Παραφύση

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

Δε γνωρίζω αν ένα ακόμα κείμενό μου μπορεί να προσφέρει κάτι παραπάνω στον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι γυναίκες και οι άντρες για το αντίθετο φύλο, την λατρεία ή τον έρωτα, την απόλυτη υποταγή ή την αντίδραση προς την εξουσία του...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B][align=center]ΠΑΡΑΦΥΣΗ

~~~

Σήμερα κάθισα δίπλα σου από τύχη, όπως σ’ αντάμωσα στο ίδιο βαγόνι.
Το όνειρο βγαίνει αληθινό, το τρένο σφυρίζει, οι πόρτες θα κλείσουν
θα σαλπάρουμε στο επόμενο δευτερόλεπτο για το παράλογο.
Να έχεις τα μάτια σου ανοικτά, μόνο θα με διαβάζεις απ’ το βλέμμα μου
δε θα μιλώ, ούτε άχνα δε θα βγάλω, μόνο θα σε κοιτάζω, να σε μαθαίνω
θα σε περιεργάζομαι, έτσι όπως σε μάθαινα πάντα απ’ τα βιβλία σου.
Θα σε κοιτώ σιωπηλός, να σε περιγράφω με το μυαλό μου
κι εσύ θα προσπαθείς να μαντέψεις, τι κρύβω στα μάτια
σαν ένα παιχνίδι. Θέλεις να παίξουμε; ΠΕΣ ΜΟΥ!
Θέλεις, δε θέλεις, θα πρέπει να με ανεχτείς για το επόμενο δευτερόλεπτο
όσο χρειάζεται για να φτάσεις στον προορισμό σου
κι όταν ανοίξουν οι πόρτες θα κατέβεις, εσύ μόνο κι άλλος κανείς.
Δε θα κινώ μήτε τα χείλη μου, θα με διαβάζεις απ’ το βλέμμα
σήμερα θα σου μιλήσω εγώ για όλα, για οτιδήποτε θεωρούσες παράλογο.
Διάβαζα χρόνια τώρα, τις ιστορίες σου στα βιβλία, τους έρωτές σου
τα πάθη σου, τα λάθη σου, μάθαινα ότι έκλαιγες κι όταν γελούσες χαιρόμουν.
Περπάταγες στα πλακόστρωτα τις νύχτες, μεθυσμένη, πάταγες αντρικά κορμιά
έλιωνες ψυχές απεγνωσμένες, χειριζόσουν άψογα το μαστίγιο της ανυπακοής
άλλες φορές ερωτεύτηκες, νοστάλγησες τα περασμένα, χάρηκες τη ζωή σου.
Εγώ κλεισμένος χρόνια στο παιδικό μου δωμάτιο, να ξεφυλλίζω τις σελίδες σου
δεν ένιωθα αν ξημερώνει ή αν βραδιάζει, μάζευα μία-μία τις φωτογραφίες σου
από τις διακοπές στη θάλασσα, κι ακόμα τώρα που σε βλέπω μπροστά μου
δείχνεις ολόιδια, σα να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε.
Φοράς το ίδιο στενό ξεβαμμένο σου τζιν, σκισμένο παντού και ραμμένο
το ίδιο σκουρόχρωμο σακάκι που αγκάλιαζα τις παγωμένες νύχτες
και προσέφερε μητρική ζεστασιά, την τσάντα που έκρυβες το κινητό σου
και κάθε τόσο το ‘βγαζες από μέσα, να δεις αν σου είχαν τηλεφωνήσει.
Θυμάμαι ακόμα τον ήχο του, ξέρω απ’ έξω τη μελωδία, μα δεν άκουσα
ούτε μια νότα απ’ τη φωνή σου, εκείνη δεν τη γνώρισα ποτέ. ΜΗ ΜΙΛΑΣ!
Προέκταση στα πόδια σου, οι μαύρες μπότες με την κάθετη γραμμή
εκεί που ενώνονται τα δύο κομμάτια του μαύρου δέρματος
και γίνονται ένα, βερνικωμένα, γυαλισμένα, λατρεμένα, αγαπημένα
κομμάτια δέρματος που με μάγεψαν από την πρώτη στιγμή που σε είδα.
Σου πάνε πολύ αυτές οι μπότες, κι εμένα με τρελαίνουν από ηδονή
ιδίως όταν κουνάς τα πόδια από πλήξη και βαρεμάρα, σταυροπόδι
όταν διακρίνω ένα τμήμα της σόλας, έτσι που να θέλω με πάθος
να τις βάλω στο στόμα μου, να τις γλύψω, να τις γευτώ
να ρίξω επάνω τους ένα ολόκληρο μπουκάλι κόκκινο γλυκό κρασί
κι όπως θα ρέει προς τη μύτη, να το πίνω γουλιά-γουλιά, να μεθύσω.
Κι ύστερα να πέσω κατάχαμα στα τέσσερα, να μοιάζω μ’ ένα τερατόμορφο
μυρμήγκι, ένα παραφύση δημιούργημα που απέτυχε στο εργαστήριο
την ώρα του πειράματος, κι εσύ θα πρέπει να τελέσεις το ιερό σου καθήκον
την αιώνια υποχρέωση απέναντι στην ανθρωπότητα.
Θα πρέπει να το λιώσεις με μανία και οργή, να το συνθλίψεις με μίσος
κάτω από τις γυαλισμένες σόλες, που περπάτησαν αμέτρητα χιλιόμετρα
για να κερδίσεις το στοίχημα με τον χρόνο.
Εκείνο θα προσφέρει την αύρα του, θα σου δώσει ενέργεια
να καλπάζεις σαν περήφανο άτι, σε μυριάδες ακόμα ιπποδρομίες της ζωής
σαν θεία δύναμη που σε τροφοδοτεί με εξουσία, την ώρα που το σκοτώνεις.
Θα πρέπει να πατάς επάνω σε οτιδήποτε βρίσκεται γύρω σου
μπροστά στα πόδια σου, τις ώρες που περπατάς αμέριμνη
να σου χαρίζει αυτοπεποίθηση και κουράγιο, το αγνό του αίμα.
Γεννήθηκε, όπως γεννήθηκα κι εγώ, να σου προσφέρω ενέργεια.
Απ’ τα χείλη σου δημιουργήθηκα, απ’ τα μάτια σου σπούδασα
απ’ τις λέξεις σου πιάστηκα για να σωθώ απ’ το θάνατο.
Εσύ διατάζεις τώρα, έχεις στα πόδια σου τη ζωή μου. ΠΑΡΤΗ!
Όπως διέταζες πάντα και αποφάσιζες τις κινήσεις μου
όπως με γαλούχησες και μου έδωσες φαγητό στην απομόνωση
μου χάριζες δάκρυα, τα πάντρευα με τις σελίδες σου
κι έπειτα γέμιζα τα χέρια μου με σπέρματα, λέξη-λέξη.
Σε λίγο φτάνουμε στο τέρμα κι εγώ κοιτάζω ακόμα τα τακούνια σου
πιάνομαι απ’ τις κινήσεις των ποδιών σου, σαν τρωκτικό στη φάκα
γλιστράω στο παντελόνι σου, τα βαμμένα νύχια με το φως των άστρων
πεσμένος στο πάτωμα του βαγονιού, ικετεύω να μου χαρίσεις
το τελειωτικό χτύπημα, στο επόμενο βήμα σου. ΚΑΝΤΟ!
Κλείσε τα μάτια, σήκωσε το πόδι, λιώσε με κάτω από τη σόλα σου
να νιώσω το τακούνι σα μαχαίρι να με σφάζει, να λυτρωθώ.
Εσύ με κατασκεύασες, εσύ με έφερες στον κόσμο να με δικάσεις
εσύ με καταδίκασες στο θάνατο που ονειρευόμουν πάντα
και το επόμενο μήνυμα θα έρθει από τον Παράδεισο.
Εσύ θα έχεις πάρει το εισιτήριο στην αιωνιότητα, περιμένοντας
για το επόμενο θύμα σου, από έναν χτύπο του τηλεφώνου.
Ζήλευα πάντοτε τον θεϊκό ήχο των τακουνιών σου, την ωραία ζωή
την ομορφιά που σε στόλιζε για να κινείς το κορμί σου
να συντονίζεται πάντα με τον ήχο του τρένου, όπως σκίζει τις ράγες
κι εγώ να πέφτω χαμηλά στο δάπεδο, να προσκυνώ ταπεινά
να κινούμαι στα τέσσερα, να υποτάσσομαι στην ομορφιά σου
να με κοιτάζεις με τα μαύρα σου μάτια, να λιώνω σαν το κερί
να με συνθλίβεις κι εγώ να μοιάζω αλοιφή για το κορμί σου.
Ζήλευα πάντοτε τις απαντήσεις που δεν προλάβαινα να πάρω
που σε ρώταγα για χρόνια, κι εσύ απέφευγες να ομολογήσεις
χωρίς μια λέξη να αρθρώσω, να ρωτήσω που πας, που αφήνεσαι
για που ξεκινάς, που τελειώνεις, ποιος θεός σ’ αγκαλιάζει τις νύχτες
ποια χείλη να μαγεύουν τις παλάμες σου με θεϊκές αμαρτίες;
Κι αν προσπαθείς να σκεφτείς αυτό που φαντάζομαι τώρα
ξέχασέ το, θα το απορρίψω, να εκδικηθώ, θα το αποτρέψω
να λυτρωθώ, θα το απαρνηθώ, να με λιώσεις σαν άγγελο
σα μωρό νεογέννητο, σαν ζωύφιο που ξεπρόβαλε στο διάβα σου
θα σου φωνάζω ΟΧΙ, ΜΗ, ΕΛΕΟΣ, κι εσύ χωρίς οίκτο
στα επόμενα κλάσματα του δευτερολέπτου, την επόμενη
χρονική στιγμή, θα πρέπει να τελειώσεις τα πάντα όπως άρχισαν.
Εσύ τα γνώρισες όλα, τα γεύτηκες, εγώ είμαι ακόμα αμάθητος
εσύ διεκδικείς τον Παράδεισο κι εγώ καρτερώ για την Κόλαση
εσύ θα πρέπει να αποδείξεις, πως το τσόφλι δεν ήταν τόσο γερό
όσο αρχικά υπολόγιζα κι όσο περίμενα, χωρίς καν να το σκεφτείς.
Το τελευταίο σου βήμα είναι το τέλος της διαδρομής μου
εσύ θα κατέβεις στην επόμενη στάση, να χαθείς μες στο πλήθος
κι όταν ανοίξουν οι πόρτες, θα έχω σαλπάρει για το παράλογο.


γιώργος_κ[/align][/B]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-03-2007