Ανάστασις

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

Λίγο υπερβολικό ε? Καλή Ανάσταση, Χρόνια καλά για όλους μας, Χριστός Ανέστη!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B][align=center]Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ


Με ρώτησαν, αν πιστεύω σε κάποιον Θεό.
Απάντησα, πως πιστεύω εις μίαν μοναδική Θεά, Εσένα.
Τη Θεά που με δημιούργησε απ’ το τίποτα
που μου χάρισε την ανάσα και το πνεύμα να ελπίζω
που μέσα απ’ τον τιποτένιο μου θάνατο
με οδήγησε στην παντοτινή Ανάσταση της ψυχής.
Που ξεσήκωσε κοιμισμένες ορμές και σκέψεις
εκείνες που φώλιαζαν, στις αποθήκες του ασυνείδητου.

Απάντησα, πως τιθασεύσεις με πείσμα το πεπρωμένο μου
πως τυλίγεις σαν πέπλο, το χαλινάρι στο λαιμό μου
και παρασύρεις το κορμί μου, στους ρυθμούς σου.
Πως κινείς το μυαλό και το σώμα μου, οδηγείς
τα βήματά μου στο αύριο κι όταν θες με πεθαίνεις.
Κι είναι η απόλυτη αφοσίωση σε κάποιον Θεό.

Γιατί εσύ κινείσαι γύρω μου, περιστρέφεσαι
στις σκέψεις μου, υπάρχεις και ζεις και πιάνεσαι
αναπνέεις κι αισθάνεσαι κι όταν πάλι θες, εξαφανίζεσαι.
Κι ύστερα εμφανίζεσαι από το ανύπαρκτο, μπροστά μου
και με διατάζεις να σε υπακούσω.

Γιατί αν δεν υπάρχεις Εσύ στη ζωή μου, τι θα’ χω για να
ελπίζω, τι θα’ χω για να υπομένω, για να βασανίζομαι.
Πως θα εξουσιάζεται η ζωή μου απ’ το ελάχιστο;

Μα εγώ ζω, να προσκυνώ ταπεινά το ευλογημένο κορμί
να θητεύω μαθητής στα πόδια σου, ν’ αναπνέω τα βήματά σου
να αισθάνομαι την υπόστασή σου, πάνω στο μεθυσμένο
απ’ τον έρωτα κορμί μου, να τηρώ τις υποσχέσεις μου
να γίνομαι το πάτωμα που θερίζουν τα πέλματά σου
όταν επιστρέφεις απ’ το κυνήγι των θηραμάτων σου.

Είμαι απλά, ένα απειροελάχιστο σωματίδιο ύλης
που τόλμησε να βρεθεί στο διάβα σου
κι εσύ με περίσσεια ευκολία το σύνθλιψες διαβαίνοντας
και το’ λιωσες, το τεμάχισες, το τερμάτισες
το γέμισες μ’ αίμα θνητού, που ζητούσε τη λύτρωση.

Στα χέρια σου, κρατούσες το μαστίγιο της κοινωνίας
και σφάδαζαν οι θνητοί σου, τους έγδερνες, τους έσφαζες
και στ’ άγγιγμά του, τρέμοντας, παραδίνονταν.
Πιστεύω εις μίαν Θεά, που όταν χτυπάει το μαστίγιο
πάλλεται στα χέρια της η μελωδία κι όσο με πονάει
τόσο περισσότερο την ασπάζομαι και την λατρεύω.

Κι εσύ με πατάς, με συνθλίβεις, με λιώνεις από έρωτα
κάτω απ’ το λατρεμένο κορμί σου, αντλώ τη ζωή μου
από την υπέρτατη ηδονή, που προσφέρουν οι πόνοι σου.
Κι εσύ με τεμαχίζεις, με σκορπάς σαν το χάρτινο φύλλο
στον άνεμο και πετάω στον αγέρα και ταλανίζομαι
κι ύστερα επιστρέφω πίσω ταπεινωμένος, αδύναμος.
Με σουβλίζουν τα χέρια σου, με γδέρνουν τα πόδια
κι όσο υποφέρω, παραδίνομαι στη γοητεία σου.

Γοητευμένος, αφουγκράζομαι τα στοργικά βήματά σου
να με πλησιάζουν για το επόμενο βασανιστήριο
γνωρίζοντας από πριν τις συνέπειες της παρουσίας σου.

Πιστεύω εις μίαν Θεά, που βάζω πάνω απ’ τη ζωή μου
κι όταν κατεβαίνει απ’ το θρόνο της, προσεύχομαι
να περπατάει πάνω στο κορμί μου, να το πληγώνει
κάθε μέρα και περισσότερο, κάθε στιγμή εντονότερα
από ποτέ, στο κάθε λεπτό που περνάει και χάνεται.

Πιστεύω εις μίαν Θεά και Αγία, Σοφία, Γυναίκα
Κορμί και Λατρεία, τυφλή Τυραννία, γυμνή Αμαρτία
πιστεύω εις μίαν Θεά, του πόνου Γεννήτρα
Καρδιά και Αλήθεια, Φιλί, Σωτηρία, Ελπίδα στα στήθια
πιστεύω εις μίαν Θεά, που μ’ ένα της βήμα
σκοτώνει την Πίκρα, που ένα της Χάδι λυτρώνει και σφάζει
πιστεύω εις μίαν Θεά, Αγία, Σοφία, Γυναίκα, Κυρία.


γιώργος_κ[/align][/B]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-04-2007