Παπαρούνες

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

...κι έβγαζε εκείνη τη ζεστή φλόγα του πάθους, την πορφυράδα...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B]ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ


Από μιαν αρχή, μια συγκυρία, ξεκινούν όλα κι ύστερα καταλήγουν στο άπειρο.
Όπως πιάνεις το μολύβι να περιγράψεις κάτι απ’ τη ζωή σου, μ’ ένα ποίημα
και φτάνεις να γράψεις ένα βιβλίο πεντακοσίων σελίδων. Γεμίζεις τις σελίδες
με μπούρδες, αθυροστομίες, άλλοτε με μίσος κι άλλοτε μ’ αλήθειες κι έρωτα
όπως μαθαίνεις να μοιράζεσαι την αγάπη και τη λατρεία.

Την λάτρευα, είναι αλήθεια, από τότε που πρωτοσυστήθηκε στην παρέα και πιάσαμε την κουβέντα και μιλούσαμε για τα πάντα με τα λόγια του αέρα. Κάπνιζε θυμάμαι
ελαφριά τσιγάρα και ζήτησε από κάποιον να πεταχτεί στο πλησιέστερο περίπτερο
να της αγοράσει ένα πακέτο. Αν την ήξερα από νωρίτερα, θα έτρεχα σαν άνεμος
πετώντας, να ήμουν ο πρώτος που θα ικανοποιούσε την επιθυμία της.

Η Κυρία, η Αφέντρα, η απόλυτη Mistress, η Κυρίαρχος του παιχνιδιού της υποταγής
η Ιέρεια του έρωτα, η Πριγκίπισσα με τα χρυσά, τα ξανθά μαλλιά και τα δεκαπέντε
χρυσά στέμματα στο κεφάλι. Με τους είκοσι θρόνους από ελεφαντόδοντο και διαμάντια, με τους ιπποκόμους και τους αυλικούς ολόγυρά της, μέσα στο παλάτι της.

Κι εγώ έμενα να φαντάζω ταπεινός, ένα σκουλήκι που σερνόταν για οίκτο στα πόδια της, παρακαλώντας την, να προλάβει το βέβαιο θάνατο από το επόμενο βήμα της.
Ντυμένη πάντα μ’ ένα κοριτσίστικο ροζέ μπλουζάκι, κολλημένο πάνω στα στήθια της
που άφηνε να φαίνεται ένα τμήμα της κοιλιακής της χώρας μονάχα, έτσι που να σε κάνει
να το κοιτάζεις, να το θαυμάζεις, να το τρως με τα μάτια σου, να θέλεις να το αγγίξεις
να το αγκαλιάσεις, να το προσκυνήσεις. Η κοιλίτσα της. Και στα πόδια μ’ ένα στενό
ξεβαμμένο τζινάκι, φτηνιάρικο και τόσο κολλημένο πάνω της, που ζωγράφιζαν
οι καμπύλες της, τον Παράδεισο και τη Γη της επαγγελίας.

Την πρώτη φορά που έτυχε να συναντηθούμε, μου κίνησε το ενδιαφέρον, δεν έμοιαζε
με την πριγκίπισσα του παραμυθιού, ούτε με κάποια ονειρεμένη νεράιδα της φαντασίας μου, αλλά μ’ ένα απλό κορίτσι που βρέθηκε στο δρόμο μου, τυχαία
κι ήταν σα να κατέβηκε απ’ τα ουράνια, ένας άγγελος, να με τροφοδοτήσει με εικόνες
να τις πάρω μαζί μου, να τις βάλω στην τσέπη μου, να τη θυμάμαι όπως τη γνώρισα.

Ήταν όπως τότε, που έβγαλα από την τσέπη έναν κόκκινο αναπτήρα γεμάτο με παπαρούνες της Άνοιξης, λες και μόλις τις είχε κόψει κάποιος από τον αγρό
να τις χαρίσει στην αγαπημένη του, κι εγώ της χάρισα τον φτωχικό αναπτήρα μου
ανάβοντάς της το τσιγάρο και την ηδονή μου, στα υψηλότερα επίπεδα του έρωτα.
Τον είχε πάντοτε μαζί της, σα φυλακτό, τον κινούσε επιδεικτικά μπροστά απ’ τα μάτια μου αναμμένο, κι έβγαζε εκείνη τη ζεστή φλόγα του πάθους, την πορφυράδα.

Μέθαγα απ’ τη φωνή της, με τη βραχνάδα εκείνη που δημιουργούσε ο καπνός καθώς στροβιλιζόταν στον ουρανίσκο της. Έπινα δροσιά απ’ τα μάτια της, όπως με κοιτούσε
μ’ εκείνα τα γαλαζοπράσινα μάτια, μέσα απ’ τα πεντακάθαρα γυαλάκια της μυωπίας λες και βρίσκονταν πίσω από μια κρυστάλλινη τζαμαρία φύλαξης ενός πολύτιμου και σπάνιου θησαυρού, σε μουσείο Αρχιτεκτονικών θαυμάτων.

Λες και είχε ανακαλυφθεί πρόσφατα το γονίδιό της, σε κάποιο δυσπρόσιτο ορεινό σημείο της Σουηδίας και μεταφέρθηκε στη χώρα μας, προκειμένου να παραχθεί το εμβόλιο διάσωσης των πεσόντων στην ερωτική μάχη.

Κι όταν με κοίταζε στα μάτια, εγώ έλιωνα, πέθαινα και ξέχναγα τα λόγια μου
κι απαντούσα ορθόκοφτα, μ’ ένα ναι, ένα όχι, ένα καλημέρα κι ένα καληνύχτα.
“Σκλάβος σας Κυρία” έτσι έπρεπε να απαντήσω, “λιώστε με κάτω από τα πέλματά σας, σα σκουλήκι που γυρεύει την ηδονή του φιλιού σας και το χάδι της παλάμης σας, χαρίστε μου την αιώνια ζωή του Παραδείσου Κυρία με τις προσταγές που διατάζει η Αγιοσύνη σας”. Κι ύστερα άχνα, μέχρι ν’ ακούσω τις εντολές της.

Ήμουν τόσο αυστηρός μαζί της, που όσες φορές με καλούσε στο τηλέφωνο δε το σήκωνα, κι ύστερα ξανακαλούσε μέχρι να το σηκώσω για να απαντήσω.
Κι όταν της τηλεφωνούσα εγώ, έκανε τα ίδια κι εκείνη, και τα ίδια και τα ίδια
κι η καρδιά μου είχε χτυπηθεί από τα βέλη της ανεπανόρθωτα, κι έλιωνε απ’ τον
έρωτα, φλόγες και φωτιές ξεπηδούσαν, σαν Ινδιάνοι που στήσανε χορό για να κατέβει το μπουρίνι στις φυτείες τους. Κι έπεφταν με τεράστια ταχύτητα και με κάρφωναν ολοένα, κι ηδονιζόμουν στη θύμησή της.

Προσπαθούσα να κρύψω την ηδονή και τον πόθο, κοιτάζοντας τα πουλάκια στα δέντρα, θαυμάζοντας τη λιακάδα του πρωινού και τις σταγόνες δροσιάς πάνω στα φύλλα των λουλουδιών κι ο ήχος των αυτοκινήτων στο δρόμο, στροβίλιζε το μυαλό μου απ’ τις σκέψεις και τις ενοχές. Κι όπως έτρεχαν λίγα μέτρα μακρύτερα, έπαιρναν κοντά τους την αγαπημένη μου.

Ανέβηκε σε κάποιο απ’ τα αυτοκίνητα ένα ωραίο πρωινό και χάθηκε μέσα στους δρόμους της Αθήνας, σα σφαίρα, ανάμεσα στα λεωφορεία και τ’ ασθενοφόρα.
Κι από τότε δεν την ξαναείδα. Κι όταν τόλμησα μετά από ένα εξάμηνο να τηλεφωνήσω στον αριθμό της, να μάθω τα νέα της, κόπηκε η γραμμή μας.
Αναρωτιέμαι αν κρατάει ακόμα τον αναπτήρα μου, με τις παπαρούνες.


γιώργος_κ[/B]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-04-2007