Πασχαλίτσες

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

χιχι

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B]ΠΑΣΧΑΛΙΤΣΕΣ ..με σκουρόχρωμες τελίτσες!


Αστείρευτες στην ομορφιά σας, μαργαρίτες
κι άγρια τριαντάφυλλα του κάμπου, σαν κόκκινες σελίδες
ένα πολύχρωμο μπουκέτο ανθών, σε μια γυναίκα που γιορτάζει
κι αναζητά την ουράνια συντροφικότητα στα αμίλητα ξημερώματα
του Παραδείσου, και τα μακάβρια απογεύματα της Κολάσεως.

Εκεί που η ψυχή, μένει να στέκει, κάπου ανάμεσα στο μεταίχμιο
το καθαγιασμένο καθαρτήριο της μακροβιότητάς της
εκεί που η ψυχή δεν έμαθε, να ξεχωρίζει δρόμους με σκαλοπάτια
μήτε νόμους φτιαγμένους στα μέτρα και τα σταθμά των κατακτητών.

Αναγκάστηκε να παραμένει, χρόνια αναποφάσιστη, μετέωρη
υπομένοντας τα φρικτά βασανιστήρια της πανανθρώπινης γκλαμουριάς
όταν κάποιοι αναρωτήθηκαν γοερά, αν υποκρύπτεται δόλος, ζηλοφθονία
έγκλημα πάθους, μοιχεία, κι όταν κάποιοι λογαριάζανε τα χρήματα.

“Πόσα σου δίνω, να την αγοράσω μάγκα μου;”
“το κορμί μου όσο θέλεις, την ψυχή μου ποτέ!”

Στην ουσία, το βάθος της, φτάνει ίσα μ’ ένα καταπράσινο χωράφι
που απλώνεται στον απέραντο κάμπο, ανάμεσα στις βουνοκορφές
πιο χαμηλά ίσως από το ύψος της θάλασσας, πιο ψηλά
από τον πλησιέστερο πολιτισμό, γεμάτο από κατακόκκινες
πασχαλίτσες που φτερουγίζουν από λουλούδι σε λουλούδι
κι ύστερα ακολουθώντας κατά γράμμα, τη γενετήσια πράξη
τοποθετούν άξιους απογόνους στα καταπράσινα φύλλα.

Παρθένο το χωράφι, απάτητο από πόδι ανθρώπινο
εκεί που συνυπάρχουν αρμονικά, τ’ αγριόχορτα με τις τουλίπες
τα βάτα με τις παπαρούνες, και τ’ άγρια τριαντάφυλλα
με τις λευκές μαργαρίτες, πλημμυρισμένες από πληθυσμούς εντόμων
και πασχαλίτσες με μαύρες βούλες, για να υπάρχει χρωματική αντίθεση.

Αμφιβάλλω αν θα υπήρχε, έστω κι ένας άνθρωπος στον κόσμο
να εκτιμήσει χρηματικά αυτό το τοπίο, που μοιάζει με έργο τέχνης
σαν πίνακας ζωγραφικής, με ανωνύμου Υπερανθρώπου την πατρότητα.

Ας πούμε, πόσο θα μπορούσαμε να πουλήσουμε τις μαργαρίτες
ή πόσο θα στοίχιζαν οι κόκκινες πασχαλίτσες, με τις μαύρες βούλες;
έπειτα είναι και τα βουνά στην άκρη του τοπίου, που αυξάνουν την τιμή
πόσο θα μπορούσαμε να ξεπουλήσουμε, τέσσερα μεγάλα βουνά
ένα στην κάθε άκρη του πίνακα, έτσι που τελικά να κρύβουν
όλη τη μαγεία του έργου, από τον ανθρώπινο οφθαλμό;

Εκεί παρέμενε χρόνια η ψυχή, αναπτύχθηκε παράλληλα με το Σύμπαν
στο χωροχρόνο της θεϊκής μεταβάσεως, από το καθαρτήριο στο απόλυτο
εισπράττοντας απλώς, τα ανεπαίσθητα ζουζουνίσματα των εντόμων
και τα τσαλαπατήματα, από τις μυριάδες κατακόκκινες πασχαλίτσες.

Μας λείπει μόνο η μελωδία, η μουσική είναι βασικός παράγοντας
προκειμένου να συμπληρώσουμε τον πίνακα με αρμονία
θα πρότεινα τους ήχους ενός μουσικού οργάνου, μιας άρπας ίσως
που εκτελεί πιστά τα divertissements for solo harp του Caplet
ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, το μελωδικό σάλπισμα τρομπέτας
σαν προάγγελο της δίκαιης συναλλαγής, με τον υποψήφιο κάτοχο.

Και συνάμα, ο διαπεραστικός και βαθύς ήχος της σάλπιγγας
να καρφώνεται σα μαχαίρι στην καρδιά, στο στήθος, στα γόνατα
να ηλεκτρίζει το περιβάλλον, σα γυμνό καλώδιο υψηλής τάσεως
σαν αμαξοστοιχία που τρέχει και συνθλίβει στο διάβα της το κάδρο
απομηχανής Θεός που μ’ έναν κεραυνό του, το καταστρέφει την ίδια στιγμή.

“Λοιπόν παιδιά μου, πόσο να πουλήσουμε το κομμάτι του Παραδείσου;”


[align=center]γιώργος_κ[/align][/B]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-03-2007