Η Άλλη όψη Δημιουργός: Χρίστος Κ., Χρίστος Κέλλουρας Το μυθιστόρημα είναι φανταστικό. Αλλά αυτή πιστεύω πως είναι η αλήθεια της ζωής Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Κάθε κατασκεύασμα του θεού και ένα διαφορετικό χάρισμα. Αυτής της δόθηκε το χάρισμα να χαρίζεται. Να χαρίζει κάθε μέλος του σώματος της σε μια αίσθηση λατρείας και απαράμιλλης ηδονής που ξεπερνά κάθε όριο λογικής και κάθε φαντασίωση σε μια ερωτική ιεροτελεστία.
Ωραία κοπέλα. Πού να πρωτορίξεις το βλέμμα; Στα γαλανά της τα μάτια ή στα μακριά σγουρά ξανθιά μαλλιά της; Πού να πρωτοαπλώσεις το χέρι; Στα σφριγηλά στητά της στήθη ή στο στρουμπουλό σφιχτό της κώλο; Και πού να πρωτοακουμπίσεις τα χείλη; Στο φυσικό κατακόκκινο χρώμα των χειλιών της ή στο κατακόκκινο από του έρωτα τον πόθο μ***ί της;
Κάθε άγγιγμα μια αίσθηση μαγείας που την νιώθεις μέχρι εκεί που δεν μπορεί να φτάσει ούτε η υπεριώδεις ακτινοβολία ενός αξονικού τομογράφου.
Θυμάμαι εκείνες τις μέρες της παιδικής μου ηλικίας που την έβλεπα να κάθετε στο κατώφλι της ξώπορτας στην φτωχική της γειτονιά και την κορόιδευα. Ατίθασο κορίτσι ανένδοτο στις λογικές συμβουλές των μεγάλων.
-«Δεν θα γίνεις σαν εμένα. Δεν θα σπουδάσεις. Θα είσαι πόρνη σε όλη σου τη ζωή. Και κανένας δεν θα σε ερωτευτεί.» Της έλεγα.
Και αυτή, παρόλο που με κοιτούσε με θαυμασμό μου άρχιζε τις βρισιές και κάπου-κάπου τις έπνιγε στα κλάματα.
Κάθε βράδυ ήταν εκεί. Παιδί εγώ, κορίτσι αυτή. Αυτό μόνο ήξερε να κάνει. Και το έκανε με επιτυχία. Αφού ο μεγάλος Θεός της έδωσε αυτό το χάρισμα έπρεπε να το εκμεταλλευτεί.
Πέρασαν 12 χρόνια από τότε όταν γύρισα από τις σπουδές μου στην ξενιτιά. Άλλος άνθρωπος. Ώριμος και λογικός πλέον. Σε μια ξένη χώρα με εκατομμύρια κατοίκους και δεκάδες εθνικότητες και θρησκείες, με νόμους και κανόνες που δεν σε δικαιώνουν, μακριά από την οικογένεια σου και χωρίς ηθική και οικονομική στήριξη και συμπαράσταση, αναγκασμένος να εργάζεσαι και να σπουδάζεις ο αγώνας για επιβίωση είναι χίλιες φορές ποιο δύσκολος και από το ποιο αυστηρό πανεπιστήμιο.
Και σήμερα, μετά από 12 χρόνια, μετά από αλλαγές κυβερνήσεων, κοινωνικές ανακατατάξεις, οικονομικές κρίσεις και πολιτικές αλλαγές, τι να περιμένει κανείς;
Πέρασα από εκείνη τη φτωχική γειτονία πηγαίνοντας προς το ακατοίκητο από καιρό πατρικό μου σπιτάκι. Μια κοπέλα με κοίταζε με βλέμμα απορίας. Στο πρόσωπο της πρόσεξα ένα κρυφό γέλιο χαράς. Ήταν σαν να με γνώριζε από τα παλιά αλλά για αυτό σαν να μην ήταν σίγουρη.
Έκανε ένα βήμα μπροστά καθώς απομακρυνόμουνα και άπλωσε το χέρι σαν να ήθελε να ακουμπήσει κάτι που ήταν στον αγέρα. Αλλά αμέσως μετάνιωσε. Ανοιγόκλεισε τα μεγάλα της μάτια, κοίταξε στο χώμα και αποτραβήχτηκε.
Εκείνο το απόγευμα βυθίστηκα στις σκέψεις. Ένοιωσα την απουσία των ανθρώπων που με αγάπησαν και κυρίως με δίδαξαν. Που μου δίδαξαν την αγάπη, το σεβασμό, την ταπείνωση τις ηθικές αξίες και το αγωνιστικό φρόνημα. Αυτό το φρόνημα που με βοήθησε να αγωνιστώ μονάχος σε εκείνο το μεταίχμιο της εφηβικής μου ηλικίας για να μπορώ να είμαι σήμερα εδώ και να ποτίζω με δάκρυα ετούτο το σκονισμένο τραπέζι. Θυμήθηκα πως πριν από χρόνια ένα κορίτσι σε εκείνο το κατώφλι παρόλο που δεχόταν την επίπληξη μου και το ειρωνικό μου ύφος με θαύμαζε. Και σήμερα στον ίδιο τόπο είδα μια κοπέλα να με κοιτάζει με θαυμασμό.
Άνοιξα το σκουριασμένο παράθυρο και κοίταξα προς το στενό δρομάκι. Δεν υπήρχε ψυχή. Λογικό είναι είπα, δουλείες. Περίμενα αρκετές ώρες αλλά τίποτα δεν φάνηκε. Την άλλη μέρα παραξενεύτηκα που το κατώφλι ήταν άδειο και η ξώπορτα κλειστή.
Το βράδυ της χτύπησα την πόρτα με φόβο και με τρεμάμενα χέρια λες και ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω τον χάρο. Καμιά απάντηση. Περίμενα λίγο και έφυγα.
Το επόμενο βράδυ ανέβηκα πάλι στο κατώφλι. Πήρα βαθιά ανάσα και χτύπησα δυνατά την πόρτα. Άκουσα πατήματα στα αποξηραμένα φύλλα από τον δρόμο και κρύφτηκα πίσω από την σκαλιστή κολόνα. Ένας κύριος πλησίασε κοιτώντας τριγύρω του και κτύπησε την πόρτα. Κοίταξε πάλι τριγύρω του. «The beach» είπε θυμωμένα και έφυγε.
Στο δρομάκι έπεσε πάλι η απόλυτη ησυχία της φθινοπωρινής βραδιάς. Ο μόνος ήχος ήταν ο ήχος των φύλλων που παρέσερνε ο αγέρας και τα κούρνιαζε στις γωνιές των πέτρινων τοίχων. Με ένα σίδερο έσπασα την κλειδαριά και μπήκα στο σπίτι. Εφάρμοσα και πάλι την κλειδαριά και κλείδωσα πίσω μου την πόρτα. Άκουσα αναφιλητά και κατάλαβα πώς κάποιος είναι στο σπίτι. Η κοπέλα καθόταν στο μουσκεμένο από τα δάκρια κρεβάτι της. Πήγα κοντά της και την ρώτησα με χαμόγελο.
-Είσαι η Γωγό?
-Όχι δεν είμαι η Γωγό. Δεν θέλω να είμαι η Γωγό.
Ακούμπησα το τρεμάμενο χέρι μου στο κεφάλι της και της είπα
«Εσύ είσαι ένας σπουδαίος άνθρωπος και τέλεια γυναίκα. Αξίζεις πολύ περισσότερα από όσα μπορεί να σου προσφέρει η αγάπη ενός άντρα που έχει ερωτευτεί την ταπεινή σου ψυχή. Γιατί άκουσα την καρδιά σου να μιλά, είδα στο νεανικό σου πρόσωπο την γαλήνη μιας ελπίδας που γίνετε πραγματικότητα και στα θολά σου μάτια το δάκρυ της αδικημένης σου καρδιάς. Είδα στο χαμόγελο σου τη χαρά της ευτυχίας που έχει το μαυρισμένο πρόσωπο ενός ζωντανού στρατιώτη στα αποκαΐδια ενός ολοκαυτώματος. Και εσύ επιβίωσες έχοντας μια ελπίδα που δεν μπορεί να σου την σκοτώσει κανένας τώρα ποια γιατί κέρδισες με την θυσία σου τον θαυμασμό ενός ανθρώπου επειδή μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό της θεϊκής σου ομορφιάς αλλά όχι στα δάκρυα της πικραμένης σου καρδιάς.»
Αυτή και αν πέρασε πολλά. Αφού έχασε από τα 14 της χρόνια τους γονείς της και ήταν πλέον αναγκασμένη να παραδοθεί έρμαιο στα χέρια της τύχης που καταρρακώνει κάθε ήσυχη και αθώα ψυχούλα. Και πάντα ήταν σίγουρη πως μια μέρα θα εύρισκε αυτό που ποθούσε η αγνή της ψυχή και κρατούσε τον πόθο φυλακτό στα βάθη της καρδιάς. Και πότιζε αυτόν τον πόθο με δάκρυα για να παραμένει ζωντανός μέχρι την μέρα της δικαίωσης. Γιατί πάντα πίσω από κάθε συμπεριφορά πίσω από κάθε τρέλα και ακρότητα βρίσκετε κρυμμένος ένας σκοπός. Ένας αγαθός σκοπός που αγιάζει κάθε μέσο και κάνει την πικρία προσευχή και τον πόνο ηδονή.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-04-2007 | |