Κόκκινες καρδιές

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B][align=center]ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ


Τα τελευταία χρόνια ξενιτεύτηκα.
Έβαλα το δισάκι μου στον ώμο κι αποχώρησα από τα κοινά.
Βαδίζω ακόμα, βαδίζω, γιατί δεν έφτασα το στόχο.
Κι αν κάποιες φορές νοστάλγησα το παρελθόν μου
ήταν γιατί υπήρχαν κάποια κενά, που δεν γέμισαν ποτέ με εικόνες.
Όπως ένα κάδρο, που μόλις έχεις αγοράσει
για να βάλεις μέσα μια φωτογραφία αγαπημένου προσώπου
και ξαφνικά ανακαλύπτεις πως αυτό το πρόσωπο δεν υπήρξε ποτέ
παρά μόνο στη νοσηρή φαντασία σου.
Μένεις μ’ ένα κάδρο αδειανό στα χέρια και την ώρα εκείνη
έρχεται η έντονη επιθυμία, να το σπάσεις σε χιλιάδες κομμάτια.
Λες και ήσουν σ’ ένα όνειρο, που μόλις τελείωσε και ξύπνησες.
Κι όταν βρισκόμουν κάποιες φορές καθισμένος στα τραπεζάκια
σε πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας κι έπινα τον καφέ μου
παρατηρούσα με τις ώρες τους περαστικούς
απλά για να δω αν είχαν τις ίδιες ανησυχίες με μένα.
Που βαδίζουν εκείνοι, έλεγα, που να πηγαίνουν;
Τι να σκέφτονται άραγε τούτη την ώρα, ποιόν ν’ αγαπούν;
Οι γυναίκες, συνήθως με μεγάλα κουτιά στα χέρια, από ψώνια
συνοδευόμενες πάντα από κάποια φιλενάδα ή τον ερωμένο τους.
Καθώς προχωρούσαν, ακούγονταν έντονα τα ρυθμικά βήματα
των τακουνιών τους, στα πλακόστρωτα της Αθήνας.
Κι εγώ έπινα τον καφέ μου και τις παρατηρούσα ανέκφραστος.
Κρύο το ρόφημα πάντα, ακόμα και τους Χειμώνες, σαν αναισθητικό
έκαιγε τους πνεύμονες το τσιγάρο, το ένα μετά το άλλο
τα ‘σβηνα με μανία στο λερωμένο τασάκι κι αφουγκραζόμουν.
Γεμάτος από ερωτήσεις αναπάντητες και ζήλια και σκέψεις.
Όσο ήμουν παιδί ακόμα, δεν έτυχε να πάρω αγκαλιά
ένα τρυφερό πλάσμα, να το σφίξω στα χέρια μου
ένα κορίτσι στην ηλικία μου, για να του πω πόσο τ’ αγαπώ.
Να το γεμίσω φιλιά αμέτρητα, απ’ άκρη ως άκρη
για να δηλώσω τον έρωτά μου. Αν ήξερα τι είναι ο έρωτας.
Θυμάμαι μίλαγα με τις ώρες στον εαυτό μου
τον ερωτούσα, έψαχνε για τις απαντήσεις και μου απαντούσε.
Σχεδίαζα στο χαρτί κόκκινες καρδιές μ’ ένα βέλος στη μέση
κι αυτό μου απαντούσε, πως είναι ο έρωτας.
Γέμιζα τα μπλοκ ιχνογραφίας με κόκκινο μαρκαδόρο
ψάχνοντας για τον πόθο κι ανακαλύπτοντας την αγάπη.
Ερχόντουσαν τα βράδια και μελαγχολούσα
ακούγοντας στα ραδιόφωνα της νιότης μου, τραγούδια
αφιερώσεις ερωτικές, μπαλάντες που ψιθύριζαν για τον έρωτα
γυναίκες που έψαχναν κάποιον, άντρες που έβρισκαν κάποια
κι εγώ έμενα ν’ ακούω τους άλλους, να μαθαίνω τη ζωή τους.
Αργότερα ερχόντουσαν τα δάκρυα και με παρέσυραν
σαν ένα ποτάμι που καταλήγει με ορμή στον καταρράκτη.
Ξύπναγα τις νύχτες λουσμένος στον ιδρώτα κι αγρυπνούσα.
Που φύγαν τα χρόνια μου, που να χάθηκαν;
Ποιος κέρβερος να τα πήρε και να ‘κλεψε τις στιγμές μου;
Κρέμασα στον τοίχο ένα κάδρο αδειανό από εικόνες
και πήρα το σακίδιο στα χέρια, για την εξορία.
Αυτός ο τόπος καταχράστηκε τριάντα ολόκληρα χρόνια απ’ τη ζωή μου.
Λήστεψε χιλιάδες εργατοώρες, ρούφηξε εκατομμύρια φιλιά
καταδυνάστευσε δισεκατομμύρια παιδικά μου χαμόγελα
που δεν δόθηκαν ποτέ μέχρι σήμερα, και απήλθε.
Αυτός ο τόπος μου έμαθε, πως στη ζωή
δεν αρκεί να περιμένεις το αύριο, αλλά να υπομένεις το σήμερα.
Κι αν κάποια στιγμή, κάποτε, το αύριο γυρίσει να με κοιτάξει
εγώ θα λείπω. Θα βρω χίλιες δυο δικαιολογίες να λείπω.
Θα ψάξω στα συρτάρια, να σκίσω τις παιδικές μου ζωγραφιές
κι εκεί που ενώνονταν οι κόκκινες καρδιές, θα τις χωρίσω.
Αύριο θα πάω για ψώνια, χρειάζομαι ένα καινούργιο
μπλοκ ιχνογραφίας και μερικούς κατάμαυρους μαρκαδόρους.


γιώργος_κ[/align][/B]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-02-2007