Το Κτήνος Δημιουργός: renouli Καλησπέρα, καλό σας βράδυ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η μοναξιά είναι βάρος που δεν φαίνεται
γιατί είναι ασάλευτα φτερά καρφωμένα στην πλάτη μας.
Η μοναξιά είναι δίνη επικίνδυνη
στους ματωμένους κύκλους του πληγωμένου καρχαρία.
Ο άνθρωπος είναι ένα ον ιερό
μα που απόμεινε ολομόναχο στον κόσμο.
Τα πέλματά μου σπάνε στα πεζοδρόμια,
αδειάζουν ολόγυρά μου οι εικόνες,
έχω έναν πόνο θηρίο ανήμερο, με κυνηγά τις νύχτες,
σ’ αυτές τις πληγωμένες νύχτες της προσπάθειας.
Τα πέλματά μου σκίζονται στα πεζοδρόμια, ανοίγω τα βήματα,
πιο γρήγορα, να τρέξω να προλάβω την ώρα
που ο χαμός μου μοιράζεται, σκουληκιασμένο συσσίτιο.
Κι όμως αχάριστα σκόρπισα τη λίγη δύναμη,
έφτανε μόνο μια στιγμή υποκρισίας για να πεθάνω πρόωρα,
είδα για λίγο ένα χαμόγελο πριν σβήσει το άστρο μου.
Μη φοβηθείς αλόγιστα, δεν είμαι εγώ που σε δικάζω,
δεν είμαι εγώ που σε κατέκρινα όταν φανέρωσες τα όσα έκρυβες.
Όταν γκρέμισες έναν έναν τους αγγέλους μου, διαβολική αλήθεια.
Το χρώμα του δειλινού έγινε το χρώμα της κόλασης,
άστραψαν τα λόγια σου όταν έγερνε ο ήλιος,
πλανεύτηκα στις λάμψεις που γίναν καταιγίδα.
Πηγαινοέρχεται το σώμα μου άβουλο, μια σκισμένη σημαία,
την πέταξε η ήττα του ονείρου μου, ποδοπατιέται τώρα.
Κανένα βήμα πια δεν με στηρίζει, περπατάω με τα χέρια μου,
μαζεύω τις λάσπες που θα με σκεπάσουν στο λάκκο της κλίνης μου,
βροντοχτυπάω τα χέρια μου, άκου με, έρχομαι,
τρέχω πιο γρήγορα από σένα, θα ‘ρθω ίδιο λασπωμένο κτήνος,
αγριεμένο από τον πόνο των τσακισμένων πελμάτων του,
ξετρελλαμένο από το κρύο της παγωμένης λάσπης.
Μ’ αναγνωρίζει ένας θεός, παρόλα τα παθήματα,
χαμογελάει ήσυχα και λέει πως θα αλλάξω,
μα είναι μονάχα ένας θεός που τον μπερδεύουν τα λάθη.
Τα χέρια μου σάπισαν στα πεζοδρόμια, μείναν τα μάτια μου
να τυραννιούνται στις μεγάλες λεωφόρους,
να βασανίζονται απ’ τα φώτα.
Μη βασανίζετε αθώα μάτια, γιατί διαλέγουν να είναι άγνωρα,
σε πείσμα του κάθε νου που σκοτεινάζει πρόωρα,
γιατί διαλέγουν το χρώμα της κόλασης που άλλοι το λένε δειλινό.
..Έσπασε η βιτρίνα σου σ’ άπειρα κοφτερά κομμάτια,
Έσπασε η βιτρίνα σου, σκορπίζω τις αιχμές
στα ανελέητα σκυλιά των δρόμων,
κάθε αλύχτισμα θα τους το κάνω αίμα,
έσπασε η βιτρίνα σου, κάθε κομμάτι της είναι ένα βέλος,
είναι ένα τρύπημα στους άφαντους ώμους μου,
σ’ ό,τι μου έμεινε, στα μάτια που πλανάω στις λεωφόρους.
Ένα αλύχτισμα έγινα κι εγώ που ακούγεται αιμάτινο,
γιατί η βαρβαρότητα του όντος που αδικήθηκε είναι μονάχα η αρχή.
Εσύ που ξεγυμνώθηκες χορεύοντας και τραγουδώντας,
δεν έχεις καμμιά ελπίδα πια στο έλεος της πόλης,
αυτής που αγαπήθηκε κάτω από τα βήματα που μοίρασες,
όταν, νέος ακόμη, γλεντούσες την τόση ομορφιά της.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-04-2007 | |