Αιθεροβάμων κι αν σε πουν

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

Κάποιες ιστορίες αρχίζουν με κάτι που κάνεις σωστά, άλλες με κάτι που κάνεις λάθος και άλλες κατά τύχη.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αυτή αρχίζει με ένα λάθος. Μικρό μα σημαντικό. Πατάς ένα κουμπί, και κάτι ανοίγεις.. Κομπιούτερ, τηλεόραση, κάτι. Και βγαίνουν πράγματα..
Ανοίγεις λοιπόν την τηλεόραση ας πούμε. Και κοιτάς. Την πραγματικότητά τους..
Τους γκρίζους και ξερόλες που λένε πως είναι δημοσιογράφοι. Τους μαύρους και τους ασπρόμαυρους, που σου πασάρονται από κει μέσα. Εκείνους που την ψευτιά την έχουν κάνει επάγγελμα και τέχνη. Και που σαν αυτοδίκαιοι και επουράνιοι κριτές κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια, όπως και τόσοι άλλοι. Που το μόνο που έχουνε να πούνε είναι για τα χάλια που ζούμε, για την μαυρίλα, για την μοναξιά. Για την αδικία και την κλεψιά. Για την πείνα και τη μιζέρια, την αγάπη που πέθανε και την ρίχνουνε στους λάκκους με τους ασβέστες.

Που δεν αλλάζει με τίποτα λένε. Και όταν κάποιος πάει να φύγει από κει τον λεν αιθεροβάμωνα, ονειροπόλο, και άλλα που νομίζουν πως είναι και βρισιές οι ξενέρωτοι. Γιατί ποτέ δεν τα χουν νιώσει. Μες την πανοπλία απ το κουστουμάκι και τη γραβατούλα τους, ή το ξεσκισμένο τζινάκι και τη μπλουζίτσα που φοράνε σαν κάνουνε τις τσάρκες τους, το παίζουνε και παντογνώστες. Οι μοναδικοί ρυθμιστές και κριτές της πραγματικότητας και της αλήθειας. Ψυχολόγοι άψυχοι, κατακριτές των πάντων και δημιουργοί του τίποτα.

Που το μόνο που κάνουν είναι να μας πουλάνε και να προβάλουνε τη μιζέρια μια και είναι το μόνο τους καταφύγιο. Την έχουνε αναγάγει σε βασίλισσα της καρδιάς τους την έχουνε βάλει σε ένα βάθρο και κάθονται και αυνανίζονται στη θέα της. Και ανησυχούν μην τυχόν και κανείς την κάνει από δω, μην φύγει και τους αναγκάσει να κοιτάξουν κατάματα το πράγμα εκείνο που φοβούνται περισσότερο.

Μα ναι τον καθρέφτη. Εκείνον που έχει μέσα του κλεισμένο τον φύλακα τον πιο τρανό. Τον αλλοτινό εαυτό τους, εκείνον που άφησαν εκεί μέσα και μετά βάλανε και ένα τραπεζομάντιλο, από πάνω, για να μην τον δει και κάνα φως, μην τον πιάσει και κάνα ρεύμα και κρυώσει. Και λένε μα με τι όμορφα λόγια, για νοήματα που δεν υπάρχουνε, για καθημερινότητες, για την ασφάλεια και για φεγγάρια πεθαμένα. Σαν και την πάρτη τους.

Μα όσο και να σκούζουνε και να δαγκώνουνε τα λυσιακά τους τρώνε. Γιατί τους αρέσει η γεύση της αλμύρας. Τα αλατιού και του σιδέρου. Του αίματος. Σαν τα κοράκια τους βλέπεις, όπου υπάρχει τροχαίο, πόλεμος, αίμα σε αφθονία εκεί συχνάζουνε. Και όταν τους λείπει τρώγονται από μέσα.

Μα κάποια πράγματα δεν είναι για τα δόντια τους. Φως έχουνε μέσα τους, από κείνο το υπεριώδες, που τα μικρόβια τα καίει. Και εικόνες αποκαλύπτει. Που σαν πέσει πάνω τους φανερώνει την αλήθεια. Τη μαϊμού πίσω απ΄ τη μάσκα, που χασκογελά χαρούμενη με τη σάπια μπανάνα της στο χέρι και νομίζει πως τα σκουλήκια απλά την κάνουνε κρεατωμένη.

Από κείνο το φως το φανταστικό, το ονειρικό, από κείνο που ξέρουνε τα παιδιά και όσοι ακόμα ονειρεύονται, αυτοί που τους δικούς τους δρόμους βαδίζουνε. Και έχουνε ένα αστέρι καρφωμένο στην καρδιά για φυλαχτό που τους φωτίζει τη νυχτιά και ας μην είναι του κόσμου τούτου. Εκείνης της καρδιάς που χτυπά και ας ματώνει, που ακόμα χτυπά.

Και κει λες τι είναι πιο ανθρώπινο δεν ξέρω. Να παλέψω να φύγω τη μοίρα που μου όρισα, να δω, να ζήσω τη δικιά μου; Ή να ακούσω το δικό τους το γνωμικό, εκείνο των υπνοβατών με τα ανοιχτά τα μάτια; Που αυτόν που πα να ονειρευτεί, δραπέτη τον βαφτίζει και προστίματα του βάζει;

Μα ξέρεις τελικά, πως όσα γκρεμοτσακίσματα και να φας, όσες φυλακές χρυσές και να σου τάξουν, εσύ θα προχωράς. Και στημένο ας σου λεν πως είναι το παιχνίδι σε τούτο το ντουνιά. Και τίποτα ας σου λένε πως δε θα βρεις.

Αν όχι για τίποτα άλλο, το κάνεις γιατί είσαι άνθρωπος. Και όλα μέσα σου είναι, το μικρό και το μεγάλο, η λύπη και η χαρά, το φως και το σκοτάδι. Ένα θνητό σαρκίο, ευλογημένο και καταραμένο ταυτόχρονα. Ευλογήθηκε να χει μια πνοή απ το όλον, μα και καταραμένο να μπορεί να δει τα πεπερασμένα όρια του. Και αυτό πάντα να λαχταρά να γίνει αυτό που του τάξανε. Και ας ξέρει πως η ελπίδα αυτή άπιαστη μπορεί να ναι.

Και αποδέχεσαι εκεί πως όσο ζεις ελπίζεις και παλεύεις, αιθεροβάμων κι ας σε πουν. Και όσο και να σε τραβάνε στα σκοτάδια, το φως αναζητάς. Γιατί το μαθες από παλιά καλά πως ότι ψάχνεις θα το βρεις και όσες φορές το έκανες εκεί που ήθελες πήγαινες. Αργά μπορεί, δύσκολα σίγουρα, μάτωνες, μα πήγαινες. Και ακόμα και αν δεν τα καταφέρεις, αν στο δρόμο που βάδισες χαθείς, δε σε νοιάζει. Γιατί δικός σου είναι και λεύτερος είσαι εκεί που περπατάς, τίποτα μαζί δεν κουβαλάς τίποτα δεν κατέχεις, ρούχα, λεφτά, και υλικά που τόσο τα τιμάνε. Μονάχα την ψυχή σου και κάτι όνειρα δραπέτες.

Όσο για κείνους τους τρανούς μέσα στο χαζοκούτι, έχουν αυτό που τους αξίζει. Γιατί τους εκδικιέται η φύση τους η ίδια. Και ο χρόνος, μια και κάθε φορά που το ανοίγεις, όσο καιρός και να περάσει, είναι σαν να το άνοιξες χθες. Αέναη επανάληψη της αυτοσυντηρούμενης μιζέρια τους.

Μα για όλους υπάρχει φως, ακόμα και για κείνους. Μέσα τους είναι, αρκεί να θυμηθούν πως κάποτε άνθρωποι ήτανε, παιδιά που κάναν όνειρα. Και κάποιοι τους λέγανε ονειροπόλους....

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-05-2007