Υπόγειο μέρος ΙΙΙ: Έξοδος

Δημιουργός: Μετέωρος Άγγελος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ι
Έκατσα καιρό πολύ μέσα στη σκοτεινή
ετούτη κρύπτη
Έζησα βαθιά και αιματηρά
τα σκοτεινά πάθη του θνητού ανθρώπινου κόσμου.

Είναι καιρός πια να αναδυθώ στον επάνω κόσμο
να χαθώ μέσα στο πλήθος
να γίνω ένα από τα εκατομμύρια των ψυχών που χωρίς λόγο περιφέρονται
μέσα σε μαγαζιά, σε συναθροίσεις, σε κέντρα διασκέδασης.
Δεν ξέρω αν είναι αυτή η ζωή που ονειρεύτηκα,
Δεν γνωρίζω αν είναι η ζωή που θα θελα να ζήσω

Όμως εξετάζοντας τα σκοτάδια αυτής της ύπαρξης
είμαι πλέον ελεύθερος να ζήσω βαθιά τις φωτεινές γωνιές της
είμαι πλέον πεπεισμένος πως σωτηρία δεν υπάρχει
πως ο παράδεισος έχει μόνιμη κατοικία στην ψυχή μου
πως ο άγγελος έχει το ίδιο πρόσωπο με τον δαίμονα
και πως όλοι είμαστε μετέωροι πάνω στο λεπτό νήμα
που διαχωρίζει την ζωή με το θάνατο.

Χορεύουμε πάνω σε αυτή την επιφάνεια μερικών χιλιοστών
και ξαφνικά χωρίς καμία προειδοποίηση αφηνόμαστε στο κενό.
Από κει και πέρα ατέρμονη σιωπή και ανυπέρβλητο μυστήριο.
Κανείς δεν αναδύθηκε από το κενό για να μας πει
τι κρύβεται εκεί κάτω.
Και μένουμε κουβαλώντας χιλιάδες αναπάντητα ερωτηματικά
να ισορροπούμε με δεξιοτεχνία πάνω στο λεπτό νήμα
προσμένοντας να βγάλουμε φτερά
για να πετάξουμε σε πιο στέρεο έδαφος

Όμως όσο γερνάμε νιώθουμε να μας έλκει το κενό
και καταλήγουμε να χαθούμε στα σκοτάδια του
ονειρευόμενοι την ουτοπική ιδέα της λύτρωσης
έστω και της τελευταίας στιγμής.

Αποφάσισα λοιπόν να ζήσω βαθιά και άγρια
αυτόν τον στροβιλισμό πάνω στα στην πρόσκαιρη ύπαρξη
πριν να χαθώ στα αδηφάγα χώματα

Ίσως με το θάνατο μου να εξατμιστώ
και κανείς δεν θυμάται πια πως και γιατί έζησα
κανείς να μην νοιάζεται πια για το ποιος ήμουν
και οι αναμνήσεις αυτών που με γνώρισαν
να ξεθωριάσουν σαν παλιές φωτογραφίες

ΙΙ
Φεύγω απ' το υπόγειο και προίκα αθάνατη μου φυλάει
σα δώρο για το μισεμό μου το μεγάλο
που τη γράφει στις χαράδρες του φτωχού μου μυαλού
με μαύρο άσβηστο μελάνι:
«Βγάλε τα όπλα σου και πολέμα
κάθε τι που τη ζωή σου υποδουλώνει.
Να μην ελπίζεις σε σωτηρία και σε λύτρωση
μα να μάχεσαι κάθε στιγμή
για τα ιδανικά και τα πιστεύω σου.

Βλέπε κάθε πράγμα για τελευταία φορά
αποχαιρέτα την κάθε μέρα που φεύγει
και κάθε στιγμή που βιαστικά περνάει
προσπαθώντας να της δώσεις νόημα και ουσία.
Η ζωή σου δεν είναι τίποτα,
το κορμί σου είναι χωμάτινο
μα προσπάθησε να το κάνεις αθάνατο
μέσα από την αιώνια πράξη.
Κάθε λεπτό κουβαλάει καρπό μέσα του την αιωνιότητα
και τιμή για σένα μεγάλη θα 'ναι
να σαι ο εργάτης που θα κουβαλήσει τα λεπτά στο
αιώνιο εργαστήριο του χρόνου.»

Σκοτεινό μου υπόγειο σ' αγάπησα
γιατί μοιάζεις με την καρδιά μου
έτσι κι αυτή δεν καταδέχεται παρηγοριές
και μάχεται να κάνει την κάθε στιγμή αιώνια.

Σκοτεινό μου υπόγειο σ' ευχαριστώ
που μ' αποκάλυψες όλα μου τα σκοτάδια
που σαν θα τα κοιτώ με μάτι αθόλωτο
θ' αντικρίζω μέσα τους όλες της γης τις φωταψίες.

Η λιονταρίσια τροφή που με τάισες
μέσα στη καθημερινή ρηχή καθημερινότητα
θα αποδειχθεί διέξοδος κινδύνου από τις κακοτοπιές
και τις πρόσκαιρες επιδιώξεις
που θα επιθυμήσει το λογικό μου.

Όμως ήρθε η ώρα να φύγω.
οι κόρες των ματιών μου αρχίζουν να συστέλλονται
προσμένοντας τον ερχομό ενός ανατέλλοντος φωτός
κι ο αέρας κουβαλάει μαζί του μυρωδιές από
λουλούδια που με προσμένουν για ν' ανθίσουν

Τραγούδια από τα χείλη μικρών παιδιών
γλιστράνε από τις χαραμάδες της κλειδωμένης πόρτας
και σαν σειρήνες μαγεύουν τ' αυτιά μου…


Όχι δεν μπορώ να ζω πια σα θεριό
ακόμα και αν αυτό κάποτε ευχόμουν
το βλέμμα μου έχει ανάγκη ν' αντικρίσει
κατάματα τον κόσμο και να μοχθήσει
να ξεχωρίσει πίσω από τα φτηνά πάθη του
το Θεό που κάποτε του έδωσε ζωή

ΙΙΙ


Πάντοτε γύρευα ένα σκοπό στην ύπαρξη μου
προκειμένου να χαρτογραφήσω την πορεία μου
μα ήταν όλα άσκοπα.
Δεν ξέρω αν θα συνεχίσω αύριο να αναπνέω
δεν γνωρίζω καν αν υπάρχει προδιαγεγραμμένος χάρτης ζωής
ή κάθε στιγμή όλα παίζονται
κορόνα-γράμματα
στα παράνομα καζίνα της ύπαρξης.
Γιατί κάθε στιγμή να παίζουμε τη ζωή μας
να ρισκάρουμε το μέλλον
μα να συνεχίζουμε να πορευόμαστε ανήξεροι
στα μονοπάτια του κόσμου;

Όμως ας είναι!
ας τα παίξω πια όλα για όλα!
Το χειρότερο που μπορώ να πάθω
δεν με φοβίζει
και το καλύτερο που μπορεί να μου συμβεί
δεν με γεμίζει ηδονή.
Με ικανοποιεί όμως η πορεία
αυτή η πλανεύτρα χορεύτρια
που κάποτε με τρομάζει
και άλλοτε με μαγεύει
με τον τρελό αυτοσχέδιο χορό της
την επόμενη κίνηση του οποίου
κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να προβλέψει…

«Το τέλος βρίσκει τον Μετέωρο ʼγγελο να σβήνει τα κεριά
που βρίσκονται πάνω στο σκονισμένο τραπέζι
να ανοίγει την πόρτα του υπογείου
και με βιαστικές κινήσεις να αφομοιώνεται
από τα πλήθη του κόσμου που βιαστικά τρέχουν
για τις δουλειές τους νυσταγμένοι»

Μετέωρος ʼγγελος

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-10-2004