Λίγο πριν αρχίσουν όλα Δημιουργός: Μετέωρος Άγγελος Εμπνευσμενο απο την ταινια Cabaret.
Το γραψιμο του ποιηματος αυτου μου ηταν υπερβολικα επιπονο απο συναισθηματικης αποψεως. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ι
Με πήρες απ' το χέρι
το μεσημέρι εκείνο
τον τόπο το δικό σου να μου δείξεις
και θαμπωμένος έβλεπα
τις μεγάλες τις βιτρίνες
τον όμορφα ντυμένο κόσμο
αμέριμνος να περιπλανιέται
στης πόλης τις πλατείες.
Σε μια γωνιά του δρόμου
αντίκρισα σημαίες κόκκινες
ανθρώπους με περίεργα πανιά στα χέρια
τυλιγμένα,
χαρτιά να δίνουν στους περαστικούς
και κάτι να τους λένε
σαν από μπροστά τους διαβήκαμε
απότομα με τράβηξες απ' το χέρι
να μην τους δίνω μου 'πες σημασία
εκείνη τη στιγμή παρ' όλη την βιασύνη
φευγαλέα αντίκρισα σταυρό αγκυλωτό
να διακοσμεί τεράστιος το κέντρο μιας σημαίας
Σαν σε ρώτησα μ' απορία για κεινους
σίγουρος στα λόγια μ' αποκρίθεις:
«Στοιχεία ακροδεξιά είναι της Γερμανίας
κηλίδα μελανή στ' όμορφο κράτος μας
τους επιτρέπουμε να ζουν υπό περιορισμό
για να αντιμάχονται τους κομμουνιστές αντιπάλους μας»
Τρόμος βαθύς με γράπωσε
τα λόγια σου όμως μέλι
κάπως ηρέμησα
«υπό περιορισμό», « τους επιτρέπουμε να ζουν»
φράσεις δικές σου
μου διώχναν
τον φόβο τον μεγάλο.
ΙΙ
Την μέρα την επόμενη
να φάμε βγήκαμ' έξω
κι όλο το περιστατικό
είχε ξεχαστεί
κι ένας νεαρός
μ' αοιδού φωνή
το γεύμα μας συνόδευε
με μελωδία φωνής αιθέρια.
Μα ξάφνου ο τόνος του άλλαξε
και γέμισε με πάθος
ένα τραγούδι πυρκαγιά
τα χείλη του τρυπά και βγαίνει
γύρισα τον αντίκρισα
τα μάτια του σπιθίζαν
και τι τρόμος- στο χέρι το δεξί
σταυρός αγκυλωτός κοσμούσε
το νεανικό του μπράτσο!
Ξάφνου δεύτερη φωνή
το νέο συνοδεύει
και τρίτη
μα και τέταρτη!
κι ο κόσμος αγριεύει
δεν τους χωρά το κάθισμα
σηκώνονται ολόρθοι
φωνάζοντας περήφανα
του τραγουδιού τους στίχους.
Τα μάτια τους δυο θάλασσες
και μέσα τους δυο πλεούμενα
πειρατικά να διασχίζουν αρματωμένα
μια θάλασσα όλο αίμα
γέροι και νιοι όλοι όρθιοι
τον Θεό κοιτούν κατάματα
τραγουδώντας άλλος φάλτσα, άλλος αγγελικά
«Ο κόσμος μας ανήκει»
ΙΙΙ
Τοτ' έγειρα τα μάτια μου
και κοίταξα εσένα
σκυθρωπός να κάθεσαι στου τραπεζιού την άκρη
το βλέμμα μου σηκώθηκε
συνάντησε εκείνους
που τραγουδώντας πια αδιάντροπα
όλοι όρθιοι,
τους στίχους τους συνόδευαν με τεντωμένο χέρι.
Σκοτείνιασε η ψυχή μου
σαν ένιωσε την πυρωμένη ανάσα
του πεινασμένου Χάρου
και τα μαύρα φτερά του
σαν άκουσα
να σχίζουν αγέρωχα τον αέρα
να πλησιάζουν
Και το ποτήρι το κρασί
που για να πιω κρατούσα
στο χώμα να πέσει αφέθηκε
και έγινε κομμάτια. Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-09-2004 |