Για ποια αγάπη ψάχνουμε;

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

Καλό ξημέρωμα...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ξυπνάς και έχεις κολλημένο στο μυαλό ένα σκοπό. Από τραγούδι παλιό, νοσταλγικό, ατόφιο. Μια ξεχασμένη ανάμνηση που στη ζωή σου ήρθε. «…. Σβήσε τα φώτα, σβήσε το φεγγάρι, σαν θα με πάρει, το δάκρυ μου μη δει…». Και μ αυτό εκεί, να σε καίει σηκώνεσαι.. Και περπατάς.. Ένα, ένα τα βήματα. Με κόπο, προσεχτικά. Εξάλλου δε νιώθεις, δεν είσαι εκεί, είσαι ενδιάμεσα. Και πας στη δουλειά. Έχεις να κάνεις με ανθρώπους, και ο καθένας έχει τα δικά του προβλήματα. Να τα απαλύνεις θες. Να δώσεις κάτι. Κάτι απ’ το τίποτα που έχεις μέσα σου. Και παρόλα αυτά ψάχνεις να το βρεις. Και ξύνεις τον πάτο. Αυτόν του πηγαδιού και δίνεις, ότι έχει μείνει από το κάποτε κρυστάλλινο νερό. Που τώρα είναι λάσπη. Και είναι αρκετό, γιατί καμιά φορά το μόνο που ζητάμε είναι λίγη δροσιά, ένα χαμόγελο, που να φτάνει ως τα μάτια και να μην είναι απλά γκριμάτσα. Και το δίνεις όσο και αν νιώθεις ότι τα όρια περνάς και δεν μένει τίποτα πίσω για σένα.
Και κάπου εκεί αναλογίζεσαι.. Κάποιες εικόνες της ψυχής.

Είσαι στα επείγοντα ενός επαρχιακού νοσοκομείου. Και φέρνουν δυο έφηβους, ένα ζευγάρι. Από ατύχημα στην εθνική. Γύφτοι είναι, είπε κάποιος γύφτος στην ψυχή. Και κει μέσα στα αίματα, ξαπλωμένοι στα διπλανά φορεία, με τα αλουμινένια σεντόνια σκεπασμένοι, βλέπεις. Το παλικάρι απλώνει ένα τρεμάμενο χέρι να πιάσει το χέρι του κοριτσιού που βογκά. Και κείνη γυρνά, τον κοιτά και γαληνεύει. Και λες το φως του ουρανού να φώτισε το μαύρο εκείνο μέρος…

Είσαι σε ένα νοσοκομείο στην Αθήνα. Στη νευρολογική κλινική. Και αυτό που σου κάνει εντύπωση είναι μια γυναίκα με μια κόκκινη μπλούζα. Στο χρώμα της φωτιάς. Με πρόσωπο χλωμό, βασανισμένο. Γύρω στα σαράντα. Κάθεται στο κρεβάτι δίπλα στον άντρα της. Που πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Από κείνες τις ύπουλες μορφές που σε ροκανίζουν σιγά, σιγά. Μια σου παίρνουν ένα χέρι, μια ένα πόδι, λίγο την όραση, αλλά δε σε σκοτώνουν. Απλά σου αφαιρούν από κάτι, μέχρι να ξεχάσεις και το ποιος είσαι.. Ο οποίος είχε προσβληθεί και από πνευμονία.. Και ήταν με μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπο. Και βογκούσε. Γκρίζος, στο χρώμα της στάχτης. Και εκείνη του κρατούσε σφιχτά το χέρι. Και έκλεγε βουβά δίπλα του, σκυφτά, να μην την ακούσει, να μην τη δει.. Αλλά ήταν εκεί, δίπλα του, είκοσι χρόνια που κρατούσε η αρρώστια εκεί…

Και σκέφτεσαι καλά ποια αγάπη ψάχνω..; Γιατί αγάπες για τα καλά και για τα εύκολα, πολλές. Στα δύσκολα τι γίνεται;... Και ακούς ακόμα το σκοπό στο μυαλό.. «…. Σβήσε τα φώτα, σβήσε το φεγγάρι, σαν θα με πάρει, το δάκρυ μου μη δει…».
Κι άντε να ξημερώσει…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-04-2007