Ρετιρέ Φαντασμάτων Δημιουργός: ivy, ΓΙΩΤΑ απο ένα όνειρο που είδα χθες... καλησπέρα Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ξυπνάω και θυμάμαι τ'όνειρο.
Είδα το σπίτι που ονειρεύομαι να νοικιάζεται στα ίδια μου τα φαντάσματα,
τα ίδια φώτα που άφησα στον προηγούμενο όροφο να λησμονούνται στη θέα του πόθου μου.
Αγγίζω με δειλά ακροδάκτυλα την ήδη υπάρχουσα επίπλωση.Απρόσμενη, λυπηρή αποκάλυψη.
Ποιός τόλμησε να στεγνώσει το βρεγμένο μου παιδικό φόβο? Ποιος γερασμένος αναστεναγμός έπνιξε το παιδικό κλάμα?
Τόσο καιρό που έμενα αποκάτω, συχνά ακουμπούσα τα πόδια μου στο ταβάνι και κατέβαινε το αίμα πιο γλυκό και πιο ζεστό
προς την καρδιά καθώς ρουφούσαν αχόρταγα μία σταγόνα γαλήνη απο το Μέλλον που κρυβόταν στο λατρεμένο μου Ρετιρέ.
Τα ξέχασα όλα. Τώρα η προσμονή μου ανταγωνιζόταν την έκπληξη μου για μία θέση στη λαιμητόμο.
Και την κέρδισε το νεκρό βρέφος μέσα μου που προηγουμένως είχε σκορπίσει ψίχουλα στα σκαλιά, να μη χάσουμε το δρόμο
για τον κάτω όροφο.Εκείνη την αιώνια στιγμή πίστεψα πως εμένα με βάφτισε η Θλίψη και τώρα να,
έπρεπε να εξομολογηθώ στην Αυγή γιατί αρνήθηκα να μαντέψω τη φυγή της.
Στεκόμουν τώρα μπρός στ'όνειρο, μα μ'έκρινε η σιωπή των τοίχων ανάξια να ξαπλώσω στο γυμνό πάτωμα,
εκεί που τα φαντάσματά μου γονάτιζαν για τις προσευχές τους. Έδειχνα σαν αταίριαστη πορσελάνη στον ξύλινο
Μυστικό τους Δείπνο. Δεν ξέρω πόσα ήταν, μήτε τολμώ να σκεφθώ γιατί κατοίκησαν σε εκείνο το πεπρωμένο που εγώ
στόλιζα ολόκληρα βράδια με πανάκριβα μπιμπελό, κι αλήθεια δε κρύβω την οργή μου που δε με κάλεσαν στον πλειστηριασμό
της ευτυχίας μου αλλα...Οπως πήγαινα να φύγω είδα. Ήταν αυτό το κορίτσι με φόντο την κόκκινη κουρτίνα
-άλλο χρώμα είχα σκεφτεί εγώ- και ανάσαινε αργά πάνω απο τα μανιασμένα της βιβλία καθώς τα μαλλιά της
έγλυφαν τον αέρα που ξεφυσούσα υπονοόντας οτι τον έκλεβα. Κι όπως κρατούσα τις χούφτες μου κλειστές μη μπω στον
πειρασμό να απαγάγω την κρεμασμένη μου αυταπάτη απο τον καλόγερο, έγιναν ξάφνου διαπερατοί οι τοίχοι και αποκαλύφθηκαν
όλα τα δωμάτια,μαζί και όσα είχα χάσει απ'το ακυρωμένο μου αιθεροπάτημα. Τότε όρμησε να με καταπιεί η εικόνας της
γυναίκας που με κοιτούσε με ετοιμότητα λέαινας και διαβόλου.Ξεγεννούσε τους φόβους μου έναν έναν, έκοβε με λόγια κοφτά και
ακατανότητα τους ομφάλιους λώρους και μου τους πέρναγε θηλιά. Μα εγώ δεν άκουγα, μήτε σάλευα. Περίμενα εκείνο το βρέφος
να ακούσει τις καμπάνες και να αναστηθεί πριν σταυρώσω τον τελευταίο γέρο μέσα μου. Και εκείνο με την πρώτη του ανάσα με
πήρε απο το χέρι και ακολουθώντας τα σκορπισμένα ψίχουλα κατεβήκαμε στον Κάτω Όροφο. Και ήταν η πρώτο σόυρουπο που
ξημέρωσε πριν να νυχτωθεί. Τώρα είμαι ξύπνια. Τώρα ποθώ το Υπόγειο. Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-04-2007 | |