''πλήξη''
οι ανόητοι ''εποχή''
τι κι αν εμείς οι γονείς της, ''θάλασσα'' την φωνάζαμε.
Και τι να σου διδάξω ;
Κρατώ το πουκάμισό μου σφαλιστό ερμητικά
μη δεις το χρέος που έχω για εσέ
και σου κάνω κακό μεγαλύτερο

Γ’

Δυο κλέφτες ήταν στην αλάνα
τίποτε πολύτιμο δεν έβρισκαν– έψαχναν
βρήκαν επιτέλους έναν λυγμό παιδικό
τον έκλεψε ο ένας απ’ τον άλλον.
Με κάτι σιρίτια κατέβαινα – φυσούσε νόμος γύρω μου
με πέρασαν για κάποιον και φοβήθηκα,
φαίνονταν ύποπτοι , τους έψαξα
βρήκα επάνω τους έναν λυγμό παιδικό
κι αυτό ήταν άλλοθι ακλόνητο
μιας αθωότητας. Δυο κλέφτες ήταν στην αλάνα..
τίποτε πολύτιμο δεν έβρισκαν , παρά ο ένας τον άλλον.

Μια σπιθαμή φλόγα
Φοράει κάτι ξυλοπάπουτσα , στενά τις πάνε
Κι όσο που προσπαθεί να χώσει τις φτέρνες της τις κόκκινες
Τόσο ψηλώνει κι ακόμη στενότερα γίνονται
Αίμα στάζει από τα κεραμίδια
Βαθύτερα , η δύση
Στην αχαλίνωτη φαντασία μιας ροδακινιάς
Μια αέναη συνουσία ‘ με άναρθρες φωνές εκείνος –
Εκείνη –
παφλάζει σε μία έρημο ,
κουλουριασμένη με ένα αίσθημα ανέσπερο
κι εκείνο μια σπιθαμή φλόγα
ακουμπισμένο στην κοσμόπολη που βλέπει μόνο αίμα,


από τα υπόγεια λάφυρα - το σχήμα τους ήμερο..
Σε κάθε κίνηση μου , μικροσκοπική
το στόμα μου γεμίζει φωνήεντα.

Ίσως που πρέπει τα ταξίδια να τελειώνουν κάποτε..
Ίσως που πρέπει και κάποτε , οι άγγελοι να πεθαίνουν,
ντυμένοι στα πράσινα.
Κι από το πλήθος ξένοι...


{Α}

Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-01-2007