Ο απορροφητήρας των ψευδαισθήσεων Δημιουργός: Αστεροτρόπιο (Jeny) ...δεν αφορά το παρόν... αναμνήσεις του αύριο για το προ χρόνων σήμερα. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η γύμνια στάθηκε μπροστά μου και με κοίταξε.
Μου έβγαλε προκλητικά τη γλώσσα
Άνοιξε τα χέρια και περίμενε.
Όσο ένα ανοιγόκλειμα ματιού την κοίταξα
Δεν της είπα βγες έξω.
Παρά της γύρισα την πλάτη ντροπιασμένη.
Κουλουριασμένη στην πολυθρόνα
χωρίς ανάσα, χωρίς λογική
με χέρια τρεμάμενα
που ’βλεπα την ψυχή στην αγχόνη
περίμενα.
Κάθε ήχος τίναγμα.
Κάθε σκέψη κύμα παλιρροϊκό.
Σάλεψα.
Όλη μου η ύπαρξη γίνεται αναμονή.
Όλη μου η ύπαρξη περικλείει μόνο
τον ήχο του αμορτισέρ.
Σάλεψα.
Με την άκρη του ματιού μου κοιτώ τη γύμνια.
Τα μάτια μου θολά, όχι καθάρια.
Βλέπουν ένα σπίτι χωρίς ψυχή
τόπι να γίνεται και να στριφογυρίζει.
Ωωωω… αδύνατον να το πιάσω.
Πισώπλατα με χτυπά.
Κι όταν πια δε μπορώ να γαντζωθώ στην πολυθρόνα
σ’ ένα ελάχιστο πόμολο λογικής
σε μια καμινάδα αλήθειας
στα κάγκελα του πόθου μου
στις κουρτίνες της παραίσθησης
στο χάλκινο απορροφητήρα των ψευδαισθήσεων
στο κρεβάτι της άρνησης
στα καλώδια ηλεκτρόπληκτης αποδοχής
στα καρφιά της δειλιασμένης σου ύπαρξης
εξαντλημένη σωριάζομαι.
-Ω γύμνια μου, εσύ ακόμα εδώ!.
-Η δική του;
Με πάθος σε χτυπώ αναμονή
Στα χιονισμένα σου σοκάκια σαβουριάζομαι
μα δε χτυπώ, δεν πονώ
Ω εσύ αλώβητη αναζήτηση του πραγματικού.
Γιατί δεν πονάς τους τοίχους σαν κλωτσώ
μα αφήνεις το πόδι μου κουτσό;
Και τούτο το άδειο σπίτι, τόσο κρύο.
Στο δωμάτιο τ’ αγέννητου κουλουριάζομαι
Χωρίς ανάσα
τυλιγμένη μ’ ένα μάλλινο παλτό που δε ζεσταίνει
Οι ήχοι, οι ήχοι με βομβαρδίζουν
μα δε με φτάνουν.
Δεν ήρθες απόψε. Δεν ήρθες.
Με μια αγκαλιά με άφησες στο θρήνο μου
ένα χτύπημα στην πλάτη παρηγοριάς
και μια καληνύχτα.
Μα εδώ δεν ξημερώνει καλημέρες.
Εδώ το κεφάλι μου χτυπά στις πόρτες
μα τα πόδια σαλεμένα κι αυτά.
Απ’ τα χτυπήματα βλέπω αστράκια θανάτου.
Δε μπορεί. Δε μπορεί.
Αύριο θα ’ναι αλλιώς.
Σάλεψα.
Στα ερείπια σάλεψα.
Όχι της γης.
Του μυαλού μου.
Του κόσμου μου.
Σάλεψα.
Ένα κομματάκι δοκάρι ψάχνω να νιώσω ασφαλής.
Θα ξημερώσει καλημέρα;
Ναι μου λες.
Μα κάθε μέρα τα δοκάρια με πλακώνουν.
Στρέφει η γύμνια το πρόσωπό της.
Κλείνω τα μάτια ντροπιασμένη.
Πες μου μάντισσα του νου.
Πες μου!
Θα ξημερώσει καλημέρες;
Ναι.
Μα δεν ξημερώνει.
Κι εγώ ξεσκίζω με μανία
τ’ απομεινάρια του αύριο.
Πες μου, μάντισσα πες μου!
Θα μείνει τίποτα όρθιο;
Θα μείνει.
Και κάθε που σε πιστεύω
καταπίνω κομμάτια δηλητηριασμένα αύριο.
Για ν’ αντέξω το σήμερα
έφτυσα κατάμουτρα το δικό μου αύριο.
Κάποτε, κάποτε θα σε κοιτάξω κι εγώ γύμνια μου.
Όχι τώρα.
Όχι τώρα.
Τώρα είμαι εμβρόντητη
στην ταράτσα του παράλογου.
Οφθαλμαπάτη ήσουν γύμνια μου
στα μάτια μου ανασφαλής…
Να μάθω, να μάθω.
Πότισέ με ακόμα λίγη πρόγνωση να μεταλάβω.
Κι ύστερα, ύστερα θα ξομολογηθώ
τον πόνο που σαλεύει.
Τώρα όλη μου η ύπαρξη κουνιέται.
Δεν παραμονεύει.
Χτυπιέται.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-05-2007 |