Μια γαλήνια ερημιά Δημιουργός: Νεφελοβάτης Κάποιοι θρύλοι λένε πως ο χαμένος κήπος του παραδείσου βρίσκετε σε μια έρημο, στο την πιο άδεια περιοχή της γης. Ραμπ αλ Καλί την ονομάζουν, «Ο Άδειος τόπος».. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Άμμος, άμμος παντού. Και ερημιά. Ήρεμη, γαλήνια, αισθαντική. Σαν μια τρυφερή μήτρα που σε τυλίγει. Σ αγκαλιάζει, σε προστατεύει, σε κρατά.
Από τη μέρα που ο ήλιος σε καίει ως το μεδούλι, σε διαπερνά. Από η νύχτα που η παγωνιά φτάνει ως την ψυχή κάτω απ’ το έναστρο κενό..
Από τον πόνο, πόνο βαθύ που ξεπερνά τα πάντα. Που δε σταματά ότι και να κάνεις. Που καίει και παγώνει ταυτόχρονα. Οπότε κάνεις το μόνο που μπορείς. Χάνεσαι μέσα της. Σκορπίζεις τη συνείδηση σε χιλιάδες κομμάτια. Μες την άμμο τα θάβεις. Καθένα μόνο του, χαμένο στην μοναξιά του να μουμιοποιηθεί. Έτσι ώστε να μην υπάρχουν αναμνήσεις, πόθοι, όνειρα. Μόνο σιγαλιά.
Αλλά κάπου κάπου βλέπεις. Βλέπεις την ομορφιά που λαχτάρησες, λουλούδια ανθισμένα, φυτά ονειρικά, θάλασσες βλέπεις γαλανές, αλαργινά παλάτια. Αγάπες ολοφώτεινες που τώρα σκοτεινιάσαν. Μόνο που ξέρεις πια.. Από άμμο είναι όλα αυτά, ίσως πάντα έτσι να ‘τανε και δεν το ‘χες καταλάβει..
Καμιά φορά φυσά κι ο Ζέφυρος και κάνει τα κομμάτια σου να μορφοποιηθούν. Τη μια ένα χαμόγελο που απλόχερα χαρίζεις, την άλλη μια κουβέντα στοργική σε
κάποιον άγνωστο, μπας και απαλύνεις τη δικιά του μοναξιά. Μα μετά φυσά ο λίβας και τα σκορπίζει. Και μένει πάλι η άμμος, άμορφη και γαλήνια. Μες την ερημιά του τίποτε στο θάνατο της αγάπης..
Και οι θεοί ψηλά, σαρκαστικά και καταχθόνια γελούν. Για το θράσος των θνητών που τόλμησαν να θελήσουν να ξεπεράσουν τους περιορισμούς που οι πάνσοφοι τους επέβαλαν. Να αναζητήσουν εκείνο τον παράδεισο που τους έταξαν, απ’ όπου έφυγαν διωγμένοι γιατί σε διαταγές δεν υπακούσαν.
Μα κάποιες φεγγαρόλουστες νυχτιές ακούς, σαν ψίθυρο φαντάσματος, ένα γλυκό τραγούδι. Λες και οι χαμένοι άγγελοι στη γη εκατέβηκαν. Που λέει για χρόνια μαγικά, καιρούς πια περασμένους. Που υπήρχαν λουλούδια στην καρδιά και άνοιξη όλα ήταν.
Και ψάχνεις τον άγγελο να βρεις που στην ερημιά κατέβηκε, παρέα να σου κάνει. Πρόσγειος που εγίνηκε, στον πόνο σου να σου σταθεί, το χέρι να σου πιάσει. Μα μόνο σκόνη πάλι θωρείς ως που το μάτι φτάνει, άγγελοι δεν υπάρχουνε λύτρωση δεν υπάρχει.
Και έτσι αφουγκράζεσαι να βρεις την πηγή του τραγουδιού. Και ξαφνικά καταλαβαίνεις ότι απ’ την ψυχή σου έρχεται, που τραγουδά γαλήνια, στα όνειρα όταν χάνεται, ενώ εσύ είσαι ξύπνιος.
Μιλά για τις λαχτάρες της, τα θέλω και τα όνειρα που είναι πια χαμένα.
Και τότε τη συνείδηση, αργά, σιγά και επώδυνα, ξανά την εμαζεύεις, νόημα ψάχνεις για να βρεις, μα πουθενά δε βρίσκεις, όσο πολύ κι αν το ποθείς. Σκόνη είναι όλα γύρω σου, μόνο αυτή υπάρχει.
Μα λίγο πριν ξανά χαθείς, το βλέμμα πάνω ρίχνεις. Θεούς κοιτάς κατάματα, το θάνατο χλευάζεις. Και μ’ όλη τότε τη θνητή τη δύναμη της αθάνατης ψυχής σου τους λες:
Από ψηλά ειν’ εύκολα, εμάς να λοιδωρείτε, μα μια στιγμή αν έρθετε στον κόσμο αυτό που ζούμε, να δούμε αν θα αντέξετε, τον πόνο που περνούμε..
Και αφήνεσαι να φύγεις, μ ένα χαμόγελο στα χείλη, με μια ανεκπλήρωτη ελπίδα στην καρδιά, ενώ εκείνοι σκεφτικά μεταξύ τους κοιτάζονται και τον παράδεισό τους αναπολούν..
Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-04-2007 | |